Η ανακοίνωση ενός βιογραφικού έργου λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι. Είναι πολλές οι φορές που διάφορες παραγωγές διαπραγματεύτηκαν τη ζωή κάποιου δημοφιλούς προσώπου, από διάφορους χώρους και υπέπεσαν σε εμφανείς υπολειτουργίες, επιφανειακές προσεγγίσεις ή απόπειρες θεοποίησης. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των βιογραφιών έχει αυξηθεί ραγδαία και είναι συχνά αυτά τα δημιουργήματα σε βιβλία, ταινίες και σειρές, αποκύημα ενδεχομένως μιας ανάγκης αποτύπωσης εποχών και καταστάσεων που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, ενόψει μιας γενικότερης δυστοκίας νέων ιδεών σε έναν κόσμο όπου η υπερβολική πληροφορία έχει καταπιεί τα πάντα. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που επιχειρήθηκε η απεικόνιση της σχέσης μεταξύ των δύο τιμώμενων προσώπων της ιστορίας: του Leonard Cohen και της Marianne Ihlen.
Το So Long, Marianne είναι μια σειρά οκτώ επεισοδίων που αφορά τον θυελλώδη και περιπετειώδη έρωτα μεταξύ του Leonard Cohen και της Marianne Ihlen με φόντο κυρίως την μποέμικη Ύδρα της δεκαετίας του ’60. Πρόκειται για συμπαραγωγή συντελεστών από τη Νορβηγία, τον Καναδά και την Ελλάδα, τις τρεις χώρες που αγάπησε το αγαπημένο ζευγάρι. Σε σκηνοθεσία του Øystein Karlsen και της Bronwen Hughes, το έργο απαρτίζεται από ένα θαυμάσιο cast, που ανταποκρίνεται με γούστο και ρεαλισμό στους χαρακτήρες. Κατά κύριο λόγο, πρωταγωνιστούν ο εξαιρετικός Alex Wolff στον ρόλο του μεγάλου τραγουδοποιού (έπαιξε και στο Oppernhaimer), η εκθαμβωτική Thea Sofie Loch Næss στον ρόλο της Marianne Ihlen και οι διάσημοι Αυστραλοί ηθοποιοί Noah Taylor και Anna Torv στον ρόλο του συγγραφικού ζεύγους που υπήρξαν οι πρωτεργάτες της καλλιτεχνικής κοινότητας του νησιού στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
O "Lenny" (έτσι αποκαλούσαν τον Leonard οι κοντινοί του ανθρώποι) είναι ένας νέος, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, προερχόμενος από μια αυστηρή και συντηρητική εβραϊκή οικογένειας. Μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του ως φιλόλογος στο McGill University, αποφασίζει να ασχοληθεί με την αγάπη του για τη λογοτεχνία και την ποίηση. Ο πατέρας του έχει αποβιώσει και έχει αφήσει μια περιουσία που του επιτρέπει να πάρει αυτήν τη δύσκολη οικονομικά απόφαση για ένα μικρό διάστημα αλλά η μητέρα του είναι ενάντια στην επιλογή του. Οι «συμβατικές» συνθήκες ζωής στο Μόντρεαλ τον πνίγουν αλλά η γνωριμία του με τον ποιητή Irving Layton (Peter Stormare) στο πανεπιστήμιο, του προσφέρει ψυχική στήριξη και θάρρος να ακολουθήσει τον δρόμο που επιθυμεί. Έτσι, μια μέρα ταξιδεύει για το Λονδίνο ελπίζοντας να ολοκληρώσει το πρώτο του μυθιστόρημα. Ωστόσο, δεν του ταιριάζουν ούτε οι συνθήκες της μεγάλης μητρόπολης και αφού γνωρίζει τον μόνο ευτυχισμένο άνθρωπο της πόλης, έναν Έλληνα -όπως λέει-, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να μεταφερθεί σε ένα μικρό νησί αυτής της μεσογειακής χώρας, την Ύδρα. Έχει δυσκολευτεί εξαιρετικά να βρει τι θέλει να κάνει ακριβώς στη ζωή του και δίνει στον εαυτό του ένα άτυπο χρονοδιάγραμμα που αν το ξεπεράσει, ενδεχομένως να αφήσει στην άκρη την τέχνη.
Η Marianne Ihlen είναι μια νεαρή από το Όσλο που μόλις έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο κομμάτι των επιχειρήσεων, μια ασχολία που δεν την ευχαριστεί. Για αυτό καταπιάνεται με διάφορες εργασίες, που επίσης δεν την ευχαριστούν. Όλα αλλάζουν όταν γνωρίζει τον συγγραφέα Axel Jensen (Jonas Strand Gravli), o οποίος την εισάγει στον κόσμο της τέχνης και η γοητεία που ασκούν ο ένας τον άλλον, τους οδηγεί σε έναν παράφορο νεανικό έρωτα. Μαζί αποφασίζουν να ταξιδέψουν μέχρι την Ελλάδα. Εξ αρχής αχνοφαίνεται η έλλειψη αφοσίωσης από τον Axel απέναντι στη Marianne αλλά ποτισμένοι και οι δύο από την ορμητική ανωριμότητα της νιότης, συνεχίζουν τη σχέση τους και φέρνουν στη ζωή ένα βρέφος, το οποίο εκείνος δεν επιθυμεί να περιθάλψει. Είναι τότε που οι δρόμοι της Marianne και του Leonard διασταυρώνονται, χωρίς να γνωρίζουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον.
Το έργο σκιαγραφεί με καλογραμμένους χαρακτήρες και κομψή αισθητική, χωρίς φτιασίδια και υπερβολές, τα κύματα από τα οποία περνάει μια δυνατή ερωτική σχέση, που πυρπόλησε τις καρδιές των δύο πρωταγωνιστών και κράτησε παντοτινά (δεν παραλείπεται η αφήγηση του μέλλοντος όπου η ετοιμοθάνατη Marianne διαβάζει το γράμμα του παλιού της συντρόφου και φίλου Leonard λίγους μήνες πριν αποχωρήσει και ο ίδιος από τα εγκόσμια το 2016). Αποτυπώνεται γλαφυρά η απαράμιλλη ομορφιά της Ύδρας και η ανάγκη των καλλιτεχνών, κυρίως ζωγράφων και συγγραφέων, από όλον τον κόσμο, της περιόδου να βρουν καταφύγιο σε ένα ειδυλλιακό τοπίο που έχει ξακουστή φήμη, ζώντας λιτά, απέριττα και βιώνοντας ένα συνονθύλευμα ελευθεριότητας, πολυγαμίας, καλλιτεχνικής δημιουργίας και γλεντιού. Η Ύδρα εκείνη είναι ο μεσογειακός ορισμός του «Sex, drugs and rock n’ roll». Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης και τονίζεται στη σειρά «Όταν έχεις ζήσει στην Ύδρα, δεν μπορείς να ζήσεις πουθενά αλλού, ούτε καν στην Ύδρα». Είναι εμφανής η δυσφορία των ηρώων όταν ο τόπος αρχίζει να μετατρέπεται σε τουριστικό πόλο και ο χίπικος αυθορμητισμός της δεκαετίας του ’60 εξανεμίζεται.
Φυσικά, οι υπόλοιποι σταθμοί της ζωής του Lenny και της Marianne δεν παραλείπονται. Υπάρχουν μέρη, στα οποία έζησαν μεγάλα διαστήματα (Μόντρεαλ, Όσλο,), μέρη από τα οποία πέρασαν για λίγο (Λονδίνο, Αθήνα, Πόρος, Λάρισα) και μέρη που υπήρξαν σημαντικοί σταθμοί στην καριέρα του Leonard (Λονδινό, Νέα Υόρκη). Συγκεκριμένα, στη Νέα Υόρκη και χάρη στη διαμονή του στο Chelsea Hotel, πραγματοποιείται η πνευματική και επαγγελματική ανάταση του καλλιτέχνη, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η τέχνη είναι ο δρόμος του και αποφασίζει να πιάσει την κιθάρα του και «επίσημα». Εκεί γνωρίζει τους Velvet Underground, τον Andy Warhol, τη Nico, την Judy Collins και την Janis Joplin, που από τη σεξουαλική τους συνέρευση για μια νύχτα εμνεύστηκε το τραγούδι του "Chelsea Hotel #2" και συνειδητοποιεί ότι απλώνεται μπροστά του ένας άλλος κόσμος, ένας μικρός κύκλος εναλλακτικών καλλιτεχνών που βρίσκονται στο παρασκήνιο, αναγνωρίζουν και εκτιμούν τη δουλειά του. Ωστόσο, ταυτόχρονα αυτός είναι ένας κόσμος γεμάτος από παγίδες, ψευδαισθήσεις, ανασφάλειες και καταχρήσεις. Η επιτυχία, όπως και κάθε επιλογή, έχει το τίμημά της.
Το μόνιμα σκυθρωπό βλέμμα του πρωταγωνιστή δίνει έμφαση στη μάχη που έδινε παιδιόθεν ο καλλιτέχνης με την εσωτερική του θλίψη, την οποία όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, προσπάθησε να καταπολεμήσει με πολλούς τρόπους αλλά δεν τα κατάφερε. Πάλλεται μέσα του και αυτή η ενδόμυχη ζωηαράδα, σε συνδυασμό με την τάση για απομόνωση, τον οδηγούν στα ποιήματα, τα μυθιστορήματα και τα τραγούδια. Όμορφες στην απλότητά τους είναι οι σκηνές της έμπνευσης και της δημιουργίας, όπου ο τραγουδοποιός σκαρώνει τραγούδια όπως το "Bird on a Wire" και το "So long, Marianne" (και τα δύο γράφτηκαν για τη Marianne και από το δεύτερο πάρθηκε ο τίτλος της σειράς) ενώ στο φόντο ακούγεται το "What Happens to the Heart", ένα από τα κομμάτια του τελευταίου άλμπουμ του, με τα οποία αποχαιρέτησε τη ζωή τιμώντας την.
Πάνω από όλα, η σειρά είναι ένας φόρος τιμής στην ανθρώπινη δημιουργία, στις ανθρώπινες συναντήσεις και στον έρωτα. Εξυμνεί την ευαισθησία και προκαλεί τη σαρωτική συγκίνηση που ταιριάζει στην αναζωογονητική μουσική αυτού του σπουδαίου και απροσπέλαστου τραγουδοποιού. Είναι μια σειρά που πραγματεύεται την πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τα ουσιωδέστερα παραγωγικά στοιχεία που από όπου και αν προέρχονται, όπως και αν αποτυπώνονται, πρέπει να εξωτερικευθούν, ακόμα και αν δε βρουν πουθενά αντίκρισμα. Εξάλλου, η καλλιτεχνική ματιά στη ζωή και η έμφυτη ποιητικότητα αποτελούν ιδιοσυγκρασιακά δομικά στοιχεία ακόμη και αυτών που μπορεί να βρίσκονται μακριά από την πρακτική ενασχόληση με την τέχνη. Ευδοκιμούν μέσα σε εκείνους που δεν αποποιούνται τις ευαισθησίες τους, προχωρούν στο άγνωστο, ακόμα και με τον φόβο αγκαλιά ενώ έχουν πάντα, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, τις αισθητικές τους κεραίες ανοιχτές αναζητώντας το όμορφο, το αναπάντεχο και το αληθινό.
Η τηλεοπτική σειρά So Long Marianne προβάλλεται από την Cosmote TV.