Ο Σταύρος Ξαρχάκος δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Και τίποτα να μην ξέρεις για εκείνον, δηλαδή, το καταλαβαίνεις κοιτάζοντάς τον –και, πολύ περισσότερο, ακούγοντάς τον να μιλάει. Νομίζω μάλιστα ότι οι ιθύνοντες της εκδήλωσης στο καφέ του Public Συντάγματος, όπου παρουσιάστηκε η βινυλιακή έκδοση της περσινής του δουλειάς 7 Ελεγείες Και Σάτιρες Για Φωνή Και Πιάνο (δείτε την κριτική μας εδώ) τρόμαξαν κι αυτοί στο σημείο όπου ύψωσε τον τόνο της φωνής του για να διαμαρτυρηθεί για τις ομιλίες που έρχονταν απέξω.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε δίκιο που φώναξε: μιλούσε ο Μάνος Ελευθερίου και ακούγονταν παράλληλα άλλες φωνές. Όμως η ευθύνη βαραίνει νομίζω τα Public, με δεδομένο ότι έχουν την αποκλειστικότητα της διάθεσης του εν λόγω βινυλίου. Το κατάστημα, δηλαδή, ίσως βρέθηκε προ εκπλήξεως· δεν φάνηκε έτοιμο για τον κόσμο που θέλησε να δώσει το παρών στην εκδήλωση. Με αποτέλεσμα κάποιοι να έχουν κάτσει εκεί για καφέ –θέλοντας προφανώς να πουν τα νέα τους, άρα αδιαφορώντας για το ποιος και γιατί μιλούσε μέσα–ενώ αρκετοί προσκεκλημένοι έψαχναν (μάταια) μια καρέκλα, αναγκαζόμενοι να παρακολουθήσουν εν τέλει όρθιοι.
Πλην του Ξαρχάκου, μίλησαν ο Παρασκευάς Καρασούλος εκ μέρους της Μικρής Άρκτου, ο εκ των στιχουργών του δίσκου Μάνος Ελευθερίου, ο εικαστικός Γιώργος Ρόρης –έργα του κοσμούν την έκδοση– η τραγουδίστρια και σύζυγος του συνθέτη Ηρώ Σαΐα και ο πιανίστας Νεοκλής Νεοφυτίδης. Ο Ρόρης, εμφανώς τρακαρισμένος μα με προφανή την ειλικρινή του χαρά, μας διηγήθηκε μια ωραία ιστορία από τα παιδικά του χρόνια, όταν μικρός, λίγο μετά την πτώση της Χούντας, είδε τον Ξαρχάκο να δίνει συναυλία, στην τηλεόραση που υπήρχε στο καφενείο του χωριού του. Ο Νεοφυτίδης ήρθε με πονόδοντο και μας έδωσε μια εικόνα του τι σημαίνει «έχω τον Ξαρχάκο να γράφει μαζί μου στο στούντιο». Η δε Σαΐα τα είπε από καρδιάς, εξηγώντας μας ότι τον παρακίνησε όχι μόνο να γράψει ξανά μετά από πολλά χρόνια, μα και να τραγουδήσει ο ίδιος τα νέα του κομμάτια με εκείνη τη φωνή του "Πρακτορείου", λέγοντας χαρακτηριστικά ότι μπορεί να είναι πλέον σύζυγός του μα, πάνω από όλα, παραμένει fan («μία γκρούπι», όπως είπε).
Περιέργως και χωρίς πιστεύω να το έχουν συνεννοηθεί, οι υπόλοιποι τρεις, με αφορμή το τι ήταν και τι μπορεί να είναι σήμερα το βινύλιο, κατέληξαν να μιλούν για τα δεινά της τεχνολογίας και δη της Εποχής του Ίντερνετ –ο Καρασούλος, μάλιστα, παρέπεμψε και σε πρόσφατο άρθρο του Χένρυ Κίσινγκερ. Ο Ελευθερίου δεν δίστασε να ψέξει το γεγονός ότι ο δίσκος 7 Ελεγείες Και Σάτιρες Για Φωνή Και Πιάνο κατέληξε όλος στο YouTube, λέγοντας ότι δόθηκε βορά στα «μπάνια του λαού». Χρησιμοποίησε έτσι μια οικεία έκφραση από τον Τύπο και την πολιτική ζωή μιας παρελθούσας Ελλάδας, θέλοντας (και επιτυγχάνοντας) να πετύχει τη διασύνδεση του YouTube με μια κουλτούρα του φαίνεσθαι, ικανή να εγκυμονεί δεινά. Το επιχείρημά του, ωστόσο, νομίζω ότι αποδυναμώθηκε από την ελιτίστικη σιχασιά που διέκρινε την τονικότητά του όταν αναφέρθηκε στον «λαό». Ο «λαός» αυτός, ωστόσο, εκτός από μπάνια αδιαφορίας εν μέσω ένοχης ή μη συμμετοχής στην πασοκική ευμάρεια μιας άλλης δεκαετίας, έχρισε και τον κ. Ελευθερίου ως σημαίνοντα στιχουργό.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος, πάλι, ήταν ποταμός. Και μάλιστα συγκρατημένος θα έλεγα ποταμός, γιατί μπορούσε να πει περισσότερα –και σε εντονότερο ύφος– αλλά σεβάστηκε το γεγονός μιας εορταστικής εκδήλωσης αφιερωμένης σε έναν προσωπικό δίσκο που βρήκε τον δρόμο του προς ένα μέσο το οποίο ο ίδιος έχει σε μεγάλη εκτίμηση. Αναφέρθηκε άλλωστε χαρακτηριστικά στις δικές του νεανικές μνήμες, όταν μαζεύονταν γύρω από το πικάπ του πλούσιου της εκάστοτε παρέας για να ακούσουν βινύλια και να συζητήσουν γι' αυτά ή όταν το βινύλιο αποτελούσε ευυπόληπτο δώρο για να πας ως επισκέπτης σε ένα ξένο σπίτι.
Ο κώδωνας που έκρουσε ο Ξαρχάκος, δεν ήταν επί ματαίω. Είχε δίκιο και στην αποστροφή του για την παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια (έπεσε και χειροκρότημα στο σημείο αυτό), αλλά και για τα όσα είπε περί της ποιότητας ήχου των κατεβασμένων αρχείων, περί του πώς μετριούνται τα περίφημα views στο YouTube και περί των «μπαταχτσήδων» που λυμαίνονται το ίντερνετ. Παρά ταύτα, η γλώσσα του ήταν η γλώσσα ενός μεγάλου ανθρώπου, ο οποίος απευθυνόταν κυρίως προς άτομα της δικής του γενιάς. Όχι μόνο γιατί εμμένει κι εκείνος στη χρήση της λέξης «διαδίκτυο», που σημειολογικά κάνει όποιον τη χρησιμοποιεί να φαίνεται όπως φαίνονταν στους παλιότερους ανθρώπους όσοι έλεγαν το ασανσέρ «ανελκυστήρα» (δεν είναι θέμα λάθους, είναι όμως θέμα ένταξης και σχετικότητας). Αλλά γιατί δεν είχε να παρουσιάσει κάποια βιώσιμη εναλλακτική για τα νεαρότερα αυτιά, για τα οποία τόσο έδειξε να ανησυχεί.
Είναι ωραίο δηλαδή που ακόμα έχουμε βινύλια και που ένας τόσο καλός δίσκος σαν το 7 Ελεγείες Και Σάτιρες Για Φωνή Και Πιάνο μπορεί να υπάρξει (και) σε τέτοιο μέσο, σε αναντίρρητα δύσκολους καιρούς για τους δημιουργούς και την κοινωνία. Αλλά η λύση για τα όσα δικαίως απασχολούν τον Ξαρχάκο δεν είναι να ξαναβγάλουν οι της γενιάς του τα πικάπ μπροστά, να τα δουν οι μικρότεροι. Η εποχή αυτή, δεν θα επιστρέψει. Το γεγονός ότι μπορείς σήμερα να βρεις σχεδόν όλη τη δισκογραφία του Σταύρου Ξαρχάκου στο ίντερνετ, ενώ στην προ Δικτύου εποχή έπρεπε να κατέχεις ένα σεβαστό ποσό χρημάτων για να την αποκτήσεις, ειδικά αν σε ενδιέφεραν και άλμπουμ σαν το θεατρικό λ.χ. soundtrack του Κόκκινα Τριαντάφυλλα Για Μένα (1974) –το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις, αν δεν αφιέρωνες ώρες και Σαββατοκύριακα στα μεταχειρισμένα στο Μοναστηράκι– θα εξακολουθήσει (καλώς ή κακώς) να κερδάει στο ζύγι και τη συμπίεση των MP3 και τους μπαταχτσήδες και την κουλτούρα ακρόασης των 15 δευτερολέπτων στο YouTube. Αυτήν την ασύδοτη, ασύρματη δημοκρατία έχουν να αντιπαλέψουν οι δημιουργοί, παρά ταύτα ποτέ στις σχετικές συζητήσεις δεν θίγεται το θέμα. Καθόμαστε και μιλάμε περί διαγραμμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ωραίο να συζητάς με τον Σταύρο Ξαρχάκο, έστω και νοερά. Μακάρι να του μοιάσουν λοιπόν και στην οξύνοια όσοι νεότεροι έπονται και ημείς του Τύπου χρίζουμε ως «ταλαντούχους». Και μακάρι να έχουν σύντομα συνέχεια οι 7 Ελεγείες Και Σάτιρες Για Φωνή Και Πιάνο.
{youtube}Aa9cDJRBXM4{/youtube}