Αν κάτι μοιάζει σίγουρα ξεπερασμένο στην εποχή μας, αυτό είναι σίγουρα τα παλιά κατασκοπικά θρίλερ. Ναι μεν υπάρχει κάτι το cosy στο να τις βλέπεις (ίσως επειδή η αγωνία που σου προκαλούν είναι τόση όση χρειάζεσαι για να μην είσαι πάνω από το κινητό σου όλη την ώρα αλλά να μην σε πιάσει και ταχυπαλμία, γιατί αυτός είναι ο ορισμός του cosy σήμερα), αλλά μοιάζουν σαν να διαβάζεις τίτλους σε κάποια παλιά εφημερίδα.
Ο κόσμος είναι διαφορετικός, η θέση της Αμερικής είναι διαφορετική, η απειλή των Σοβιετικών και των Ρώσων είναι διαφορετική, και όλες αυτές οι αφηγήσεις μοιάζουν με απομεινάρια ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. Αυτό φαίνεται και από τα δύο μεγαλύτερα franchises κατασκοπικών ιστοριών, τις ταινίες James Bond και Mission Impossible που πλέον έχουν αφήσει στην άκρη τις ντελικάτες κατασκοπικές ιστορίες κατασκοπείας και δοκιμάζουν να κερδίσουν σε ένα διαγωνισμό κλίμακας, προσφέροντας άφθονο και χορταστικό θέαμα σε έναν κόσμο που τίποτα δεν είναι κρυφό και που όμως νιώθεις πως τα πάντα είναι υπό διαρκή παρακολούθηση.
Είμαστε σε μια εποχή και βιώνουμε μια κατάσταση που δεν πρέπει να προσπαθήσεις για να ξεδιαλύνεις το μυστήριο που βρίσκεται γύρω σου, αλλά για να το διατηρήσεις. Όλοι μας έχουμε γίνει κατάσκοποι μέσω του stalking στα social media, και μπορούμε πλέον να έχουμε πρόσβαση σε πληροφορία που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ πως θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Σε αυτό το πλαίσιο, η θέση των κατασκοπικών θρίλερ φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου και τίθεται σε εντελώς διαφορετική βάση συγκριτικά με κάποτε.
Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, και ειδικά πριν τον ερχομό του ίντερνετ, τα κατασκοπικά θρίλερ λειτουργούσαν σαν υπερηρωικές ταινίες «για ενήλικες». Εν μέσω του τρόμου για πυρηνικό ολοκαύτωμα ή σε έναν κόσμο που μοιάζει ολοένα πιο χαοτικός και όπου ο φόβος για το άγνωστο που θα φέρει το Millennium κυριαρχούσαν, το κοινό είχε την ευκαιρία για ένα δίωρο να βρει στο πρόσωπο του ήρωα-κατασκόπου ένα στήριγμα, έναν πυλώνα σταθερότητας που θα το κάνει να νιώσει καλύτερα με τις αγωνίες του, ότι υπάρχει κάποιος που στο τέλος καταφέρνει να αποκτά τον έλεγχο της κατάστασης και -συνήθως- να σώζει τον κόσμο.
Σήμερα πάλι, τα κατασκοπικά θρίλερ επιτελούν έναν διαφορετικό σκοπό. Όχι ότι ο κόσμος δεν μοιάζει χαοτικός και επικίνδυνος. Κάθε άλλο. Και δεν είναι πως δεν υπάρχουν κατάσκοποι. Αλλά οι σημερινές αγωνίες δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε ένα είδος που στήθηκε σε μια διαφορετική συνθήκη και αποτελεί ορόσημο του εμπορικού σινεμά του 20ού αιώνα. Συνεπώς, τα σημερινά κατασκοπικά θρίλερ δεν έρχονται για να καλύψουν σημερινές αγωνίες, αλλά η γοητεία τους είναι αυτή ακριβώς η σύνδεση με το παρελθόν. Δεν ψάχνεις σε αυτά έναν ήρωα που για να ταυτιστείς και να νιώσεις μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, μα αναζητάς μια στιγμή νοσταλγίας. Αυτό που κάποτε προερχόταν από συλλογικές αγωνίες, σήμερα έχει μετατραπεί σε comfort food. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, βγάζει νόημα πως οι κατάσκοποι επέστρεψαν στο πιο comfort format που θα μπορούσε να υπάρξει: στην streaming τηλεόραση ακριβώς πριν τα Χριστούγεννα.
Black Doves
Ό,τι και αν πεις για το Netflix και το ατέρμονο σκρολάρισμα μέχρι να βρεις κάτι που θα σου αρέσει, πάντα θα βγάζει μια σειρά με την οποία θα κολλήσεις και θα σε πείσει να συνεχίσεις τη συνδρομή και τον επόμενο μήνα. Ε λοιπόν, η πιο πρόσφατη σειρά σε αυτή την αλυσίδα είναι το Black Doves. Καταρχάς, πριν διαβάσεις οτιδήποτε άλλο, το καστ είναι αυτό που θα σε πείσει. Η Keira Knightley και ο Ben Whishaw είναι ηθοποιοί που θα σε πείσουν να ξεκινήσεις μια σειρά, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αυτός (ο μόνος) λόγος που θα μείνεις. Η Knightley πρωταγωνιστεί ως πράκτορας της μυστικής οργάνωσης Black Doves που είναι παντρεμένη με τον Υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, όταν μια σειρά δολοφονιών την βάζει σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι φανταζόταν, και διασταυρώνει τους δρόμους της με έναν εκτελεστή που γνωρίζει από τα παλιά, τον οποίο υποδύεται ο Whishaw. Ό,τι ακολουθεί είναι ένα αγωνιώδες και στιλάτο κατασκοπικό θρίλερ με εξαιρετικές ερμηνείες, υπέροχη φωτογραφία και κινηματογραφική σκηνοθεσία, και με την Kathryn Hunter (η ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής στο Poor Things) σε έναν ρόλο που σίγουρα ξεχωρίζει από τους υποστηρικτικούς του καστ.
Πέρα και πίσω από όλα αυτά όμως, υπάρχει η καρδιά της σειράς που χτυπάει δυνατά. Γιατί όσο καλή είναι η πλοκή στο να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον σου για τα 6 επεισόδια (μόνο αγάπη για τους Βρετανούς που δεν αφήνουν τις σεζόν να ξεχειλώσουν), εξίσου και ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η ανάπτυξη των χαρακτήρων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Πρώτα απ’ όλα, ο εκτελεστής του Whishaw είναι ανοιχτά gay χωρίς η σειρά να μένει σε αυτό σαν να το θεωρεί πρωτοποριακό, και ας είναι μια mainstream παραγωγή αυτού του όχι και τόσο inclusive είδους. Ως συνήθως, ο Whishaw καταφέρνει να βγάζει εξίσου χιούμορ και συναίσθημα με την ίδια ευκολία, και γύρω σε αυτόν και στην εξίσου καλή και (απρόσμενα) γεμάτη ενέργεια Knightley χτίζονται χαρακτήρες που σε κάνουν να ενδιαφέρεσαι για την τύχη τους και τις δυναμικές που δημιουργούνται ανάμεσά τους, πέρα από το να ακολουθείς απλά την πλοκή. Ναι, είναι ένα κατασκοπικό θρίλερ, αλλά πάνω απ’ όλα καταφέρνει να είναι ένα πολύ καλό drama.
A Man on the Inside
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, το A Man on the Inside του Netflix είναι η πολυαναμενόμενη νέα σειρά του Michael Schur (δημιουργού των Parks and Recreation, Brooklyn Nine-Nine και The Good Place), ο οποίος συνεργάζεται ξανά με τον αειθαλή Ted Danson (ο Michael από το The Good Place, μεταξύ πολλών άλλων), ο οποίος εδώ αναλαμβάνει τον ρόλο ενός χήρου συνταξιούχου καθηγητή μηχανικής που για να καταπολεμήσει το πένθος και την ανία κάνει αίτηση σε μια αγγελία για να γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ σε ένα γηροκομείο στο οποίο έγινε καταγγελία για κλοπή. Στο ρόλο της διευθύντριας του γηροκομείου συναντάμε άλλη μια παλιά γνώριμη του Schur, την Stephanie Beatriz (ή απλά Detective Diaz από το Brooklyn Nine-Nine), με την υπόθεση να ξετυλίγεται σε μόλις 8 επεισόδια, γεγονός πρωτόγνωρο για sitcom του Schur.
Αν η πλοκή σας θυμίζει κάτι, τότε έχετε απόλυτο δίκιο γιατί πρόκειται για μεταφορά του πολύ καλού χιλιανού ντοκιμαντέρ The Mole Agent. Ο Danson είναι απολαυστικός στον πρωταγωνιστικό ρόλο ώστε να βλέπεις ευχάριστα τη σειρά και ας μην είναι δυνατή ως κωμωδία, καθώς όμως πλησιάζει προς το τέλος και γνωρίζουμε καλύτερα τους χαρακτήρες του γηροκομείου και τις ζωές και ανησυχίες τους, ό,τι χάνει σε κωμωδία το κερδίζει αφοπλιστικά σε συναίσθημα και ζεστασιά, μιλώντας ειλικρινά για την τρίτη ηλικία σε μια εποχή που η εμπορική τηλεόραση γίνεται ολοένα και πιο νεανική. Το A Man on the Inside παίζει με τα κατασκοπικά κλισέ μέσα στο λιγότερο επικίνδυνο περιβάλλον, ανασύροντας ωστόσο το θέμα της ταυτότητας και του τι είναι αληθινό και τι όχι σε μια κοινότητα ανθρώπων που η μνήμη τους έχει αρχίζει να γίνεται θολή και να μη μοιάζει γραμμική. Γιατί ακόμη και αν δεν σε κερδίσει με την πρώτη, στο τέλος θα μοιάζει με μια ζεστή κουβέρτα στην καρδιά του χειμώνα.
The Agency
Σε πιο στρωτά κατασκοπικά μονοπάτια όπως τα γνωρίσαμε κινείται το The Agency του Showtime, το οποίο έρχεται με λαμπρές περγαμηνές. Στην παραγωγή βρίσκεται ο George Clooney, στο καστ βρίσκουμε τους Michael Fassbender, Richard Gere και Jeffrey Wright και στη σκηνοθεσία βλέπουμε την υπογραφή του Joe Wright. Δύσκολα μπορεί να υπάρξει πιο χρυσοποίκιλτη σειρά αυτή τη στιγμή. Και επειδή όπου οι προσδοκίες ανεβαίνουν τόσο ψηλά αυτό δεν λειτουργεί πάντα για καλό, αυτή είναι μια ακόμη περίπτωση κατά την οποία αυτό φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Όχι πως το The Agency είναι μια κακή σειρά, απλά δεν φαίνεται να προσπαθεί να δοκιμάσει κάτι άλλο πέρα από την πεπατημένη, χωρίς έως τώρα να καταφέρνει να ξεπεράσει το γαλλικό The Buraeu του Canal+ στο οποίο στηρίζει την ύπαρξή του.
Ο Fassbender μπαίνει στον ρόλο ενός μυστικού πράκτορα της CIA που έχει περάσει 6 χρόνια στην Αφρική, και αφού μια αποστολή του τερματίζεται πρόωρα στέλνεται πίσω στο Λονδίνο, εκεί όπου θα αρχίσει να ξετυλίγεται ένα διασυνοριακό λαβυρινθώδες παιχνίδι κατασκοπείας. Οι Gere και Wright είναι στιβαροί στο ρόλο πρακτόρων, η Jodie Turner-Smith είναι εξαιρετική στο να παραδίδει πειστικές ατάκες με το καλύτερο poker face, και όλα είναι σωστά τοποθετημένα για μια σειρά υψηλού επιπέδου… αλλά στα πρώτα επεισόδια μοιάζει να βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο και να μην ενδιαφέρεται να προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από το να φέρει εις πέρας τη δουλειά. Για το The Agency τα κατασκοπικά θρίλερ είναι εκ προοιμίου αντικείμενο νοσταλγίας, και το αποτέλεσμα είναι μια σειρά που με τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι peak dad movie σε μορφή σειράς.
Τι είναι αυτό που μένει όμως από τη νέα εμμονή της τηλεόρασης με τους κατασκόπους; Στο Black Doves από ένα σημείο και έπειτα οι πραγματικές και πλαστές ταυτότητες των χαρακτήρων μπλέκονται τόσο που ο διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο είναι πολύ λεπτός. Αυτό που είναι πλαστό αρχίζει και μοιάζει πραγματικό και αυτό που είναι πραγματικό μοιάζει πλαστό. Και αυτό που έχει σημασία, το μόνο που είναι αληθινό, είναι αυτό που έζησες και αυτό που νιώθεις. Μήπως τελικά τα κατασκοπικά θρίλερ έχουν περισσότερα να πουν για την εμπειρία της ζωής σήμερα από ό,τι νομίζαμε;