«Είναι σαν κοκαΐνη!» λέει με το χαρακτηριστικό παιχνιδιάρικο και πονηρό του ύφος ο Damon Albarn στον Andrew Fearn των Sleaford Mods. Oι δύο μπάντες στήνονται για μια γρήγορη φωτογράφιση κάπου backstage στο Wembley Stadium, λίγο αφότου οι Mods -ένα από τα opening act του live- έχουν κατεβεί από τη σκηνή και ενώ οι Blur ετοιμάζονται να ανεβούν, για πρώτη φορά, περιέργως, παρά τα 30 και βάλε χρόνια μουσικής τους πορείας. Ο Albarn δεν περιγράφει κάποιο νέο ναρκωτικό, αλλά τις θαυματουργές (από ό,τι φαίνεται) ατομικές πισίνες κρυοθεραπείας από τις οποίες έχει περάσει πριν τη μεγάλη βραδιά, μαζί με τον μπασίστα των Blur, Alex James. Αυτή η ατάκα συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο όλο το ύφος του φιλμ: Οι Blur είναι ακόμα εδώ, αλλά πια έχουν πατήσει τα 50, έχουν σοφίες να μοιραστούν και αναζητούν τα «high» τους όχι στην κραιπάλη, αλλά στην αυτοφροντίδα.

Κάποια άλλη στιγμή, την ίδια βραδιά, η κάμερα στρέφεται προς τον drummer της μπάντας Dave Rowntree. «Τι κάνεις εκεί;» τον ρωτάει ο σκηνοθέτης. «Ξεκουράζω το γόνατό μου», απαντάει χαμογελαστά και πράα «Και πίνω χυμό. Φοβάμαι πως δεν έχω κάτι πιο ενδιαφέρον να μοιραστώ, καλύτερα πήγαινε να δεις τι κάνουν οι άλλοι!». Τόσο ο Rowntree, όσο και ο κιθαρίστας του γκρουπ Graham Coxon -που σαν γερογκρινιάρης αποκαλεί χαριτολογώντας το Wembley “shithole” επειδή είναι τεράστιο και όλα ακούγονται «χάλια»- έχουν πλέον κόψει τελείως το αλκοόλ.

Ο Alex James, από την άλλη, ανησυχεί μην παρασυρθεί και ενδώσει σε καταχρήσεις και, φίλε, τι θα πει η γυναίκα του και τα παιδιά του: «Πάντα θα υπάρχουν λόγοι να μην πας για ύπνο. Δηλαδή τι θα ‘πρεπε να κάνεις αφότου παίξεις στο bloody Wembley;» λέει πριν τραβήξει δυο-τρεις αγχωμένες τζούρες από το τσιγάρο που έχει στα δάχτυλα. Όλα αυτά τα «προβλήματα μεσήλικης ζωής» δεν ακούγονται ακριβώς… συναρπαστικό υλικό για ντοκιμαντέρ, θα χτυπήσουν όμως χορδή στους fans της μπάντας που μεγάλωσαν μαζί με αυτούς τους τέσσερις τύπους, και διανύουν και εκείνοι τώρα την 5η ή την 6η δεκαετία της ζωής τους. Έχουν νιώσει και εκείνοι στο πετσί τους πως το «πάρτυ» κάποια στιγμή σταματά. Το θέμα είναι να βρίσκεις κάτι να σε ωθεί διαρκώς να συνεχίζεις όχι απλά να υπάρχεις, αλλά να ζεις.

Ο Albarn εμφανίζεται ταυτόχρονα πιο «ξύπνιος» και πιο «ταλαιπωρημένος» από όλους. Σε μια σκηνή τον παίρνει ο ύπνος στην κονσόλα, δηλώνει «απολύτως εξουθενωμένος». Κάποια άλλη στιγμή, όταν βάζουν να ακούσουν το “The Ballad”, εναρκτήριο κομμάτι του τελευταίου άλμπουμ τους The Ballad of Darren, αφήνει το συναίσθημα να τον κυριεύσει και ξεσπά σε λυγμούς. Κάποια άλλη στιγμή τα βάζει με τους συμπαίκτες του «Νιώθω σαν ερασιτέχνης, τι είναι αυτά; Συγκεντρωθείτε επιτέλους!» Απόλυτος ενορχηστρωτής του όλου reunion (και του όλου ντοκιμαντέρ, αν με ρωτάτε) ρυθμίζει τα επίπεδα ενέργειας, συντονίζει την πρόβα, ορίζει πότε είναι στιγμή για δουλειά και πότε στιγμή για πλάκα: «Θυμάσαι τότε που είχα πάρει LSD και ανέβηκα σε εκείνο το παλιό κτίριο και έφτασα μέχρι το ρολόι και άλλαξα την ώρα;» Ένας από τους συμπαίκτες του θα τον χαρακτηρίσει «εργασιομανή». «Ο Damon είναι έτσι όλη την ώρα, δεν σταματάει ποτέ. Γιατί, ξέρεις, αν σταματούσε, θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τα μέσα του. Και αυτό θα του ήταν πολύ δύσκολο».

Η ταινία δεν αφορά μόνο τo live του Wembley -εξάλλου για αυτό γυρίστηκε ξεχωριστό concert movie- αλλά το built-up μέχρι το live αυτό. O φακός του Toby L (ο οποίος έχει βιντεοσκοπήσει μεταξύ άλλων περιοδείες των Liam Gallagher, Foals και Bastille) περνά από το παλιό τους σχολείο στο Colchester, όπου πλέον υπάρχει αίθουσα “Damon Albarn & Graham Coxon”, συνοδεύει βόλτες τους στην παγωμένη θάλασσα του Devon, καταγράφει στιγμές μέσα σε μικρότερους συναυλιακούς χώρους όπου έπαιξαν το 2023 πριν εμφανιστούν στο Wembley (με highlight μια performance του “Parklife” με live guest τον Βρετανό ηθοποιό Phil Daniels, που συμμετέχει και στο πρωτότυπο κομμάτι), στήνεται στο στούντιο ηχογράφησης, όπου δημιουργήθηκε το The Ballad of Darren. «Στα 50 τους, οι Blur επανενώνονται και ξαναγράφουν το “Country House”, αυτή τη φορά από την οπτική του ιδιοκτήτη», είχε γράψει τότε το Pitchfork, πετυχαίνοντας διάνα. Εμείς γράφαμε:

Πολλοί κατά πάσα πιθανότητα θα βρουν το άλμπουμ παράταιρα καταθλιπτικό, άνευρο και slow. (…) Έφτιαξαν αυτόν τον δίσκο όχι για να αναβιώσουν το Britpop παρελθόν τους αλλά για να μοιραστούν μαζί μας το πού στα αλήθεια βρίσκονται εν έτει 2023. Οι Blur -σε αντίθεση με τους Oasis, που και μόνο από τους εμμονικούς με τους αδελφούς Gallagher τίτλους των tabloids να κρίνει κανείς, δεν ωρίμασαν ποτέ- δεν σκοπεύουν ποτέ να μας εγκαταλείψουν, μα θέλουν να γνωρίζουμε πως έχουν μεγαλώσει. Πόσο όμορφα έχουν μεγαλώσει.

Φωτογραφία: Reuben-Bastienne-Lewis

Παρομοίως «άνευρο» ίσως βρει κάποιος και τον ρυθμό της ταινίας. Οι σκηνές από το Wembley είναι βέβαια συγκινητικές και εκρηκτικές (αν δεν είχα την τύχη να τους έχω δει live το 2015, την προηγούμενη φορά που επανενώθηκαν, θα είχα παραφρονήσει από ζήλεια) αλλά η ψυχή του ντοκιμαντέρ δεν βρίσκεται στην ζωνταντή εκτέλεση του “Song 2”, του “To The End”, ή του “Tender”. Ο συναισθηματικός πυρήνας του φιλμ (και των Blur του σήμερα) βρίσκεται στα παρακάτω λόγια που ακούγονται από τα χείλη του Albarn:

«Ξέρεις, οι άντρες, δεν τα πολυλένε μεταξύ τους, δεν ρωτάμε ο ένας τον άλλον πώς είσαι και τέτοια.  Εμείς είμαστε μια αδελφότητα που κατάφερε να αντέξει στον χρόνο μέσα από την μουσική της σχέση. Η μουσική είναι η απόλυτη εγκατάλειψη του εγώ. Γίνεσαι ένα δισεκατομμύριο άτομα και διαχέεσαι στο διάστημα».

 

 

Η νέα ταινία του Toby L Blur: To The End προβλήθηκε στο 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured