Από τους Raining Pleasure και τους Closer, μέχρι τους In Trance 95 και τους Nightstalker, το Sonik εξερευνά εγχώριες μουσικές παραγωγές του αγγλόφωνου ρεπερτορίου που σημάδεψαν τα '90s.
ZIGGY WAS: 3 turns to 1
Lazy Dog 1996
Οι Ziggy Was στα live τους ήταν πραγματικό σοκ. Τρίο με ήχο που παρέπεμπε σε ό,τι συνέβαινε σε πραγματικό χρόνο στον σκληρό ήχο, με εκρηκτική ρυθμική βάση-αναφορά σε όλη την ιστορία του ροκ και στις αναμείξεις του με κάθε μουσική που το απελευθέρωσε διαχρονικά και -κυρίως- με μουσικούς που έδειχναν να έχουν γεννηθεί επαγγελματίες. Οι δύο κυκλοφορίες τους για τη Lazy Dog (που εδώ συγκεντρώθηκαν σε ένα CD) δεν αγνόησαν μεν την εμμονή της ελληνικής σκηνής με τον punk & h/c ήχο, αλλά για πρώτη φορά τη σύστησαν με το funk, ακόμη και τη reggae για όσους είχαν καθαρά αυτιά και άκουγαν. Οι «Cream και Husker Du του ελληνικού underground», όταν βρήκαν και αυτοί το δρόμο προς τη Virgin προσέθεσαν μεν ένα μέλος στη σύνθεση τους, έχασαν όμως μεγάλο μέρος της αβίαστης ορμής με την οποία «έτρεχαν» μέχρι τότε τα τραγούδια τους.
Bokomolech: Xero
Lazy Dog 1996
Θεωρήθηκαν η πρώτη ατόφια indie rock πραγματικότητα της εγχώριας σκηνής. Ευαίσθητο εναλλακτικό ροκ με διπλές κιθάρες και αφηνιασμένα τύμπανα. Με performer «τρελό μουσικό» στα πρότυπα των Michael Stipe / David Byrne και με τραγούδια που έχοντας και θηλυκή πλευρά αφαίρεσαν μέρος από την macho εικόνα του εγχώριου ροκ – που βλέπαμε μέχρι και σε αμιγώς γυναικεία σχήματα ενίοτε. Το Xero ο υπογράφων το θεωρεί τον καλύτερο ελληνικό ροκ δίσκο που κυκλοφόρησε ποτέ ανεξαρτήτως γλώσσας, καταγωγής και στοχεύσεων, αλλά αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με τα ακούσματα που ως πρώτη ύλη κουβαλάει ο καθένας. Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορέσω ποτέ να χωνέψω οτιδήποτε γράψανε στη συνέχεια, μέχρι ίσως πολύ πρόσφατα. Στο chorus του “Sin River” τα δάκρυα των συμμετεχόντων κυλούν ακόμη αβίαστα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά.
Common Sense: Sun Comes Up
Pegasus 1995
Οι Common Sense, με τον Χρήστο Αλεξόπουλο τότε στα πλήκτρα, ήταν η απεξάρτηση του εγχώριου σκοτεινού ήχου από την μονοτονία που του κληρονόμησαν τα ‘80s και η ένταξη του σε ένα μουντό μεν, ψυχεδελικό και ανέλπιστα χρωματισμένο όμως ηχητικό παιχνίδι, με ηλεκτροακουστική διάσταση και pop οπτική, όχι πάντως απόλυτα απομακρυσμένη από τη σοβαρότητα που απαιτεί έστω και το μισοσκόταδο. Ανάμεσα στο τρυφερό “Musica” και το σκληρό “16 Ways To Kill Your Master”, ο δίσκος αποδίδει με ακρίβεια τις αντιθέσεις και στο εσωτερικό του σχήματος, που τελικά, και ενώ μετά το live με τους Tindersticks στο Λυκαβηττό θα έπρεπε να απογειωθεί ακόμη περισσότερο, κατέληξε στη λήξη της πρώτης φάσης τους. Θα επιστρέψουν πολλά χρόνια μετά, χωρίς τον Αλεξόπουλο και κυρίως χωρίς εκπλήξεις στους εσωτερικούς διαλόγους της μουσικής τους.
Closer: In The Market
Studio II 1998
Θα μπορούσαν με αυτό το άλμπουμ να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου, και για το αγγλόφωνο εγχώριο ροκ, που όμως έμειναν τελικά για λίγο ακόμη κλειστοί μέχρι την κυκλοφορία του Flood από τους Raining Pleasure στην επόμενη δεκαετία. Ακούστηκε πολύ γρήγορα η φράση «ο καλύτερος δίσκος του ελληνικού ροκ», ίσως από πονηρό promotion, ίσως από υπερβολικό ενθουσιασμό. Το In The Market είναι πάντως ένας ευγενικός δίσκος, με σωστά τοποθετημένες ροκ κιθάρες, με pop φλέβα εκεί που χρειάζεται και με παραγωγή τριών διαστάσεων να υπογραμμίζει τις αρετές του. Στην πορεία διαπίστωσα ότι ήμουν από τους λίγους που θεωρούν ότι είχε ισάξια συνέχεια η δισκογραφία τους...
The Sound Explosion: Teen Trash Vol. 14
Music Maniac 1994
Το εγχώριο αλισβερίσι με τις προσταγές του vintage garage rock ‘n’ roll γνώρισε μεν πρόωρη κορύφωση με το Heatwave των Last Drive στα 80s, αλλά εδώ παρουσιάζεται απολύτως ολοκληρωμένο, από μία μπάντα που ακούγεται όχι σαν, αλλά όντως, μη όντας από εδώ. Καθοδήγηση από τη farfisa, κιθάρες που το διασκεδάζουν, μία διασκευή-έκπληξη σε Olympians (“Hopeless Endless Way”) και ένας δίσκος ατόφιο δεκάρι για το είδος του, που απλά έτυχε να κυκλοφορήσει το 1994 ενώ ανήκει στη διαχρονική χωροταξία του rock ‘n’ roll, που δεν επιβάλλει ανακυκλώσεις αλλά ουσιαστικές εμμονές. Για αρκετούς το καλύτερο νούμερο από την πιστοποιημένης ποιότητας σειρά της Music Maniac.
Groove Machine: Fairy Tales From A Big City
Fifth Dimension 1997
Ένα εξαιρετικό cd artwork που ακόμη εντυπωσιάζει και ακόμη μπερδεύει όταν μετά από δεκαπέντε χρόνια προσπαθείς να βρεις το δισκάκι εντός του για να το βάλεις να παίξει. Με το πρώτο τους –ομοίως εξαιρετικό– άλμπουμ (Destroy The Presence Of This World – 1993) να δίνει το έναυσμα μίας μακράς και ουσιαστικής πορείας για αυτοδιαχείριση των πεπραγμένων τους, οι GM –και όσοι κινούνταν γύρω από αυτούς– κατάφεραν να φτάσουν σε αυτό το ηλεκτρονικό-βιομηχανικό επίτευγμα, όντας απόλυτα σίγουροι για τις τεχνικές αλλά και τις προθέσεις τους. «Ομάδα στον τρόμο του Κενού», «Κενό Σπίτι» κάπου στην οδό Πειραιώς, εναλλακτικά πάρτυ πριν το εναλλακτικό περάσει στα όρια του lifestyle και εμφανίσεις σε φεστιβάλ του ανεξάρτητου χώρου, συμπλήρωναν ένα παζλ που πάντως ξεκινούσε και κατέληγε στη μουσική. Ο εν λόγω δίσκος αποτελεί ένα όχι τρομολάγνο, άλλα ρεαλιστικό concept γεμάτο από τράπεζες, barcodes, ιερά τεχνολογικά δισκοπότηρα, cctv και τεχνοκρατική επικοινωνία. Αντίστοιχο όραμα με αυτό των Pop Will Eat Itself, αλλά με πιο στέρεες βάσεις και με ειλικρινέστερες προθέσεις.
Honeydive: Frail
Studio 11 1993
Στην επόμενη κυκλοφορία τους θα είχαν καλύτερο ήχο (Ultraviolet EP- 1994), εδώ όμως χώρεσαν τα καλύτερα τραγούδια τους. Η αλήθεια είναι ότι όλες τους οι κυκλοφορίες αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο μέρος της ενέργειας και της δύναμης που είχαν οι Honeydive on stage και που τελικά ποτέ δεν αποτυπώθηκε ικανά στο στούντιο. Είναι η στιγμή που στην εγχώρια γκαραζόπληκτη κιθαρομανία αντανακλάται η επίδραση του grunge ήχου και οι εντάσεις στις κιθάρες γιγαντώνονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Για πολλούς υπήρξαν οι Έλληνες Mudhoney, χωρίς αυτό να απέχει πολύ από την αλήθεια. Πέρα από τα πιο αναγνωρισμένα τους τραγούδια, το “Strike Me Blind” στέκει λίγο παραπάνω από τα υπόλοιπα ως υποδειγματική ροκ σύνθεση με αρχή, μέση, τέλος και ξέσπασμα ανά 10 δευτερόλεπτα. Διαλύθηκαν το 1997.
Nightstalker: SideFX
Hitch Hyke 1994
Οι ‘Stalker θα ανήκαν στη δεκάδα των δέκα σημαντικότερων ελληνικών ροκ σχημάτων, ακόμη και αν είχαν κυκλοφορήσει μόνο αυτό το EP και παρότι τόσο αμέσως μετά, όσο και πολλά χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσουν δίσκους που θεωρήθηκαν άμεσα μνημειώδεις για το είδος του ροκ που υπηρετούν. Το οποίο τότε ακόμη δεν το λέγαμε stoner, αλλά απλώς heavy και ασήκωτο. Μπουκάροντας με έναν heavy punk ύμνο αλά Motorhead, όπως το “Spit”, δεν είχαν και πολλά περιθώρια αποτυχίας στη συνέχεια. Και ουσιαστικά ποτέ δεν απέτυχαν. Η ιστορία λέει ότι το κοινό έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς όταν εμφανίστηκαν ως support στους Annihilator το 1991, ο Argy υποστηρίζει όμως ότι αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια.
Ding An Sich: The Wanderer And His Shadow
Penguin 1995
Ο καλύτερος –μάλλον– δίσκος ενός σχήματος με μεγάλη ιστορία για την εγχώρια «σκοτεινή» σκηνή (ίσως το σπουδαιότερο μαζί με τους South Of No North, οι οποίοι όμως μεγαλούργησαν στα 80s, αν θεωρήσουμε τους Slow Motion πιο ιδιαίτερη περίπτωση). Δανείστηκαν στίχους μέχρι και από τον Φάουστ του Γκαίτε, χωρίς ποτέ να πέσουν όμως στη λούπα της μελαγχολικής διανόησης, με τη μουσική τους να έχει πάντα ισόποσες δόσεις σκέψης και δόνησης. Γυναικεία φωνητικά, όχι επειδή το επιβάλλει το ιδίωμα, αλλά επειδή η Μαρία Μπατιστάτου είχε το χάρισμα σε βαθμό προχωρημένης υποψίας για όσους δεν ήξεραν και ανακάλυπταν ότι αυτό το γκρουπ προέρχεται από την Ελλάδα. Το Φεβρουάριο του 1996 ο Αργύρης Ζήλος είχε αφιερώσει ολόκληρο το CD του περιοδικού Audio στην ελληνική σκηνή και ακόμη και όσοι δεν τους γνώριζαν καν μέχρι τότε, πίστεψαν με τη μία ακούγοντας το “Life Is Somewhere Else” και μόνο.
Raining Pleasure: Memory Comes Back
Lazy Dog 1996
Η αντικειμενική κρίση λέει ότι το αμέσως επόμενο (Nostalgia) δεν είναι ίσως απλά ένας καλύτερος δίσκος, αλλά ενδεχόμενα και ο καλύτερος ever για την δειλή έως τότε ελληνική indie pop γραφή. Σε αυτό το ντεμπούτο όμως υπάρχει κάτι που γεννιέται με τόσο ενθουσιασμό όσο και άγχος για το αν θα υπάρξει και πότε κάποια συνέχεια. Ή τουλάχιστον αυτό ακούμε εμείς οι απέξω, καθώς δεκάδες ιδέες, μελωδίες και διαθέσεις συνυπάρχουν ακόμη και στο ίδιο τραγούδι. Ανομοιογενές υλικό που ακούγεται υπέροχο γιατί ακριβώς είναι τέτοιο, σπέρνοντας αμφιβολίες για το κατά πόσο πρέπει να ακολουθείται η τέλεια ποπ συνταγή για να έρθει το τέλειο ποπ αποτέλεσμα. Εδώ το καλύτερο τους τραγούδι, εδώ και η συγγένεια με τους Triffids που τους χάρισαν το όνομα τους να φωτίζεται πεντακάθαρα.
In Trance 95: Code Of Obsession
Wipe Out 1990
Οι λέξεις «πρωτοπόρος», «καινοτόμος» κλπ χρησιμοποιούνται με περισσή απερισκεψία, ειδικά από τους μουσικοκριτικούς. Η εμμονή των ΙΤ95 με τον αμιγώς ηλεκτρονικό ήχο, σε ένα περιβάλλον όπως αυτό της ελληνικής ροκ σκηνής, παρότι σε ιστορικό πλαίσιο ξεπεράστηκε από τα επιτεύγματα των Στέρεο Νόβα (κυρίως χάρη στη χρήση ελληνικού στίχου από τους τελευταίους), συνιστά περίπτωση ανάλογη με αυτή των Rotting Christ στο ακραίο metal και όχι απλή επανάληψη κάποιου κλισέ περί πρωτοπορίας. Σκέφτονταν και δημιουργούσαν σε παράλληλη πορεία με ό,τι υπήρχε εκτός συνόρων και η αναγόρευση τους σήμερα σε ήρωες της Minimal Wave Records (η ιδιοκτήτρια στάζει μέλι για δαύτους, κάθε φορά που τους αναφέρει στην εκπομπή τους στον East Village Radio της ΝΥ) ήταν μία δικαίωση που, είτε την χρειάζονταν είτε όχι, σίγουρα έπρεπε να έρθει. Σε μία δισκογραφία που μοιράζεται σε διάφορα label και είναι αρκούντως άτακτη, αυτό το EP ξεχωρίζει και όχι μόνο επειδή σε μπέρδευε καθώς κάθε πλευρά έπαιζε και σε διαφορετικές στροφές.
Make Believe: Playground EP
Hitch Hyke 1995
Δεν χρειάζεται να έχεις κάποια εμμονή με το (σχεδόν πεθαμένο σήμερα) format του 12’’ EP για να παραδεχτείς ότι και οι σπουδαίοι Make Believe εξάντλησαν εδώ κάθε υπόσχεση και δέσμευση που είχαν δώσει οι ούτως ή άλλως εγνωσμένες ικανότητες τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κρατάμε τίποτε από την υπόλοιπη δισκογραφία τους. Ίσα ίσα, εδώ δεν περιέχεται καν το καλύτερο τους τραγούδι. Απλά στα σφιχτά όρια έξι μόνο τραγουδιών, έπαιξαν ως ηγέτες, χωρίς να επιτρέψουν ούτε το ελάχιστο filler, αλλά και μην αφήνοντας περιθώριο να ξεχωρίσεις κάποιο τραγούδι σε σχέση με τα υπόλοιπα. Τα φωνητικά της Φλώρας Ιωαννίδη αντηχούν ακόμη την έκφραση «ελληνίδα Kristin Hersh» στη σκέψη όσων την πρωτάκουσαν.
Last Drive: F*Head Entropy
Hitch Hyke 1993
Τα φίδια είχαν ζώσει αρκετούς ήδη από το Blood Nirvana του 1990. «Θα γίνουν οι Last Drive heavy metal;». Οι γκαραζόπληκτοι φανατικοί μάλιστα ένιωσαν σχεδόν όπως οι θεωρητικοί της folk όταν ο Dylan ηλέκτρισε τον ήχο του. Στο fanzine Rollin’ Under από τη Θεσσαλονίκη τους τα έχωναν για τα καλά... Για τέτοιες καταστάσεις μιλάμε τότε, όχι όπως τώρα που ο καθένας παίζει ό,τι θέλει και λογαριασμό δε δίνει. Ο Καλοφωλιάς πάντως μέχρι σήμερα υποστηρίζει ότι και να θέλανε δεν θα μπορούσαν να γίνουν heavy metal, αφού δεν είχαν την τεχνική ικανότητα να το κάνουν. Και κάπως έτσι το F*head Entropy, παρότι μάλλον ο καλύτερος δίσκος τους (ακούω διαμαρτυρίες, το ξέρω), ποτέ δεν αποδόθηκε ζωντανά στις σωστές του διαστάσεις. To εναρκτήριο “Shot With Crystal Balls In My Head” είναι το κομμάτι των Drive που θα θέλαμε να ακούσουμε ζωντανά από τους Ziggy Was, αν αυτό σας λέει κάτι...
Deus Ex Machina : Motorpsycho
Hitch Hyke 1991
Μακράν ο καλύτερος τους δίσκος, ειδικά αν προσθέσουμε και το 7’’ Iraq ‘n’ Roll / Execute, που συμπεριλήφθηκε μερικά χρόνια αργότερα στην έκδοση σε CD. Μεταλλικό φινίρισμα, και εδώ, στο κυρίως punk σώμα (στο επόμενο LP ακόμη περισσότερο), ήχος βαρύς, σαν να θέλει να αποφύγει τα ροκ κλισέ όμως και όχι να τα επιδοκιμάσει. Άκοπη πολιτική συνείδηση, ξερά τύμπανα και κιθάρες που στροβιλίζονται είναι τα αιώνια σήματα κατατεθέντα των εγχώριων Deus. Το Motorpsycho είναι ένας δογματικά ελεύθερος δίσκος που, όσο περικλείει όλη την ενέργεια του rock ‘n’ roll, άλλο τόσο δεν επιθυμεί να παίξει με τους κανόνες του και να το καταστήσει trend. Οι DEM ποτέ δεν αποτέλεσαν θέμα για τα free press, ποτέ δεν σταμάτησαν να στηρίζουν τις ιδέες με τις οποίες ξεκίνησαν, αλλά είναι πάντοτε εκεί. Εκεί που ήταν και τότε: στα χαρακώματα της σκηνής.
Slow Motion: Viaticum
Wipe Out 1992
Φιλοσοφικό goth (ας μην αποφεύγουμε τη λέξη, έχει τα νοήματα της...), θεατρικό και όχι θεατρινίστικο (όπως σωστά έχει επισημανθεί ήδη), φορτωμένο με ήχους και κραυγές, αφαιρετικό από άποψη τεχνικής, υπερχειλισμένο από την πλευρά του πάθους. Θεωρείται και είναι από τα πιο ολοκληρωμένα άλμπουμ του είδους σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και αν η αναγνωρισιμότητα του δεν κατέστη δυνατό να επεκταθεί εκτός των τειχών των μυημένων. Μουσικοί υψηλού επιπέδου και μουσική προσεγμένη στην λεπτομέρεια της, κατά αυτή την έννοια progressive σκοτεινός ήχος και βερμπαλισμός που εξυπηρετεί τον σκοπό και όχι τους χρήστες. Σαν μία παράσταση που δεν αρνείσαι να δεις ξανά και ξανα.
Spinalonga: Bid Dime Return
Poeta Negra 1993
Το σκοτεινό ambient των Spinalonga έχει μεν γοτθική καταγωγή, αλλά στην πορεία κυριαρχεί απλώς η ρομαντική άποψη για την κατασκευή μιας μουσικής σε άρρηκτη σχέση με τον χρόνο και τον χώρο γύρω της, οπότε και δεν ξεχωρίζεις το σκοτάδι από το απόλυτο φως. Ούτως ή άλλως ιδιαιτερότητα, σε ρυθμούς προσεχτικά αργούς και με κενά στην ενορχήστρωση (που κάθε άλλο από παράλειψη έμειναν τέτοια), μια synth driven ελεύθερη jazz που προοικονομεί ακόμη και το ηλεκτρονικό post rock και στέκεται ισάξια δίπλα στις καλύτερες στιγμές σχημάτων όπως οι Gastr Del Sol. Πέρα από τις συγγένειες με ένα μέρος της δισκογραφίας του Γλαύκωψ (CAPP records, όπου θα βρεθούν και οι ίδιοι αργότερα) ήταν και παραμένει δίσκος μοναχικός ακόμη και στα όρια του όποιου avant garde τμήματος της εγχώριας σκηνής.
Sigmatropic: Random Walk
Hitch Hyke 1998
H πιο ουσιαστική στιγμή της συνεργασίας των Άκη Μπογιατζή (Libido Blume - Captain Nefos) και Αντώνη Λιβιεράτου (Κεφάλαιο 24 - Τεράστιο Κίτρινο Πράγμα, Dr Atomic, Illegal Operation), εμπεριέχει ηλεκτρονικές μπαλάντες για τη γενιά ακροατών που ήταν έτοιμοι να πιστέψουν ότι οι Radiohead αλλάξανε την ιστορία του ροκ και ηχητικές ανατροπές σε φαινομενικά συμβατικές pop φόρμες. Η new wave προϊστορία του πρώτου και η τεχνοκρατική τεχνοτροπία του δεύτερου αλληλοσυγκρούονται περισσότερο, παρά αλληλοσυμπληρώνονται και αυτό είναι που καθιστά το Random Walk ένα άλμπουμ δύο κόσμων, που έπρεπε να συναντηθούν. Θεωρώ ότι πρόκειται για το αριστούργημα τους, καθώς άλλωστε είναι ξεκάθαρο ότι δεν γράφτηκε με την αγωνία να χαρακτηριστεί ως τέτοιο.
This Fluid: Flud
Hitch Hyke 1997
To αιώνιο κλισέ τους θέλει να μνημονεύονται ως οι Φάροι του Ελληνικού Ροκ. Ο λόγος για τους αδελφούς Σπύρο και Μάκη Φάρο, με προϊστορία παρασήμων στη σκηνή. Στην πρώτη αυτή στάση τους προς μία εγχώρια electronica που κοιτάει –αλλά όχι λοξά– στην ηχητική μας παράδοση, για να επιστρέψει άκρως διεθνοποιημένη και διαχρονικά επίκαιρη, κυκλοφόρησαν στα τέλη της δεκαετίας αυτό το διπλό (και εν μέρει δίγλωσσο) άλμπουμ που τράβηξε άμεσα τα βλέμματα της κριτικής, αλλά και του κοινού. Θυμάμαι τότε το άκουσμα μας είχε ξενίσει, ειδικά όσους νεότερους διατηρούσαμε ορθόδοξη άποψη για το «δικό μας» ροκ. Κλασικά έγχορδα και μπόλικη τεχνολογία, με τον Μάκη Φάρο να θυμάται αργότερα ότι το 1985 σε μια συνέντευξη του είχε ταχθεί κατά της ηλεκτρονικής μουσικής. Δίσκος που αν αργούσε μία οχταετία, ίσως και να τα είχε πάει καλύτερα τελικά.
Blackmail: Life After Death
Hitch Hyke 1993
Τυπική περίπτωση super-group με Γιώργο Καρανικόλα (Last Drive) στις (πάρα πολλές) κιθάρες του δίσκου και με rhythm section ονειρικών διαστάσεων (Άτμας από Mushrooms και Αργύρης Γεωργούλης από Εκτός Ελέγχου). Παρά ταύτα δεν αστόχησαν, αλλά παρέδωσαν ακόμη πιο άγριο rock ‘n’ roll απ’ ό,τι με τις προηγούμενες παρέες τους (πιο άγριο είπα, όχι σπουδαιότερο, μην παρεξηγηθούμε), με το βλέμμα στραμμένο και στις loud rock επιταγές των early 90s, αλλά και γενικότερα στην ιστορία του σκληρού ήχου και κύρια στις αναμείξεις του με την ψυχεδέλεια. Το επόμενο άλμπουμ τους (Overexposed) θα συνόδευε και μία πρόσκαιρη επαναδραστηριοποίηση της θρυλικής από τα 80s Creep Records, ως εταιρεία παραγωγής, με διανομή μέσω της FM Records (βλ. και κάποιες συλλογές με το Ποπ & Ροκ της εποχής), που όμως δεν είχε ανάλογη συνέχεια.
Various Artists: Toxic Babies In A Rock ‘n’ Roll Land
Sub Studio Records 1994
Πίσω από τον αβανταδόρικο τίτλο, κρύβεται η καλύτερη εγχώρια ροκ συλλογή της δεκαετίας, εκτός κι αν προτιμάτε την indie pop, από το σκληροτράχηλο εναλλακτικό πανκ/ροκ, οπότε διαβάστε παρακάτω. Αρκετοί δίσκοι έμειναν έξω από την εικοσάδα και σίγουρα κάποιοι από αυτούς είναι οι αγαπημένοι έστω και ενός από όσους θα διαβάσουν. Με αυτή τη συλλογή ίσως καλύψουμε κάποια κενά, τουλάχιστον εν μέρει. Αν έχετε μία από τις 500 πρώτες κόπιες με το 7’’ των Jesus Toy, καλύπτετε ακόμη ένα κενό της εγχώριας heavy rock σκηνής, ενώ εμείς καλύπτουμε την απουσία των Terminal Curve από τη λίστα μας, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και εγκληματική, καθώς πρόκειται για το πρώτο γνήσια post hardcore σχήμα που θυμάμαι να έχουμε ακούσει εντός συνόρων. Αναζητήστε και την Sub Collection N2 τρία χρόνια αργότερα, ενώ το 1993 η FM Records είχε κυκλοφορήσει τη συλλογή ACT UP – Εν τούτω νίκα, με διάσπαρτα αγγλόφωνα και ελληνόφωνα σχήματα, ορισμένα από τα οποία υπάρχουν και εδώ.
Various Artists: Try A Little Sunshine
Pop Art Records 1998
Εξίσου σημαντική συλλογή, από την τότε παρέα του Vinyl Microstore, που ανθολογεί σπουδαία γκρουπ της εγχώριας indie pop παραφιλολογίας (από τους Pastels μέχρι τους Field Mice, σε μία ώρα) που γενικότερα ατύχησαν δισκογραφικά, όπως οι Kissamatic Lovebubles και οι One Night Suzan, παρότι, όχι λόγω εντοπιότητας, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια, θα έδινα το βραβείο καλύτερης συμμετοχής στους Θεσσαλονικιούς The Mute, με το “Forever” να αποτελεί ένα ηλεκτρονικοκιθαριστικό ξέσπασμα στα απόνερα της β’ περιόδου των New Order, χωρίς ίχνος ροκ εντροπίας να το διαταράσσει σε όλη τη διάρκεια. Παρότι εγνωσμένης πλέον σημασίας η κυκλοφορία αυτή, εν τούτοις μπορεί να βρεθεί εύκολα και σε νορμάλ τιμή, οπότε όσοι τυχόν δεν την έχετε, ενεργήστε τα δέοντα πριν εξαντληθεί για τα καλά. Η συλλογή Girls Rewrite Rock του περιοδικού Voice από το 1997 ομοίως δίνει ενδιαφέρον στίγμα για τον αγγλόφωνο ροκ ήχο της εποχής, τονίζοντας τη γυναικεία συμμετοχή, όπως και οι συλλογές του fanzine-περιοδικού The Thing, που εμφανίζονται εγχώρια σχήματα (π.χ. Barbie’s Dead – γκαραζοπάνκ από το Κιάτο Κορινθίας), χωρίς περαιτέρω δισκογραφία.
+ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΤΩΝ 00s
THE CROONER: Soft Escape
Pop Art Records 2000
Ο δίσκος τυπικά κυκλοφόρησε στην επόμενη δεκαετία, η περίπτωση τους όμως ανήκει ολοκληρωτικά στα 90s και, αν ήμασταν δίκαιοι εδώ θα έπρεπε να γράψουμε και για το άλμπουμ των Next Time Passions που βγήκε το... 2012. Το Soft Escape συνόψισε ιδανικά όλη τη διαδρομή των δημιουργών του από την κιθαριστική pop της δεκαετίας που είχε λήξει μέχρι την ηλεκτρονική μεταμόρφωση της σε αυτήν που ξεκινούσε. Μποσα-νόβες, κλαμπ-ποπ παρεκτροπές, λούπες και ευγενική διάθεση, απόλυτα συντονισμένη με ό,τι ακούγαμε εκείνο τον καιρό από Darla και Bungalow Records, ως αντίδοτο στην μίζερη κατρακύλα που είχε πάρει το κυρίως τμήμα του indie ήχου και ένα τουλάχιστον αριστουργηματικό τραγούδι για υπομονετικούς ακροατές (“Mellowdrama”).
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Sonik