Όταν το επίθετο ενός δημιουργού αρχίσει να χρησιμοποιείται από δημοσιογράφους και κριτικούς ως επιθετικός προσδιορισμός, εύλογα συμπεραίνει κανείς πως ο εν λόγω δημιουργός ηγείται κάποιου νέου συναρπαστικού ρεύματος. “Eno-esque”, όμως, όπως εύθυμα ανακαλεί ο ίδιος ο Brian Eno στο ντοκιμαντέρ του Gary Hustwit που φέρει ως τίτλο το επίθετο του «γκουρού της ambient», κατέληξε να σημαίνει «αργό», «επαναλαμβανόμενο», «ανιαρό». Η ταινία για τον ευφυή αυτόν μαέστρο, καλλιτέχνη και οραματιστή, η οποία μάλιστα αναδημιουργείται κάθε φορά που προβάλλεται, αντλώντας στιγμιότυπα από ένα ψηφιδωτό συνεντεύξεων και πλάνων αρχείων, διάρκειας εκατοντάδων ωρών, είναι σίγουρα eno-esque με τον δικό της τρόπο, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είναι ανιαρή.
Ο Brian Eno είναι 76 ετών. Ζει σε ένα υπέροχο φωτεινό σπίτι στην εξοχή, φορά design γυαλιά όρασης, καινούργια παπούτσια και denim πουκάμισα, χαμογελάει συχνά, έχει ευγενικά μάτια, μιλά με αξιοθαύμαστη διαύγεια και ευφράδεια, έχει τρυφερή όψη, του πηγαίνει το φούξια.
Είναι από αυτούς τους εκ φύσεως γοητευτικούς ανθρώπους, που απολαμβάνουν να αφηγούνται ιστορίες και να μοιράζονται με τους συνομιλητές τους σκέψεις, απόψεις, οπτικές και «μικρές μπουκίτσες σοφίας» όχι μόνο για την τέχνη, αλλά για την ανθρώπινη εμπειρία συνολικά. Ο Βρετανός μουσικός, παραγωγός και εικαστικός -το πλήρες όνομα του οποίου είναι πολύ μεγαλύτερο από τρία γράμματα, συγκεκριμένα: Brian Peter George St John le Baptiste de la Salle Eno (αλήθεια)- γνωρίζει πολύ καλά πως έχει αυτή τη σπουδαία ικανότητα να μαγνητίζει τον ακροατή και γιαυτό και με χαρά δίνει ομιλίες σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται. Πιστεύω θα μπορούσα να κάθομαι σε ένα αμφιθέατρο και να ακούω τον Eno να μιλάει για ώρες.
«Γιατί μας αρέσει η μουσική; Τι είναι αυτό που αποζητάμε όταν ακούμε μουσική; Γιατί τρεις νότες στη σειρά μας ελκύουν περισσότερο από τρεις άλλες νότες στη σειρά;» αναρωτιέται σε κάποιο σημείο του φιλμ ο τύπος που σε κάποιο στούντιο ηχογράφησης το 1984 κατάφερε να βγάλει μέσα από έναν εντελώς ψαρωμένο 24χρονο, τότε, Bono, την πραγματική του φωνή, εκείνη που τόσο παθιασμένα και τόσο αμίμητα τραγούδησε το ρεφρέν του “Pride (In The Name Of Love)”.
«Αυτό που πετυχαίνουν οι άνθρωποι με το τραγούδι, αυτή η ισχύς εν τη ενώσει είναι το κάτι άλλο. Ειλικρινά το πιστεύω πως αν υπήρχαν περισσότερες ομάδες τραγουδιού, ο κόσμος και η ανθρωπότητα θα όδευαν προς το καλύτερο».
Λίγο αργότερα, ο αντισυμβατικός συνθέτης θα πει πως αντιλαμβάνεται τη μουσική σαν τοπίο που απλώνεται, σαν οργανισμό που έχει δική του ζωή και θα παρομοιάσει τα ηλεκτρονικά elements που διακόπτουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ambient μουσικής με μια μύγα που αναστατώνει το «τυφλό» πεδίο όρασης ενός βατράχου.
Ανάμεσα σε δεκάδες πλάνα αρχείου, συνεντεύξεις του David Bowie, fashion στιγμιότυπα από τα 70s και στιγμές από στούντιο ηχογράφησης σε διάφορα σημεία στον χωροχρόνο, με τους Roxy Music, τους Talking Heads, τους U2 και πολλούς άλλους, ο Eno περιφέρεται στο σήμερα, στους χώρους που έχει επιλέξει να υπάρχει και να δημιουργεί, με slow tempo, χάρη και ζεν προδιάθεση. Αγγίζει ένα φύλλο για να παρατηρήσει τα ζουζούνια που έχουν κρυφτεί κάτω από τη ράχη του. Ξεφυλλίζει παλιά του σημειωματάρια, γεμάτα λέξεις και σκίτσα. Ξεθάβει παλιά μαγνητοφωνάκια και πατάει το play για να ακούσει τον εαυτό του να τραγουδά παράφωνα ή κάθε λογής ήχο της φύσης και της πόλης που του είχε λειτουργήσει ως ερέθισμα. Βγαίνει βόλτα στον κήπο. Έχει όρεξη. Έχει έμπνευση. Έχει χρόνο.
Οι μικρές σοφίες συνεχίζουν να ξεστομίζονται διαρκώς, χωρίς προειδοποίηση:
«Πηγαίνουμε σε συναυλίες γιατί μας βοηθούν να μην αισθανόμαστε μοναδικά άτομα -εκεί γινόμαστε ένα. Προσωπικά πιστεύω πως η ανάγκη του ανήκειν είναι πιο δυνατή από οτιδήποτε, πιο ισχυρή ακόμα και από την σεξουαλική ανάγκη ή την ανάγκη του να νιώθεις πως είσαι στην κορυφή του κόσμου. Πάνω από όλα αυτό που θέλουμε είναι να ανήκουμε κάπου».
Μπουμ.
Προσαρμόζοντας την σκηνοθετική του γλώσσα στους κανόνες της "generative" μουσικής που επινόησε ο Brian Eno, o Gary Hustwit «έχτισε» αυτό το ντοκιμαντέρ με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε κάθε του κόπια, κάθε του προβολή να είναι μοναδική, να μην επαναλαμβάνεται. Ο θεατής βέβαια στην πραγματικότητα δεν μπορεί να το αντιληφθεί αυτό, μιας και το μόνο που προδίδει την παραδοξότητα του μοντάζ είναι κάποια “glitches” που εμφανίζονται ανά διαστήματα, για να θυμίσουν στον αποδέκτη εικόνων πως το παζλ πλάνων που παρακολουθεί έχει «μαγειρευτεί» από αλγόριθμο, ειδικά για την περίσταση. Υποψιάζομαι πως σε άλλες προβολές ενδεχομένως να μην συμπεριλήφθηκαν τα πλάνα από το Ηρώδειο, όπου ο Eno εμφανίστηκε με τον αδελφό του πριν από μία διετία. Ελπίζω ωστόσο σε όλες τις προβολές να συμπεριλήφθηκε το παρακάτω εξής, γιατί προκάλεσε μια μικρή έκρηξη στο κεφάλι μου:
«Συνειδητοποίησα κάτι πρόσφατα που άλλαξε τελείως την καθημερινότητά μου. Ξέρεις είχα την συνήθεια να σηκώνομαι το πρωί, να φτιάχνω τσάι και πρωινό, να τσεκάρω τα e-mails μου, να διαβάζω τις ειδήσεις. Τι έκανα λοιπόν; Εισροή, εισροή, εισροή: γέμιζα τον οργανισμό μου με φαγητό και πληροφορία. Αποφάσισα λοιπόν να το αλλάξω αυτό και να ξεκινάω την ημέρα μου, χωρίς να βάζω τίποτα νέο μέσα στο σώμα μου, ούτε ερεθίσματα, ούτε φαγητό. Στρωνόμουν απευθείας στη δουλειά και άρχιζα να βγάζω πράγματα από μέσα μου. Εκροή, εκροή, εκροή. Ήταν εντυπωσιακό το αποτέλεσμα, μου ήταν πολύ πιο εύκολο το να φτιάξω κάτι δικό μου, να εκφράσω μια ιδέα, να δημιουργήσω!» Πριν προλάβω να επεξεργαστώ τις λέξεις του βγάζοντας μες στο σινεμά ένα νοερό κίτρινο φωσφοριζέ μαρκαδοράκι για να τις υπογραμμίσω μες στο κεφάλι μου, ο Eno συνεχίζει γελώντας. «Και τώρα όπως καταλαβαίνετε -τι ώρα είναι; 11:30; Περιμένω πώς και πώς να πάει 12, πεθαίνω της πείνας!»
Το Eno του Gary Hustwit προβλήθηκε στο 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.