Η μεγάλη Άνοιξη του Αμερικάνικου σινεμά των 70s χρωστάει ήδη πολλά στον Francis Ford Coppola, του οποίου η συμβολή υπήρξε καθοριστική τόσο ως προς την εξέλιξη της φόρμας και τη διαμόρφωση μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας, όσο κυρίως και ως προς τη στάση του απέναντι στην ίδια τη βιομηχανία του Hollywood: εάν κάποιοι σκηνοθέτες «σμιλεύτηκαν» μέσω μιας αέναης μάχης εναντίον του studi-ακού κατεστημένου και δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τη διεκδίκηση ενός πλήρως ιδιόκτητου και καθάριου δημιουργικού οράματός - μακριά από επιταγές τρίτων, τότε αδιαπραγμάτευτα ένας εξ αυτών ήταν και θα είναι ο σπουδαίος Ιταλό-Αμερικανός σκηνοθέτης της τριλογίας του Godfather, του Apocalypse Now, του Conversation, της μεγάλης οικονομικής πανωλεθρίας του One From the Heart και των αμέτρητων ετερόκλητων κινηματογραφικών στοιχημάτων (τα οποία αναλάμβανε σωρηδόν μετά τη δεκαετία του ‘70, είτε λόγω βιοπορισμού, είτε από μια πηγαία καλλιτεχνική ανάγκη πειραματισμού με το ίδιο το μέσο και τις ολοένα αυξανόμενες δυνατότητές του).
Το Megalopolis είναι μια σύγχρονη υφολογική αναβίωση – ανασύσταση του Metropolis του Fritz Lang υπό το θεματικό πρίσμα του Fountainhead της Ayn Rand, τοποθετημένα εντός ενός ιδεοληπτικού… χάους, που ταλάνιζε για 4 σχεδόν δεκαετίες το ανήσυχο μυαλό του Coppola πριν καταφέρει -επιτέλους- να βρει το δρόμο του προς τη μεγάλη οθόνη.
Με προϋπολογισμό 120 εκατομμυρίων δολαρίων -προερχόμενα αποκλειστικά από την προσωπική του περιουσία- και ένα all-star cast ανερχόμενων και βετεράνων ηθοποιών του Hollywood, η Megalopolis του Coppola είναι μια φουτουριστική μητρόπολη, μια χώρο-χρονική τομή στην ιστορία όπου Νέα Υόρκη και αρχαία Ρώμη γίνονται ένα και το αυτό. Στο επίκεντρο αυτής της παραμυθένιας παραδοξότητας βρίσκεται ο Cesar Catilina, ένας ιδεαλιστής αρχιτέκτονας που επιθυμεί να αναδιαμορφώσει τη «Νέα Ρώμη» σε μια ιδεατή ανθρωποκεντρική ουτοπία, με εργαλεία του ένα μυστηριώδες θαυματουργό υλικό και μια κρυφή ικανότητα να ελέγχει τον χρόνο.
Κάπως έτσι ξεκινάει και η κατάδυση σε μια ανερμάτιστη αφήγηση θεματικού μαξιμαλισμού και παραισθησιογόνου εικονογραφίας - καταστατικά στοιχεία μιας ταινίας, της οποίας η αίσθηση αυτονομίας (σε κάθε της επίπεδο) ευθυγραμμίζεται πλήρως και με τη γενικότερη καλλιτεχνική ταυτότητα του Coppola (αντισυμβατικός, πολύ-θεματικός, καινοτόμος και πάντοτε στα όρια, σαν ένα τρένο έτοιμο ανά πάσα στιγμή να βγει εκτός πορείας με τον πλέον θεαματικό τρόπο).
Το Megalopolis είναι οι ιδέες και ψήγματα κοσμοθεωρίας μιας -κυριολεκτικά- ολόκληρης ζωής, με κάποιο τρόπο ενσωματωμένα σε ένα σενάριο που θέλει να μιλήσει για την πορεία του ανθρώπου και της Αμερικής στο σήμερα - μια σύγχρονη παραβολή της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τελικό επιμύθιο την ανάγκη για ανάληψη ευθυνών και μεταλαμπάδευση αυτών στις επόμενες γενιές. Μόνο που δυστυχώς το νοηματικό «τσουνάμι» του Megalopolis απέχει παρασάγγας από εκείνο πχ του Apocalypse Now και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια δημιουργική τρικυμία εν κρανίω, η οποία αδυνατεί να χωρέσει και να αξιοποιηθεί με τρόπο λειτουργικό στις 2 ώρες και 18 λεπτά που διαρκεί η ταινία.
Η διαρκής -σε ρυθμό… πολυβόλου- αοριστολογία ιστορικών και λογοτεχνικών αποφθεγμάτων (στην ταινία συναντάει κανείς από Shakespeare έως λυρική ποίηση της Σαπφώ, γνωμικά του Μάρκου Αυρηλίου κοκ) δίνει τη θέση της σε μια πλοκή με, τις περισσότερες φορές, αφάνταστα κουραστικούς διαλόγους, οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στην πομπώδη μεγαλοστομία και την ολοκληρωτική φάρσα -είναι πολλές οι στιγμές που ο θεατής θα αισθανθεί άβολα με όσα ακούει και βλέπει να διαδραματίζονται επί της οθόνης, με πρωτεργάτες σε αυτό τις καρικατούρες των Shia LaΒeouf, Audrey Plaza και Jon Voight και σε δεύτερο τόνο τους πιο «ισορροπημένους» Adam Driver, Nathalie Emmanuel και Giancarlo Esposito.
Το όποιο δραματουργικό βάρος του σεναρίου χάνεται οριστικά (και αμετάκλητα) από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, η σαπουνοπερατική πλοκή αναμετριέται διαρκώς με την campy της ταυτότητα και η ψευδό-διανόηση μιας υπέρ-απλουστευμένης (ενίοτε βέβαια και ιντριγκαδόρικης) ρητορείας βρίσκει καταφύγιο στην ημι-παρωδιακή φύση μιας οπερατικής φανφάρας χωρίς αρχή, μέση ή τέλος. Εννοείται παράλληλα, πως έννοιες όπως εκείνη της… στοιχειώδους αφηγηματικής συνοχής ή του λειτουργικού μοντάζ δεν προλαβαίνουν να επιβιώσουν ούτε στους τίτλους αρχής του Megalopolis.
Οπτικά η ταινία είναι ένα ακατάτακτο θέαμα, επισφαλούς αισθητικής ταυτότητας, η οποία άλλοτε θυμίζει… κάτι σαν διαφήμιση αρώματος από τα 90s, άλλες φορές μια low budget τηλεταινία επιστημονικής φαντασίας των αρχών του αιώνα και στις περισσότερες περιπτώσεις ένα όραμα κάποιου νεαρού εικαστικού κινηματογραφιστή που μόλις έχει παραδώσει τη διπλωματική του εργασία – πολλά από τα πειραματικά οπτικά τρικ της ύστατης περιόδου του δημιουργού της παρελαύνουν εδώ, με περίσσια τόλμη αλλά και αμφίβολη λειτουργικότητα. Ερμηνευτικά δε, είναι σαφές πως δεν υπάρχει κάποια γενική οδηγία προς τους ηθοποιούς και ο καθένας ερμηνεύει τον χαρακτήρα του με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος -με κάποιες από τις ερμηνείες να φαντάζουν εκτός τόπου και χρόνου και άλλες να προκαλούν ξανά… αμηχανία.
Μέσα σε όλο αυτό το παροξυσμικό ντελίριο μεγαλομανίας και αντιδραστικότητας βέβαια, η ταινία παραδόξως φέρει μια κρυφή γοητεία στα σπλάχνα της – είναι αν μη τι άλλο ένα ογκώδες οικοδόμημα που τιμά τις βασικές αρχές του κινηματογραφιστή και παραγωγού Coppola και είναι σαφές πως προσπαθεί διαρκώς να «αναμετρηθεί» με κάτι υπερβατικό και πλέον ανθρωποκεντρικό στον βαθύ πυρήνα του. Δυστυχώς, η αποτυχία της στα ταμεία είναι ένα κάπως δυσοίωνο σημάδι για το μέλλον του φιλόδοξου σινεμά προσωπικού ρίσκου (για όποιον πιστεύει, εν πάση περιπτώσει, πως το σινεμά αυτό έχει ακόμα μερικές ανάσες στην σύγχρονη πραγματικότητα του streaming και της άκρατης studi-ακής κυριαρχίας).
Με τα όποια του ερεθίσματα ανοικτά προς τον οποιοδήποτε που θα μπορέσει να τα αλιεύσει και να τα κάνει θετικό του κτήμα, το Megalopolis δεν είναι η ταινία που πιθανότατα θα επανεκτιμηθεί (ιδιαίτερα) στο μέλλον, ή θα συζητηθεί ενδελεχώς σε κάποια αναδρομική συζήτηση πάνω στη φιλμογραφία ενός εκ των τελευταίων μεγάλων ανεξάρτητων δημιουργών του Αμερικανικού σινεμά. O Coppola στοιβάζει ιδέες και εμπειρίες ζωής μέσα σε 140 λεπτά και προσπαθεί να κερδίσει το στοίχημα του χρόνου – ένα στοίχημα που διαρκώς ταλανίζει και τον πρωταγωνιστή και alter ego του στην ταινία. Είναι αρκετά γοητευτικό να βλέπεις κάτι να αποτυγχάνει γιατί αναμετρήθηκε με τον εαυτό του και όχι με τις επιταγές των studio ή τις τάσεις της εποχής, όμως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και το Megalopolis παίρνει, με τη σειρά του, τη μοιραία θέση που του αναλογεί ανάμεσα σε εκείνες της «καταραμένες» εμμονές μεγάλων σκηνοθετών που δεν εκτονώθηκαν στην ώρα τους – και όταν αυτό έγινε, ήταν πλέον αργά.