Φέτος, λέει, είχε και επιτροπές η Eurovision – το 50% του βαθμού μιας χώρας θα προερχόταν από το κοινό και το 50% από επιτροπή. Σε μια προσπάθεια, λέει, να αποκατασταθεί κάτι από την αίγλη ενός πάλαι ποτέ σπουδαίου ευρωπαϊκού φεστιβάλ τραγουδιού, που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταστεί πανηγυράκι άνευ μουσικής σημασίας. Μην κοιτάτε που το πανηγυράκι έχει γίνει εθνική (και δαπανηρή) υπόθεση για εμάς. Και τώρα; Τώρα που ο Σάκης δεν τα κατάφερε και ο τελευταίος «εθνικός στόχος» κείτεται σε συντρίμμια; Τώρα τι θα συσπειρώσει τις μάζες σε μια νέα, απέλπιδα προσπάθεια να προσποιηθούμε όλοι ότι διατηρείται αλώβητη η συνοχή του κοινωνικού ιστού και δεν βαδίζουμε προς άγριες καταστάσεις;
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα του άρθρου μου. Η Eurovision 2009, με τις επιτροπές, δεν αποδείχθηκε παρά μία από τα ίδια – όπως και του 2008, του 2007, του 2006 κτλ., όπου δεν υπήρχαν επιτροπές. Άρα, προστέθηκε απλώς ένα κλιμάκιο γραφειοκρατίας, άνευ σημασίας, το οποίο, στο όνομα ενός ακόμα «ιδανικού» στόχου, μάλλον θα απομυζά περισσότερα χρήματα από τα δημόσια ταμεία. Αλήθεια, πόσοι από εσάς εκεί έξω ξέρουν ποιοι συγκροτούν τη δική μας επιτροπή; Πόσοι είναι; Αν αμείβονται και με πόσα αμείβονται; Και ποιοι τα πληρώνουν;
Μία χώρα, όμως – μία μόνο από τις συνολικά 42 που συμμετείχαν – πήρε στα σοβαρά τη νέα κατάσταση. Και δεν έστειλε ούτε κάποιον που πασχίζει να φρενάρει το φινάλε μιας καριέρας αποκλειστικά βασισμένης στα νεανικά του looks για την οποία φτάνει γοργά το πλήρωμα του χρόνου, ούτε κάποια ανατέλλουσα star με εκρηκτικό σεξ απίλ σαν την Aysel Teymurzadeh του (τρίτου, τελικά) Αζερμπαϊτζάν, ούτε διάφορους τυχάρπαστους νεαρούς και νεαρές, που να κουνιούνται φωνάσκοντας υπό ρυθμούς μπάσταρδους και βαρβαρικούς – υβρίδια μιας κακής σχέσης με τη δική τους παράδοση και μιας μοντέρνας υποκρισίας (Μολδαβία, τι λες;).
Η Γαλλία, λοιπόν, έστειλε μία από τις τελευταίες της μεγάλες τραγουδίστριες, την Patricia Kaas, με ένα τραγούδι από εκείνα που κάποτε σάρωναν τις Eurovision – στις δοξασμένες εκείνες pop μέρες, όταν συμμετείχαν (και κερδίζανε) οι λολίτες του Serge Gainsbourg, όταν αναδεικνύονταν groups παγκόσμιας κλάσης σαν τους Abba και διαγωνίζονταν (χάνοντας, μάλιστα) διαχρονικές επιτυχίες όπως το “Volare”. Έστειλε φινέτσα, κύρος, ταλέντο, ποιότητα και ουσία κόντρα στα ταχτιρντί του κάθε Σάκη και τα dum-tek-tek της κάθε Hadise και κόντρα στις νυσταλέες μπαλάντες κάθε Αγγλίας (με έναν ανύπαρκτο πια συνθετικά Andrew Lloyd-Webber) και κάθε θέλω-να-γίνω-σαν-τη-Celine-Dion Yohanna Jonsdottir.
Σημειώστε εδώ πως η Γαλλία είναι γενικά μία από τις λίγες χώρες η οποία δεν έχει πάρει στα σοβαρά όλη αυτή την ιλαρότητα της παγκοσμιοποίησης και της μούλτ-κούλτι μόδας, στέκοντας μακριά από τα διάφορα «πολύχρωμα πανηγύρια όλων των φυλών της Γης», όπου «οι πολιτισμοί αναμιγνύονται ελεύθερα, με φοβερά αποτελέσματα». Πράγματα δηλαδή που τα ακούμε και στη δική μας χώρα από διάφορους δηλώνοντες αριστερούς, οικολόγους κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο – οι οποίοι, έχοντας λύσει τα βιοτικά τους προβλήματα, παχαίνουν αναπαυτικά καθήμενοι στα διαμερίσματά τους στα βόρεια ή νότια προάστια, αγορεύοντας μετά για όλα όσα δεν γνωρίζουν και αναζητώντας εξωτικές συγκινήσεις. Η Γαλλία, αντιθέτως, έχει πάρει στα σοβαρά την παγκοσμιοποίηση ως μια οικονομική υπόθεση/ευκαιρία διατήρησης του στάτους της στον πλανήτη και κατά τα άλλα αδιαφορεί – έως και υπεροπτικά – για όλα αυτά, επιλέγοντας να προασπίσει – έως και εθνικιστικά – ό,τι βλέπει ως τον «δικό της» πολιτισμό, κόντρα στην επέλαση της αγγλοσαξονικής κουλτούρας. Δεν είναι διόλου τυχαία επιλογή ότι η Patricia Kaas τραγούδησε στα Γαλλικά, κόντρα στην πλειοψηφία των περισσότερων συμμετεχόντων στην Eurovision. Δεν με ενδιαφέρει εδώ αν πράττει ή όχι σωστά η Γαλλία. Με ενδιαφέρει, όμως, ο ρεαλισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει τις διεθνείς εξελίξεις, σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα, όμως, τα είδατε όλοι. Μία τέτοια τραγουδίστρια, με ένα τέτοιο τραγούδι να καταλήγει στα χαμηλά και να την περνά ακόμα και το ξεχασμένο στα εμπορικά συνταγολόγια των mid-1990s, “This Is The Night”. Ευτυχώς να λέμε που κέρδισε η Νορβηγία, η οποία αν μη τι άλλο βρήκε με τον Alexander Rybak μια καλή συνταγή ισορροπίας μεταξύ των νεανικών απαιτήσεων του πανηγυριού και του αξιοπρεπούς – αλλά αυτό το τραγούδι δεν θα το ακούει κανείς του χρόνου, ειδικά αν δεν βλέπει και το βίντεο παράλληλα.
Πείτε μου εσείς μετά για επιτροπές και αηδίες. Κι αφήστε με εμένα να κρατάω μόνο το «αηδίες» και τη – σημειολογικώς σημαντική – παρατήρηση ότι προκειμένου κάτι να ξαναποκτήσει αίγλη θεωρείται αρμόζον να καταφεύγουμε σε περικοπή της λαϊκής συμμετοχής. Ας προετοιμάζομαι για τον καλοκαιρινό χαμό που προβλέπω να σκορπά σε κάθε παραλιακό μας μπαρ το “Always”, για να μη γκρινιάζω μετά. Στο κάτω-κάτω, διαθέτει τουλάχιστον κάτι αμυδρό από τη disco δόξα του “When The Rain Begins To Fall” σε ανατολίτικο zeros ντεκόρ. Όχι σαν το Sakis song. Αν έτσι έπρεπε να γίνει (Et s'il fallait le faire)...