Το Gladiator του 2000 υπήρξε ένα κερδισμένο κινηματογραφικό στοίχημα της εποχής του, μια θεαματική αναβίωση της χρυσής εποχής της Cinecitta και των μαξιμαλιστικών Ρωμαϊκών επών των 60s, με κύριο ενορχηστρωτή έναν άνισο δημιουργό που όμως ανέκαθεν πορευόταν κόντρα στις τάσεις της εκάστοτε εποχής. Η τελική αποτίμηση των 465 εκατομμύριων δολαρίων στο παγκόσμιο box office, τα 5 βραβεία Oscar (αναμεσά τους και αυτά της Καλύτερης Ταινίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Russel Crowe) και η αδιαπραγμάτευτη διαχρονική δημοτικότητα της ταινίας ανέδειξαν τον Μονομάχο νικητή στην κινηματογραφική αρένα - και μια ταινία εκ των δημοφιλέστερων δημιουργιών του Ridley Scott, μέχρι και σήμερα.

24 χρόνια μετά, ο Μονομάχος επιστρέφει στο Κολοσσαίο του, πιο επικός, πιο πομπώδης και γενικότερα «πιο» σε όλα του, με ένα sequel που «μαγειρευόταν» για χρόνια – ειδική μνεία στο περίφημο αχρησιμοποίητο σενάριο του Nick Cave, το οποίο αξίζει κανείς να αναζητήσει και να αφεθεί στην over the top ολοκληρωτική παράνοια της επιστροφής του Maximus από τον Κάτω Κόσμο για να δολοφονήσει τον… Ιησού- αλλά κανείς δεν περίμενε πως θα γινόταν πραγματικότητα, ειδικά δε μετά το… Βατερλώ του Ναπολέοντα προ διετίας.

Μια ιστορία εκδίκησης -αυτή τη φορά του Lucius, νόθου γιού του Maximus από την πρώτη ταινία- γίνεται ξανά το όχημα της πλοκής, η οποία περιλαμβάνει αλλεπάλληλες σκηνές εντυπωσιακών (αλλά και υπερφορτωμένων με ψηφιακά εφέ) μαχών, μακιαβελικές συνωμοσίες, ένα εμφανώς πιο άνευρο soundtrack λόγω απουσίας του Hans Zimmer και ένα αδιαμφισβήτητο αίσθημα επανάληψης όλων των βασικών θεματικών πυλώνων της πρώτης ταινίας… με ένα μεγάλο «αλλά» να πλανάται στον αέρα.

Αυτό το «αλλά» αφορά τον ίδιο τον δημιουργό της ταινίας, έναν σκηνοθέτη που έχει κερδίσει με σπαθί του μια θέση στην ελίτ του Hollywood εδώ και δεκαετίες – κι ας έχει, στη πραγματικότητα, να δημιουργήσει μια αυθεντικά σπουδαία ταινία από το Thelma and Louise του 1991. Ο Ridley Scott βρίσκει την τομή μεταξύ του σοβαροφανούς ιστορικού έπους και της αναχρονιστικής εξτραβαγκάνζας άμμου και αίματος και πετυχαίνει διάνα στη δημιουργία ενός χορταστικού, φρενήρους roller coaster δράσης, το οποίο αντιμετωπίζει τους θεατές σαν το πλήθος του Κολοσσαίου – και τους δίνει διαρκώς ολοένα και πιο ευφάνταστο θέαμα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις τους.

Το Κολοσσαίο πλημμυρίζει με νερό για μια ναυμαχία με… καρχαρίες, ο πρωταγωνιστής μας αντιμετωπίζει… κάτι σαν διαστημικές μαϊμούδες (!) από την Κόλαση, ενώ ένας μονομάχος που έρχεται καβάλα σε έναν υπέρογκο ρινόκερο (!) για να σπείρει τον όλεθρο, κινηματογραφείται με τρόπο που θυμίζει κάποιον πολεμοχαρή χαρακτήρα από την Dinotopia του James Gurney. Η βασική πλοκή αγκαλιάζει το camp και τη σαπουνόπερα με τρόπο, παραδόξως, λειτουργικό και τα όποια ψήγματα σοβαροφάνειας έρχονται να δέσουν τόσο-όσο την τελική συνταγή, καθιστώντας τον 2o αυτό Μονομάχο μια καθ’ όλα διαφορετική ταινία από την πρωτότυπη – κι ας μοιράζονται πρακτικά ένα πανομοιότυπο σενάριο, με μηδενικές ουσιαστικές εκπλήξεις και «μηχανικές» διαφοροποιήσεις για το θεαθήναι.

Ο ανερχόμενος Paul Mescal φοράει την πανοπλία του Russel Crowe με περίσσια νεανική ορμή και ενέργεια, όμως παρά τη φιλότιμη προσπάθειά του να κουμαντάρει το βάρος της με αξιοπρέπεια, «συνθλίβεται» με τη σειρά του -όπως και σχεδόν ολόκληρο το cast της ταινίας – από το οπτικό magnus opus που έχει σκαρώσει ο Scott. Και εάν η ταινία χρειαζόταν έναν και μόνο ηθοποιό για να μπορέσει να συνδέσει το εξωφρενικό αυτό κατασκεύασμα αδρεναλίνης με το… ας το πούμε «ανθρώπινο δράμα», αντί για τον πιο μετρημένο Mescal προτιμάται ο Denzel Washington.

Ο Οσκαρούχος ηθοποιός υποδύεται τον ενορχηστρωτή του χάους, έναν δολοπλόκο τυχοδιώκτη που κινείται στην καρδιά των γεγονότων, παρατηρεί και επιτίθεται όταν χρειαστεί με καλά υπολογισμένα χτυπήματα. Και πως αντιμετωπίζει έναν τέτοιο χαρακτήρα ο Washington, του προσφάτως εσωτερικευμένου ερμηνευτικού μεγαλείου του Macbeth; Ανασύροντας από τα κιτάπια της υποκριτικής του φαρέτρας μια γερασμένη version του Alonso Harris από το Training Day, πλάθει έναν χαρακτήρα που περιμένεις ανά πάσα στιγμή να βγάλει κάποιο ημιαυτόματο όπλο και να θερίσει ότι κινείται μπροστά του -μια τόσο έντονα αναχρονιστική cartoon-ίστικη φιγούρα κεντρικού ανταγωνιστή, που σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο (ένοχα) απολαυστική. Είτε είναι ο τρόπος με τον οποίον κουνάει τα χέρια του (με ρυθμό και αύρα που θυμίζει dealer ναρκωτικών σε κάποιο φτωχικό προάστιο της Βαλτιμόρης) είτε είναι η εντυπωσιακή ολόλευκη μασέλα του (που με κάποιον τρόπο υποκαθιστά (!) πχ. το παίξιμο με το βλέμμα) είτε είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται τον μανδύα του (ανεμίζοντάς τον διαρκώς σαν μια… μπέρτα super villain) είτε είναι ο τρόπος με τον οποίο απειλεί τον κόσμο γύρω του (κραδαίνοντας… ανθρώπινα κεφάλια, τα οποία στρέφει σαν όπλο απέναντι στους αντιπάλους του), ο Washington φαίνεται να το κατά-διασκεδάζει – και γιατί όχι, μιας και αποτελεί ένα ερμηνευτικό highlight πλήρως εναρμονισμένο με την υπερβολή που διακρίνει ήδη την ταινία.

Συνοπτικά, το Gladiator II είναι ένα γεμάτο, χορταστικό υπέρ-θέαμα που σκοπός του είναι να διασκεδάσει στο έπακρο τον θεατή. Η σκηνοθετική μαστοριά του Scott στο να κινηματογραφεί μεγάλες εικόνες και καταιγιστική δράση αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό ένα ισχνό σενάριο που δεν έχει να πει σχεδόν τίποτα ουσιαστικό – ή έστω κάτι καινούριο σε σχέση με τον προκάτοχό του. Ο Scott βρίσκει την τομή μεταξύ της campy αιματοβαμμένης ιστορίας εκδίκησης και του στιβαρού ιστορικού έπους, δημιουργώντας ένα βαρβάτο σινεμά ευρείας κατανάλωσης στον υπερθετικό βαθμό. Η νέα αυτή εξόρμηση του Μονομάχου στην κινηματογραφική αρένα είναι μια αφάνταστα διασκεδαστική παπάτζα, η οποία δεν παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό της και έτσι διαφοροποιείται αισθητά από την πρώτη -και καθ’ όλα ανώτερη- ταινία του 2000.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured