Συχνά, όταν πηγαίνω στα καμαρίνια για να συγχαρώ τον τραγουδιστή μετά το τέλος μιας παράστασης, παρατηρώ τους μουσικούς. Ο πολύς ο κόσμος δεν τους δίνει σημασία. Εκείνοι πηγαινοέρχονται, μάλλον αμήχανα, ανάμεσα σε θαυμαστές και καλλιτέχνες, αμίλητοι συνήθως. Ούτε κι εγώ τους μιλάω. Δεν με πολυενδιαφέρουν, δεν έχω κάτι να τους πω. Τους νιώθω όμως. Λίγη ώρα πριν, εισέπρατταν από τη σκηνή ένα χειροκρότημα που, στο μυαλό τους τουλάχιστον, μοιραζόταν ισόποσα μεταξύ αυτών και των τραγουδιστών. Εδώ στο καμαρίνι όμως, η αναγνώριση εξαντλείται σε ένα «μπράβο» τυπικό. Tην ίδια στιγμή, ο καλλιτέχνης δίνει αυτόγραφα, βγαίνει φωτογραφίες, αισθάνεται την αξία που έχει η κάθε του κουβέντα για τους θαυμαστές του. Οι μουσικοί είναι κάπου εκεί στο πλάι σκυφτοί. Τους παρατηρώ διακριτικά να βάζουν το μπουφάν τους και να φεύγουν.
Θυμάμαι προ ετών παρακολουθούσα μια παράσταση του Σαββόπουλου και τον άκουσα μετά το τέλος του “Άγγελος Εξάγγελος” να πηγαίνει στον πιανίστα του Σταύρο Λάντσια και να του λέει «μπράβο, πολύ καλό». Και το πρόσωπο του Λάντσια γέμισε με ένα χαμόγελο φωτεινότερο κι από τη λάμψη των προβολέων που έπεφταν πάνω του. Εκεί κατάλαβα, ή μάλλον θυμήθηκα το εξής: Δεν παίζουν για τον εαυτό τους οι μουσικοί. Γουστάρουν ό,τι κάνουν, γεμίζουν ένα κενό της ψυχής τους, αλλά κυρίως το κάνουν γιατί θέλουν να αγαπηθούν από τους άλλους, αυτούς που τους ακούν. Τους καλλιτέχνες τους οποίους πλαισιώνουν, τους ακροατές ή τους κοντινούς τους ανθρώπους που έρχονται να τους ακούσουν. Εγώ τους λυπάμαι καμιά φορά κι ας ξέρω την αξία τους. Δηλαδή βλέπω τον κλαριντζή, το ντράμερ, τον κιθαρίστα, τον βιολιστή και λέω αυτός τώρα ζει από αυτό το πράγμα; Κι αν ζει, πώς ζει; Κάνει κι άλλες δουλειές; Οι γονείς του τον στηρίζουν ή τον πρήζουνε για να πάρει αποφάσεις σχετικά με το τι θα κάνει επιτέλους στη ζωή του; Και καλά φέτος κάτι έχει βρει, για μερικούς μήνες. Του χρόνου, αν δεν τον φωνάξει κανείς, τι θα απογίνει;
Βέβαια, κάποιος θα σου πει πως οι μουσικοί μπορούν να «πιάσουν και την καλή». Στις μεγάλες πίστες, επί παραδείγματι, τα λεφτά είναι περισσότερα και τα μεροκάματα πιο σταθερά. Αλλά εκεί παίζουν και εξαντλητικά πολλές ώρες. Χώρια που η μουσική τις πιο πολλές φορές σακατεύεται για τις ανάγκες του σόου. Ένας άνθρωπος ο οποίος παίζει με αξιώσεις ένα μουσικό όργανο, εξυπακούεται ότι έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα σχετικά με τη μουσική. Ή έστω διακατέχεται από μια επιθυμία να επιβραβευτεί για τον κόπο του. Εκείνοι όμως στις πίστες είναι λες και έχουν συμφιλιωθεί με την περιθωριοποίησή τους. Παίζουν τριτεύοντα ρόλο στο όλο σκηνικό και δεν τους νοιάζει. Άλλωστε ακόμα και ο καλλιτέχνης υποτιμάται. Όταν βγει στη σκηνή, παρουσιάζεται σαν μεσσίας, μα όταν αρχίσει το «λαϊκό πρόγραμμα», τον εκτοπίζουν σε μια άκρη της σκηνής για να αρχίσει ο χορός. Εκεί πλέον είναι σα να του λένε «τώρα κάτσε σε μια γωνιά, τραγούδα κι εγώ σ’ έχω γραμμένο – μπορεί όμως να ’ρθω να βγάλουμε καμιά φωτογραφία να τη βάλω στο facebook να μου αφήσουνε comments».
Μπορεί να τους λυπάμαι τους μουσικούς, γνωρίζω καλά όμως πως είναι χρήσιμοι για την κοινωνία. Δεν είναι πρόσωπα με κύρος, δεν θα βγάλουν ποτέ πολλά λεφτά, όμως είναι απαραίτητοι. Και όχι μόνο με τη στενή έννοια της χρησιμότητας ενός οδοκαθαριστή ή ενός οδηγού λεωφορείου. Το αντικείμενο εργασίας τους, είναι μια δραστηριότητα η οποία εξευγενίζει. Και αυτό ο κόσμος το γνωρίζει. Η μουσική μπορεί να παραχθεί και με ψηφιακό τρόπο πια, αλλά η οργανική της αποτύπωση είναι μια διαδικασία λυτρωτική, τόσο για τους πομπούς όσο και για τους δέκτες της τέχνης αυτής. Αν το τραγούδι είναι το μέσο που μας φέρνει πιο κοντά με τον διπλανό μας, τότε οι μουσικοί είναι οι οδηγοί του. Ας έχουν λοιπόν τα μάτια τους ανοιχτά κι ας βοηθούν όταν το όχημα γέρνει στις στροφές ή όταν μένει από καύσιμα.
Νομίζω πως την επόμενη φορά που θα πάω να συγχαρώ έναν καλλιτέχνη, θα μιλήσω και σε κάποιον από τους μουσικούς του. Μπορεί να μην έχω τι να του πω. Ίσως όμως έχει αυτός.