Παρά την υπερβολική ευκολία της ονοματοδοσίας τους, αυτές οι νέες «Secret Gig» βραδιές της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών διαθέτουν εξ ορισμού το ενδιαφέρον τους. Εξ ορισμού διότι, πριν καν ηχήσει η πρώτη συχνότητα, μπαίνει στη εξίσωση ο χώρος, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται σε πρακτικό (και όχι μόνο) επίπεδο. Τουτέστιν, μπάντες συνηθισμένες σε μια διαφορετικού τύπου συναυλιακή συνθήκη, καλούνται να προσαρμοστούν κι αν θέλετε να εκμεταλλευθούν άλλους κώδικες μεγέθους, ατμόσφαιρας, τεχνολογίας και –ίσως το κυριότερο– σχέσης με τους από κάτω. Στη σχεδόν κατάμεστη μικρή σκηνή της Στέγης την Παρασκευή, όλα τούτα έγιναν (για το καλό και το όχι και τόσο καλό) απτά απ' την πρώτη κιόλας «μυστική» βραδιά.
Για παράδειγμα, δεν είναι για τέτοιου τύπου επισημότητες η α-λα-Dinosaur Jr. αλτερνατίβα των Ged. Αν και σε βήτα σκέψη, οι εγχώριες εκδοχές της έχουν εδώ και καιρό κόψει σχέση με τα σωματικά υγρά και μάλλον τα καθίσματα της ταιριάζουν απέναντι, παρά τα φτηνά πατώματα... Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα πιτσιρίκια –διακρίθηκαν σε διαγωνισμό νέων ταλέντων της Στέγης– κέρδισαν και κάμποσες συμπάθειες εκτός των δεδομένων από γονείς, θειούς και θείες, οι οποίοι είχαν λάβει θέση από νωρίς. Κι όχι ντε και καλά άδικα. Γιατί, παραβλέποντας την εντελώς άγουρη διαχείριση του ήχου και την εντελώς βασική οργανική λειτουργικότητα (δεσποινίδα σε φωνή + ρυθμική κιθάρα, μικροί κύριοι σε lead κιθάρα και ντραμς), ψηλάφιζαν φωτεινές ακτίνες τραγουδοποιίας πέραν της συνηθισμένης συνταγογράφησης.
Τους δε Mechanimal μάλλον δεν τους αφορούν τέτοιου τύπου επισημότητες, υπό την έννοια πως παίζουν κάτι πολύ συγκεκριμένο για τους επηρεάσουν σημαντικά φτωχότερες ή επιπρόσθετες δυνατότητες. Το βιολί συνεισέφερε ξεκάθαρα νέες συντεταγμένες ήχου –κι αν θέλετε και κάποιες μικρές γωνίες στο μονοσήμαντο αποτύπωμά τους– ωστόσο ούτε το spoken word πέρασε απέναντι σε επίπεδο περιεχομένου (μόνο μια μυστηριακή αίσθηση, που κι αυτή ξέφτισε όμως νωρίς), ούτε το ιδιαίτερο της συνθήκης λειτούργησε διασταλτικά ως προς τη ροή και τις κατευθύνσεις της μουσικής. Με εξαίρεση το εξόδειο τζαμ (ποιος ο λόγος αλήθεια να το φυλάξουν για το τέλος;), όπου –έπειτα από προσπάθειες– λαπτοπ, κιθάρα και βιολί με κάποιον τρόπο συναντήθηκαν την ώρα που απομακρύνονταν. Κι όσο περισσότερο ξεμάκραιναν, άλλο τόσο βρισκόντουσαν.
Κι έπειτα φτάσαμε στο Κεφάλαιο 24. Φτάσαμε εμείς οι σχετικά νέοι και επαρχιώτες, κουβαλώντας αναμνήσεις από ηχογραφήσεις της νιότης τους (προϊόντα ετεροχρονισμένων ακροάσεων) και από πιο πρόσφατες εμφανίσεις σε εκδοχή των δύο και των τριών ατόμων και των αφηρημένων ηλεκτρονικών. Κούνια που μας κουνούσε... Διότι σε αυτή τη σκηνή, με αυτόν τον ήχο και αυτή την πεντάδα παιχτών, ποιος άκουσε και δεν ευφράνθηκε γεωμετρικά. Εισερχόμενοι κατά σειρά και με διαφορά ολίγων λεπτών μεταξύ τους, οι Κεφάλαιο 24 δόμησαν αφηρημένα επίπεδα ήχου άλλης κατηγορίας και προσβασιμότητας. Όχι μόνο σε σχέση με τους όποιους υπόλοιπους, μα και σε σχέση με τους ίδιους τους εαυτούς τους. Κι από εκεί κίνησαν προς τα πίσω μόνο χρονολογικά, γιατί όλα λειτουργούσαν απ' το τώρα. Είτε επρόκειτο για νευρωτικό post-punk δεκαετιών πλέον, είτε για εθνοψυχεδέλειες και funk προόδους, από τον συνδυασμό μπάντας και χώρου προέκυψαν αποκαλύψεις και εκ βάθρων ανασκευές...