Επιστροφή στα κινηματογραφικά δρώμενα για τον Steve McQueen, της φήμης των σπουδαίων Hunger και Shame, ο οποίος καθιερώθηκε για τα καλά στο ευρύ κοινό με το προ δεκαετίας σχεδόν Οσκαρικό 12 Years a Slave – «θυσιάζοντας» εν μέρει την ανεπιτήδευτη αφαιρετικότητα των πρώτων του ταινιών για έναν ακαδημαϊκό φορμαλισμό με «άκομψα» ψήγματα διδακτισμού. Έχοντας λοιπόν πάρει ένα παρατεταμένο hiatus από την αμιγώς κινηματογραφική του ρουτίνα, επικεντρώνοντας την ενέργειά του στη μικρή οθόνη (Small Axe) και το documentary (Uprising, Occupied City), ο McQueen συνεργάζεται με την Apple για τη νέα του κινηματογραφική δουλειά ονόματι Blitz, η οποία και προβλήθηκε με περιορισμένη διανομή σε ΗΠΑ και UK, ενώ κυκλοφόρησε στις 22 Νοεμβρίου στη streaming πλατφόρμα της εταιρείας.

Blitz -από το Γερμανικό Blitzkrieg, ΑΚΑ «lightning war»- ονόμασαν οι Άγγλοι το 8μηνο μεταξύ Σεπτεμβρίου του 1940 και Μαΐου του 1941, όταν δηλαδή η Γερμανία επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή βομβιστική «καμπάνια» κατά της Γηραιάς Αλβιώνας, πλήττοντας πολλές από τις παραθαλάσσιες της πόλεις και προφανώς το Λονδίνο – του οποίου μεγάλο μέρος ισοπεδώθηκε από τη Γερμανική εναέρια πολεμική μηχανή. Μέσα σε αυτό το χάος φωτιάς, βομβών και παρατεταμένης συσκότισης, ο νεαρός George αποχωρίζεται τη μητέρα του, καθώς οδηγείται μαζί με πολλά από τα ανήλικα παιδιά της πόλης στην επαρχεία -για ασφάλεια. Όμως, η ανάγκη του να είναι μαζί της τον οδηγεί να το σκάσει από το τρένο που τον μεταφέρει και να ξεκινήσει ένα προσωπικό οδοιπορικό – οδύσσεια, με σκοπό να γυρίσει πίσω στην αγκαλιά της.

Ο Steve McQueen δεν στερείται εμπειρίας στην ανάδειξη των σκοτεινών πλευρών της ανθρώπινης ιστορίας ή του ανθρώπινου πόνου, ενώ το παρελθόν του σαν visual artist είναι τέτοιο που του επιτρέπει να κινηματογραφεί εικόνες και σεκάνς με το πλεονέκτημα ενός οπτικού auteur με εξαιρετική αίσθηση κάδρου και σύνθεσης – συχνά ανατρέχοντας στις βασικές επιρροές του προαναφερθέντος pop μινιμαλισμού του, τη Nouvelle Vague δηλαδή και το ευρύτερο έργο του Andy Warhol.

Στο Blitz, ο φακός και η καρδιά/σενάριο του δημιουργού δεν συγκλίνουν απόλυτα και το τελικό αποτέλεσμα, ενώ δουλεύει ικανοποιητικά σαν μια συμβατική οικογενειακή περιπέτεια εποχής, μοιάζει εν τέλει ελαφρώς τεχνητό και «τηλεοπτικό». Περισσότερο σαν μια ανθολογία των επιμέρους περιπετειών ενός αγοριού που εν καιρώ πολέμου προσπαθεί να γυρίσει πίσω στη μητέρα του και λιγότερο σαν ένα συμπαγές (αντί-) πολεμικό έργο, το Blitz αλλάζει «προσωπεία» διαρκώς και στερείται συνεκτικότητας στο σύνολό του: την μια στιγμή είναι ένα αναχρονιστικό μυθιστόρημα του Charles Dickens (με τους απολαυστικούς Stephen Graham και Kathy Burke σε πρώτο πλάνο), αμέσως μετά γίνεται μια φεμινιστική ανάγνωση του ρόλου των Βρετανίδων στην έμβαση του πολέμου, στη συνέχεια προβαίνει σε μια αμετροεπή και «άγαρμπη» καταγγελία των φυλετικών διακρίσεων και της στάσης που τηρεί διαχρονικά η Μεγάλη Βρετανία απέναντι στους μετανάστες των αποικιών της κοκ.

Το δράμα δεν περιέχει ιδιαίτερες εκπλήξεις, ενώ τηρεί ευλαβικά όλα τα απαραίτητα παλιομοδίτικα κλισέ του είδους (πομπώδεις ομιλίες θάρρους, flashbacks για το απαραίτητο exposition κτλ) . Η οπτικοποίηση του κατεστραμμένου Λονδίνου, ενώ δείχνει σε κάθε ευκαιρία το μεγάλο της budget, υστερεί σε «βρωμιά» και αυθεντικότητα – τα πάντα μοιάζουν μουσειακά καθαρά, υπέρ-στυλιζαρισμένα και έντονα φωτισμένα. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, το συνολικό αποτέλεσμα  στέκεται όρθιο παρά τις αδυναμίες του και προσφέρει ένα μεστό δίωρο δράσης, αγωνίας και δράματος για όλη την οικογένεια. Αν μη τι άλλο, ο McQueen έχει τον τρόπο να καθηλώνει τον θεατή με το πως χειρίζεται την κάμερα, ή το πως συνδράμει υπέρ μιας ομαλής φιλμική ροής (εύσημα εδώ στον έμπειρο Peter Sciberras, υποψηφίου για Oscar για το  μοντάζ του Power of the Dog το 2021). Επίσης εύσημα στον Hanz Zimmer, ο οποίος εγκαταλείπει τους αγαπημένους του μανιερισμούς και γράφει πρωτότυπη μουσική πλήρως εναρμονισμένη με τον τόνο της εποχής και της ταινίας.

Ερμηνευτικά ξεχωρίζει με χαρακτηριστική άνεση η Saoirse Ronan, δίπλα της στέκεται η εμβληματική -γαρ αναξιοποίητη- φυσιογνωμία του Paul Weller των The Jam, ενώ η αλήθεια είναι πως ο μικρός Elliott Heffernan δεν έχει κάποιο φοβερό υλικό να δουλέψει, καθώς ερμηνεύει τον 9χρονο George με αξιοπρέπεια, πλην σχετικά επίπεδα και μονότονα.

Οι βασικές «ραφές» του Blitz είναι ευδιάκριτες διά γυμνού οφθαλμού – λίγο Empire of the Sun (μάλλον η πιο υποτιμημένη ταινία του Steven Spielberg), λίγο Atonement του Joe Wright και λίγο Oliver Twist, όλα φιλτραρισμένα υπό το πρίσμα μιας μεστής παραγωγής του BBC. Η ταινία αποκτά πραγματικά «πόδια» όταν αποφασίζει να εστιάσει στον θάνατο που καραδοκεί σε κάθε δευτερόλεπτο και δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε παιδιά ή ενήλικες, όμως, τόσο η πολύ-θεματικότητά της, όσο και η ανάγκη που προκαλεί αυτή για διάφορες τονικές και υφολογικές διακυμάνσεις, καθιστούν το Blitz ένα καλοφτιαγμένο αλλά κάπως άψυχο και προβληματικό συνολικά δημιούργημα - ένα ακαδημαϊκό δράμα εποχής που υπό άλλες συνθήκες και μερικές δεκαετίες νωρίτερα ίσως πρωταγωνιστούσε με αξιώσεις σε μια Οσκαρική κούρσα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured