20. Γεμάτος Αράχνες, Ρε Φίλε!: Γεμάτος Αράχνες! [Είσοδος Κίνδυνου]
της Χριστίνας Κουτρουλού

Ο synth punk κόσμος φαίνεται να αναβιώνει και να αναπνέει έμπνευση και δημιουργικότητα ξανά, έπειτα από χρόνια. Μετά τους ΟΔΟΣ 55 την εμφάνισή της κάνει τώρα και η νεοσύστατη μπάντα που καλείται Γεμάτος Αράχνες, Ρε Φίλε! Και έρχεται ακριβώς με 'κείνη την ορμή που διαθέτει το συνονθύλευμα της οργής και της ταυτόχρονης αναγνώρισης του ζόφου της ελληνικής πραγματικότητας.

Το γκρουπ διαχειρίζεται τη μουσική του με απρόβλεπτο τρόπο, φιλτραρισμένο από το χιούμορ της απαισιοδοξίας, μα αντικρίζοντας κατάματα την κοινωνική και ενίοτε προσωπική σαπίλα. Η φωνή με τα synths δημιουργούν την αίσθηση ενός μετώπου που αναγνωρίζει τις ήττες του, αλλά συνεχίζει να αντιστέκεται στη μαζικοποίηση και στη σερβιρισμένη από κυβερνώντες και νοικοκυραίους «κανονικότητα» της εποχής.

19. Kooba Tercu: Kharrüb [Hominid Sounds, BodyBlows & Mafia]
του Δημήτρη Λιλή

Είναι το 2ο άλμπουμ των Kooba Tercu αν και η ανήσυχη, ανεξάρτητη Αθήνα ήξερε για εκείνους καιρό. Λίγο οι εμφανίσεις τους –συχνά σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους– και πολύ η ξεσηκωτική ενέργεια που δημιουργούν, τους καθιστά παρέα η οποία κάνει σοβαρή ζημιά σε κάθε ακροατή που θα αποφασίσει να πατήσει το play στο σχεδόν καθηλωτικό Kharrüb.

Tα μπλιμπλίκια συναντούν τον κιθαριστικό θόρυβο και τα μπάσα τα αφρικάνικα grooves. Παράλληλα υπήρξε καθ' όλα τίμιο το συχνό support από το λονδρέζικο net radio NTS και από τους σωστούς πειραματικούς κύκλους της βρετανικής πρωτεύουσας. Το αξίζουν άλλωστε οι Kooba Tercu, καθώς είναι από τις fuck buttons περιπτώσεις που τους βλέπεις και εύχεσαι να είναι ανυπόγραφοι. Υποστηρίζετε το Kharrüb στο BandCamp (εδώ), ενώ συστήνεται να βγάλετε στη σέντρα το "Got The Fire".

18. ΓΙΑΝ ΒΑΝ & Παύλος Παυλίδης: Κακό Ποίημα ΕΡ [ανεξάρτητη έκδοση]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Εκείνο που διέπει το Κακό Ποίημα είναι ένα πολύ ζωηρό παιχνίδι με τις εικόνες που δημιουργούνται, όχι μόνο μέσω των στίχων, μα σε άρρηκτο συνδυασμό και με τους ήχους. Βεβαίως παραμένουν οι λόγοι που επιτρέπουν να αναφερθεί κανείς για ακόμα μία φορά στην ικανότητα του Γιάννη Αγγελόπουλου να παντρεύει λογιών-λογιών νύξεις και αναφορές. Και να το κάνει αυτό με τρόπους που μαρτυρούν όχι μόνο γνώση, αλλά κυρίως αφοσίωση και φαντασία.

Είναι νομίζω η περίπτωσή του μία από εκείνες που μάς κάνουν να πιστεύουμε στη συνέχεια και στην εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού. Ακριβώς επειδή τις όσες δυνατότητες άφηνε να διαφανούν στο ξεκίνημά του, όχι μόνο τις πολλαπλασίασε, αλλά τις μετατρέπει έκτοτε σταθερά και μεθοδικά σε πραγματικότητες.

17. Ελένη Καραΐνδρου: Tous Des Oiseaux [ECM/AN Music]
του Χάρη Συμβουλίδη

Είναι πράγματι έργα για δύο αρκετά διαφορετικές συνθήκες αυτά που περιέχονται εδώ, αφού το μεν Tous Des Oiseaux γράφτηκε ως συνοδευτικό score της ομώνυμης θεατρικής παράστασης του Wajdi Mouawad (2017), ενώ το Bomb, Yek Asheghaneh είναι το soundtrack της ταινίας του Payman Maadi που έγινε γνωστή με τον διεθνή τίτλο Bomb, A Love Story (2018).

Παρά ταύτα, τα ενώνει μουσικά τόσο η ευρύτερη μεσανατολική θεματική –που υπαγορεύει και την παρουσία παραδοσιακών οργάνων της περιοχής, σε διάλογο ή αντίστιξη με τα Δυτικά– όσο και η ματιά της Ελένης Καραΐνδρου. Η οποία μπορεί να μην παρουσιάζει εδώ κάποιον εαυτό που δεν γνωρίζουμε ήδη, πάντως παραμένει αληθινή μαστόρισσα της αισθητικής της καθώς πλάθει αραιοκατοικημένα «τοπία» ήχου εμποτισμένα με μια μελαγχολία σχεδόν ποιητικής υφής.

16. Freedom Candlemaker: Beaming Light [Inner Ear]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Λειτουργεί ως νέο κάλεσμα για τον δραστήριο Ελληνοκύπριο τραγουδοποιό, τον οποίον συναντάμε εδώ νεοβάπτιστο στα νερά μίας εύφορης μελωδικής νηφαλιότητας και εξωστρέφειας –και δεν μας είχε συνηθίσει σε τέτοια πράγματα.

Το Beaming Light αποδεικνύεται ένας καλαίσθητος art pop δίσκος υψηλών αξιώσεων, ο οποίος διαθέτει διαυγείς ιδέες, συνθετικό βάθος και στιλιστικό εύρος. Βέβαια, το στοιχείο-κλειδί που τον ανεβάζει τουλάχιστον ένα επίπεδο σε σχέση με ανάλογες εγχώριες κυκλοφορίες, είναι η αίσθηση του μέτρου, που ο πολυγραφότατος Λευτέρης Μουμτζής έχει αποδείξει πολλάκις ότι διαθέτει. Προκρίνεται δηλαδή μία αξιοθαύμαστη ισορροπία, η οποία με τη σειρά της προσφέρει χώρο στην αβίαστη ροή των τραγουδιών και στην αρμονία του συνόλου.

15. Sillyboy's Ghost Relatives: In A Small Place [Just Gazing]
του Χάρη Συμβουλίδη

Δεν μιλάμε μόνο για ξάνοιγμα ηχητικών συνόρων, για τα πιο στρογγυλεμένα αγγλικά του Χαράλαμπου Κουρτάρα, για πιο καλογραμμένους στίχους. Στην Ελλάδα αμφιβάλλω αν υπάρχουν άλλοι μουσικοί που να μπορούν να αποτυπώσουν τόσο καίρια το χαλαρό χαμόγελο του αμερικάνικου soft rock των 1970s, το οποίο καταναλώνεται και πάλι στις μέρες μας, ξαναπακεταρισμένο σε «yacht rock» –και, έμμεσα, ως φαντασιακός απόηχος μιας πιο φινετσάτης adult εποχής, κόντρα στα νεοπλουτίστικα ιδανικά της δικής μας ενήλικης Δύσης.

Το In A Small Place είναι λοιπόν δίσκος που παίρνει άριστα στη διαπραγμάτευση αυτής της αισθητικής, τηρώντας με ευλάβεια τα απαιτούμενα στάνταρ παραγωγής, το σωστό ξάνοιγμα προς τις jazzy ενορχηστρώσεις και προς τη soul «ζεστασιά», καθώς και την ισορροπία μελωδίας/ρυθμού, η οποία έχει κεντρική σημασία για το είδος.

14. Babo Koro: Σίσυφος [Andama Arts]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Εμπνέονται από εκείνο που ονομάζουμε «παράδοση» (εννοώντας την ανώνυμη δημοτική δημιουργία) και επιχειρούν να τη δουν υπό το πρίσμα άλλων παραδόσεων, ενδεχομένως πιο πρόσφατων, πιθανότατα πιο «δικών» τους.

Η διάθεσή τους είναι συχνά πανηγυρική και η μετουσίωση των ποικίλων επιρροών τους σε απολύτως πιστευτά σχήματα προβάλλει αβίαστη. Συνάμα, η θεματολογία των τραγουδιών πραγματεύεται τη ζωή με αισιοδοξία, αβαντάροντας τη δράση, τη συνέργεια και την ανοχή. Ακόμα και ο Σίσυφος, που ως μυθολογικός ήρωας έχει μια σκοτεινή ιστορία, σπρώχνει τον βράχο του στην ανηφόρα φορώντας ένα αδάμαστο χαμόγελο στα χείλη.

13. Bloody Hawk: 1 Ευρώ [Εμείς Δε Θα Πεθάνουμε Ποτέ/Dynasty Group]
του Χάρη Συμβουλίδη

Παρότι δεν βρίσκονται όλα τα τραγούδια σε ίσο επίπεδο, υπάρχει μια ξεκάθαρη αναβάθμιση δυνάμεων συγκριτικά με το παρελθόν, η οποία δίνει την εντύπωση μιας πρώτης άνθισης στην τέχνη του Νίκου Κίτσου.

Μουσικά οι Chico Beatz, Trouf, NPS & Beef κρατούν μια φιλοσοφία που θέλει το χιπ χοπ στηριγμένο στον λόγο, χωρίς πάντως να λείπουν οι αιχμές των beats (π.χ. στο φοβερό "Daewoo 2"). Με τη σειρά του, ο Bloody Hawk παρουσιάζεται με δουλεμένο flow, πετυχαίνοντας έτσι καθαρότερο «σερβίρισμα», ενώ οι στίχοι έχουν μεν δρόμο βελτίωσης ως προς το άγουρο της ματιάς τους, μα διαθέτουν ευστοχία, φέρνοντας στο προσκήνιο τόσο τις ιστορίες των αδύναμων, όσο και μια ισχυρή αίσθηση προσωπικής αλήθειας.

12. Anser & Eversor: Άδυτο [Major League Bangers]
του Ανδρέα Κύρκου

Με όποιον τρόπο και να αξιολογήσεις τον Anser, καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα: πρόκειται για προικισμένο ράπερ, ο οποίος ξεχωρίζει στην εγχώρια παραγωγή. Η δεξιοτεχνία του στις ρίμες, η εκρηκτική του ταχύτητα (ακούστε τι κάνει στο "Παρανάλωμα") και το οργισμένο του flow, βρίσκονται στο απόγειό τους στο Άδυτο.

Με τη λεπτή επίσης δουλειά που κάνει ο Eversor στις συνθέσεις, καταφέρνει να δώσει βάθος στον ήχο και να στρώσει πύρινο χαλί από beats, για μια ισοπεδωτική κατάθεση ψυχής. Οργή δίχως κούφια τσαμπουκαλίκια, αληθινό street πνεύμα χωρίς καγκουριές και καλή χιπ χοπ αισθητική, χωρίς macho κοινοτυπίες. Πώς το λένε οι στίχοι στο "Κιχ"; Κάπως σαν «Φέρτε μου τον no. 1 ράπερ στην Ελλάδα να μου κάνει δεύτερα στο "Παρανάλωμα"»; Ακριβώς αυτό.

11. Kolida Babo: Kolida Babo [MIC Records]
της Ελένης Τζαννάτου

Βουκολικό sci-fi. Χρονιά: 2019. Σκηνοθέτης: Άγνωστος. Μουσική: Kolida Babo. Το «soundtrack» του Σωκράτη Βότσκου και του Χάρη Π. είναι ένα ηχητικό μπαστάρδεμα, που βρίσκει την ψυχή του στην παράδοση (ελληνική, αρμένικη ή ό,τι απαιτείται) και την αφήνει να κόψει βόλτες σε free jazz μονοπάτια, από τα οποία ξέρει πάντα την ασφαλή διαδρομή της επιστροφής.

Τα 4 κομμάτια-μέρη απαρτίζουν μια μικρή συμφωνία μεσογειακού/ανατολίτικου ταμπεραμέντου και δυτικότροπου μινιμαλισμού. Στη δε διαδρομή ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους, όταν οι Kolida Babo κάνουν στάση, στέκονται ανάμεσά τους και κοιτούν και τους δύο με νόημα, χωρίς να υποκύπτουν πλήρως σε κανέναν.

10. Dury Dava: Dury Dava [Inner Ear]
του Άγγελου Κλειτσίκα

H παρθενική δουλειά της πενταμελούς μπάντας δεν είναι τυχαία: διαθέτει χαρακτήρα, συνοχή και ποιότητα, κρύβει από πίσω της ουσιαστική γνώση των ήχων που πραγματεύεται και, τελικά, βγαίνει νικήτρια σε αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην ουσία της προσπάθειας και στις εντυπώσεις που δημιουργεί μία τέτοια «εξωτική» ηχογράφηση.

Oι δεξαμενές από τις οποίες αντλούν ιδέες, είναι μπόλικες: λίγο το αρχετυπικό krautrock των Can, λίγο μία πιο φρέσκια αντίληψη του ψυχεδελικού anadolu rock στη λογική των Altin Gün και μερικές καλά υπολογισμένες δόσεις καθαρόαιμου punk, αναμειγνύονται με μία progressive φιλοσοφία, δίνοντας ένα σύνολο συμπαγές και μελετημένο.

9. Νότης Μαυρουδής: Άγρυπνο Φεγγάρι - Μελοποιημένοι Έλληνες Ποιητές Από Τον 19ο Και Τον 20ό Αιώνα [Ianos]
του Χάρη Συμβουλίδη

Τίμησε την ελληνική δισκογραφία σε αληθώς πέτρινα χρόνια ο Νότης Μαυρουδής με το Άγρυπνο Φεγγάρι, «διακτινίζοντας» στο 2019 τον κόσμο του Κώστα Βάρναλη, του Γιώργου Βιζυηνού, του Κώστα Καρυωτάκη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, της Μαρίας Πολυδούρη, του Γιώργου Σαραντάρη και του Γιώργου Σεφέρη.

Η μελοποίησή του αναδεικνύεται σε ισχυρότατο χαρτί για το άλμπουμ. Η μουσική πορεύεται διακριτικά, αφήνοντας τα φώτα να πέσουν πάνω στον ποιητικό λόγο, χτίζοντας τα «μετόπισθεν» με όμορφες μελωδίες, απέριττες ενορχηστρώσεις και καταπληκτική δουλειά στην κιθάρα. Η οπτική του τιμά το σπουδαίο παρελθόν που ταυτίστηκε κάποτε με το βεληνεκές του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη και του Σταύρου Ξαρχάκου. Και παρότι δεν κομίζει κάτι το καινούριο στην ευρύτερη προοπτική, δημιουργεί επαρκές αντίβαρο σε πολλά από όσα ταλαιπωρούν σήμερα τη σχετική δισκογραφία, θυμίζοντας (και τονίζοντας) πώς φτάναμε κάποτε στο μεδούλι των πραγμάτων.

8. Rotting Christ: The Heretics [Season Of Mist]
του Θανάση Μπόγρη

Το The Heretics αποδείχθηκε ένα όμορφο, πομπώδες και συμπαγές άλμπουμ. Πολύ πιο εστιασμένο σε σχέση με τον προκάτοχό του, είναι κι αυτό concept (καταπιάνεται με προσωπικότητες που στην εποχή τους θεωρήθηκαν αιρετικοί), αλλά θέτει τη μουσική σε ρόλο ισότιμο δίπλα στους στίχους.

Ίσως είναι λοιπόν η δουλειά που έπρεπε (ή τουλάχιστον θα ήθελα εγώ) να έχει διαδεχτεί το Aealo του 2010. Όσοι τώρα έχουν προδιάθεση να γκρινιάξουν –ορισμένοι μάλιστα πριν καν ακούσουν– θα συνεχίζουν να γκρινιάζουν και μετά την ακρόαση. Όσοι έχουν όμως ως πρωταρχικό κριτήριο να ευχαριστηθούν τη μουσική (άσχετα αν είναι φίλοι των Rotting Christ ή όχι), θα μείνουν απολύτως ικανοποιημένοι, απολαμβάνοντας έναν πανέμορφο δίσκο.

7. Antimob: II [Εξωτικός Παροξυσμός]
του Χάρη Συμβουλίδη

Το βήμα αυτό των Antimob αναμενόταν αρκετά χρόνια τώρα –και ήταν δύσκολα χρόνια, που ίσως ανέβασαν τον εγχώριο πήχη των απαιτήσεων, εφόσον μιλάμε για ωμό, καταιγιστικό punk με hardcore ταυτότητα, από μια μπάντα που άφησε ιστορία στη Villa Amalias προ 12ετίας.

Λέει λοιπόν πολλά, νομίζω, ότι το II αποτυπώθηκε άμεσα ως ένας από τους «δίσκους της χρονιάς» σε όσους πάτησαν το play με το που έσκασε διαδικτυακά. Παροξυσμός με τα όλα του, διόλου «εξωτικός» για την Ελλάδα του 2020, στίχος με αιχμή, αλλά και μια κυρίαρχη λύσσα που, ας με συγχωρέσουν διάφοροι, όμως δεν έχουν αγγίξει μέχρι στιγμής οι Idles, όσες δυνάμεις αυτοανάφλεξης κι αν έχει επιστρατεύσει ο Joe Talbot.

6. Mazoha: Μπάσταρδο [Inner Ear]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Όταν δεν λιώνει τα πετάλια και δεν γκαζώνει τις κιθάρες, ο κύριος Vagina Lips a.k.a Τζίμης Πολιούδης, ηχογραφεί ως Mazoha. Και ως Mazoha, τραγουδάει στα ελληνικά, χαρίζει ρόλο πρωταγωνιστή στα synths, αφήνει στις κιθάρες να κάνουν τη «βρώμικη» δουλειά και σκαρφίζεται ηλεκτρονικούς ύμνους, προορισμένους να παίζουν πίσω από μεθυσμένες εξομολογήσεις και εσωτερικές αναζητήσεις.

Κατά τ' άλλα, η βιωματική του γραφή παραμένει αιματώδης και τσιτωμένη, ιοντισμένη με φορτία που ζέχνουν αστική καύλα, υπαρξιακή αγωνία, προσωρινή ελευθερία και μπόλικα προσωπικά αδιέξοδα. Γιορτάζει την παρακμή και το μαράζωμα όχι μόνο του ιδίου, αλλά και μίας ομάδας ανθρώπων που πάνω-κάτω κουβαλάει τα ίδια τραύματα, ζει με παρόμοιο τρόπο σε παρόμοιες πόλεις, δαγκώνει με πάθος τη ζωή και αφήνει το ίχνος της στις καθοριστικές της στιγμές, αλλά έχει ξεχάσει το πιο σημαντικό: να αισθάνεται όπως κάποτε.

5. Κωστής Δρυγιανάκης & Κώστας Παντόπουλος: Ο Μύθος Του Πενθέα [Ήχοι Κάτω Από Το Σπίτι]
του Χάρη Συμβουλίδη

Διηγείται μια χωριστή ιστορία από εκείνη της Οπτικής Μουσικής, έχει όμως άμεση συνάφεια με τις ζυμώσεις που πυροδότησαν οι τελευταίοι, καθώς τόπος παραμένει ο Βόλος, ο χρόνος είναι κοντινός (1989) και ως κινητήριος μοχλός εξακολουθεί να λειτουργεί η παρουσία του Κωστή Δρυγιανάκη.

Ο Μύθος Του Πενθέα είναι άλμπουμ που καταφέρνει να ακούγεται φρέσκο και περιπετειώδες, παρά την τόση ανάλογη μουσική την οποία έχουμε ακούσει από το 1989 μέχρι τις μέρες μας. Ήταν ηχογράφημα απίθανα σύγχρονο σε σχέση με το τι συνέβαινε εντός Ελλάδος πριν 30 χρόνια, το οποίο άνοιγε γενναίο διάλογο με τις εξω-Δυτικές μουσικές αναζητήσεις της εποχής· έστω κι αν βάλουμε έναν αστερίσκο στο «γενναίο», με βάση αφενός την παραδοχή των Παντόπουλου & Δρυγιανάκη ότι δούλεψαν τότε και με πιο τολμηρές ιδέες, αφετέρου και την εκ των υστέρων επίγνωση ότι δεν επιτεύχθηκε ποτέ πλήρης σύγκλιση με το Μπαλί ή το Μπαμακό, παρά με μία ακόμα προσπάθεια του Δυτικού νου να διαφύγει το βάρος της καθημερινότητας.

4. Villagers Of Ioannina City: Age Of Aquarius [Mantra]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Στο Age Οf Aquarius οι Villagers Of Ioannina City μειώνουν τους εναγκαλισμούς με τη λαϊκή εγχώρια αύρα, όπως φαίνεται και από την ολοκληρωτική στροφή στον αγγλικό στίχο. Η παραδοσιακή μουσική και το κλαρίνο δεν έχουν πάντως εκλείψει τελείως: παραμένουν ως κορυφώσεις, ως πνευστά σόλο με πανηγυρική διάθεση, ως κάποιες ραχοκοκαλιές κομματιών. Έχουν όμως μειωθεί αισθητά, ενώ η γενική διάθεση έχει ηρεμήσει και αποπνέει ενδοσκόπηση, σε σχέση με την αμεσότητα και την –καλώς εννοούμενη– βλαχιά του Riza (2014). Η δε ψυχεδελική νωχελικότητα κυριαρχεί, χαρίζοντας και μια νότα αχανούς, άχρονης διαστρικής περιπλάνησης στο αμυδρό concept.

Ένας πιο ουράνιος, λιγότερο διονυσιακός δίσκος, καθώς κι ένα μεγάλο στοίχημα για τους Γιαννιώτες, που μένει να δούμε αν θα συντονιστεί με το κοινό τους.

3. Κυριάκος Σφέτσας: Greek Fusion Orchestra vol. 2 [Teranga Beat]
του Χάρη Συμβουλίδη

Δεν ήταν λίγα τα αυτιά –από διάφορες μάλιστα κατευθύνσεις– που θαύμασαν πέρυσι τον Κυριάκο Σφέτσα, όταν η Teranga Beat κυκλοφόρησε μέρος της ανέκδοτης δουλειάς του για τη Greek Fusion Orchestra, από το μακρινό 1976. Θυμίζω άλλωστε ότι σε αυτό το site το εν λόγω άλμπουμ ψηφίστηκε ως ένα από τα κορυφαία για την τρέχουσα δεκαετία (δείτε εδώ). Τελικά, όμως, το vol. 2 των σχετικών ηχογραφήσεων ίσως να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, καθώς απομακρύνεται από το κάπως πιο οικείο αποτέλεσμα του vol. 1.

Εδώ η Ελλάδα τιμάται ως εκείνο που πάντα ήταν, πέρα από τις διαχρονικές ιδεοληψίες των κατοίκων της με τη Δύση, τα Βαλκάνια και μία εκδοχή της Ανατολής. Ως ένα πολιτισμικό σταυροδρόμι, δηλαδή, στο οποίο η ντόπια μουσική παράδοση μπορεί να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με την τζαζ και με τις κατακτήσεις του progressive rock των 1970s, δίχως κανείς να αισθανθεί καπελωμένος. Ακόμα κι αν εδώ είναι η τζαζ εκείνη που παίρνει (ελαφρώς) το πάνω χέρι, με την έννοια ότι οδηγεί τη διαδρομή των συνθέσεων, σε αντίθεση με το vol. 1, όπου σημείο εκκίνησης ήταν συνήθως η παράδοση. Τόσα χρόνια μετά, το ακυκλοφόρητο αυτό υλικό αποτυπώνεται πραγματικά εντυπωσιακό, κάνοντάς σε να αναλογιστείς τι ευκαιρία χάθηκε στην εποχή του για να μπει το εγχώριο στο παγκόσμιο, με ατόφια δημιουργικό τρόπο.

2. The Boy: Παραδουλεύτρα [Inner Ear]
της Τάνιας Σκραπαλιώρη

Οι λέξεις ήταν –και είναι– η μεγαλύτερη δύναμη του Αλέξανδρου Βούλγαρη, ο οποίος δείχνει ξανά εδώ γιατί συνεχίζει να είναι ένας εξαιρετικός παλμογράφος των μικρών και μεγάλων ελληνικών πόλεων και των ανθρώπων τους. Γράφοντας κινηματογραφικές σκηνές, ζωγραφίζοντας δίνες, φτιάχνοντας έπειτα ψυχολογικά προφίλ βασισμένα στον τρόπο που μας ρουφάνε οι τελευταίες. Πυρακτώνοντας τις άκρες ενός σίδερου το οποίο μπήγεται βαθιά στο μοναδικό μάτι της χωροχρονικής μας διάστασης, σπάζοντας τον καθρέφτη της σε ζεύγη αντιθέτων: όνειρο κι εφιάλτης, συνειδητοποίηση και βαυκαλισμός, νοσταλγία και μέλλον.

Στην Παραδουλεύτρα, το Αγόρι του Βούλγαρη γεννιέται το 1981, γράφει ποιήματα για λάθος παιδιά και για την κοπέλα του, δανείζεται κοριτσίστικες και γυναικείες φωνές για να τα τραγουδήσουν. Έχει κουραστεί από το χιπ χοπ του δρόμου και θέλει να γίνει το χιπ χοπ του τρόμου· ο ποιητής που θα μας ανακρίνει ρωτώντας μας τι κάναμε για να είμαστε καλά, με εκείνον τον τρόπο με τον οποίον παλιότερα μας ρωτούσε γιατί δεν χορεύαμε (ρε). Τέλος, φωνάζοντας (ή ψιθυρίζοντας;) πέντε λέξεις που θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπεριληφθούν στο soundtrack του Blade Runner, αναλήπτεται σ’ έναν υγρό ουρανό.

1. Μπάμπης Παπαδόπουλος: Παραλογές Του Άχρηστου [Puzzlemusik]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Καθήμενος να γράψεις για τον νέο δίσκο του Μπάμπη Παπαδόπουλου, ενδέχεται να νιώσεις ότι όλα έχουν ειπωθεί για εκείνον. Μπορεί τα σχετικά κείμενα να μην είναι πολλά, όλοι όμως οι υπερθετικοί έχουν εξαντληθεί, όλοι οι «κινηματογραφικοί» και «ταξιδιάρικοι» συνειρμοί έχουν γίνει. Παρ' όλα αυτά, διατηρείς συνάμα έντονη την αίσθηση ότι –στην πραγματικότητα– ελάχιστη διορατική σκέψη έχει κατατεθεί για το έργο του.

Στις Παραλογές Του Άχρηστου, έτσι για αλλαγή, οι μεγάλες αποκαλύψεις απουσιάζουν· στα 10 ορχηστρικά κομμάτια ο γνώστης της διαδρομής του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν θα βρει κάποια πρωτόφαντη χειρονομία. Όμως, εξαρχής, το άλμπουμ μοιάζει να έχει μια άλλη στόχευση: να εντάξει για πρώτη φορά σε ενιαίο σύνολο όλα τα διαφορετικά μονοπάτια της πρότερης περιπλάνησής του.

Συνυπάρχουν έτσι το ακουστικό και το ηλεκτρικό ηχόχρωμα της κιθάρας, οι λυρικές και οι μινιμαλιστικές τάσεις, η λαϊκότητα και η ελλειπτικότητα –κάποιες φορές, μάλιστα, μέσα στην ίδια σύνθεση. Είναι ένα στοίχημα που δεν είχε βάλει μέχρι στιγμής ο συνθέτης, τουλάχιστον όχι σε τέτοιον απόλυτο βαθμό. Και το κερδίζει με άνεση.

{youtube}dzXaZgMRrUg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured