Το Joker 2 ή αλλιώς Joker: Folie à Deux είναι το… κάπως απροσδόκητο sequel της υπέρ-επιτυχημένης πρωτότυπης ταινίας του 2019, ενός blockbuster που χτύπησε το παγκόσμιο σινεμά σαν τσουνάμι με μια διαφορετική ανάγνωση του origin του διαβόητου εγκληματικού κλόουν της DC. Με εμφανέστατα αισθητικά δάνεια από το Taxi Driver και το King of Comedy, ο Todd Philips δημιούργησε ένα καθόλα ρεαλιστικό πορτρέτο ενός ηθικά αμφίσημου «τέρατος», που δεν μιλούσε ουσιαστικά για τίποτα, ενώ παράλληλα έδινε στο κοινό ένα ιδανικό εργαλείο εκτόνωσης μιας αέναης και απροσδιόριστης κοινωνικής αδικίας. Η επιφανειακή του προσέγγιση σε θέματα ψυχικής υγείας και κατ’ επέκταση η ακόμα πιο κούφια αντισυστημική του αύρα -που ήθελε «την κοινωνία» υπεύθυνη για τα εγκλήματα του διαταραγμένου και πλέον ηρωοποιημένου πρωταγωνιστή- ντύθηκαν με όλη την απαραίτητη σοβαροφάνεια που χρειαζόταν για να ταυτιστεί ο Arthur Fleck με τον μέσο «αγανακτισμένο» της εποχής. Κάπως έτσι, το επιδερμικό σύμβολο μιας μικροαστικής κοινωνικής «επανάστασης» των πληκτρολογίων εναντίον ενός αόριστου «κατεστημένου» ξεπέρασε το ένα δισεκατομμύριο σε εισπράξεις στο παγκόσμιο box office και ολοκλήρωσε την ξέφρενη πορεία του στα μεγάλα Φεστιβάλ της εποχής με ένα Oscar στον Joaquín Phoenix. Αναμενόμενα λοιπόν, η Warner επαναφέρει καταχρηστικά τον Philips και όλο το δημιουργικό team της πρώτης ταινίας στο προσκήνιο για ένα νέο Joker – ένα sequel που ο Philips ποτέ δεν ζήτησε, αλλά το σύγχρονο εμπορικό Hollywood-ιανό μοντέλο επιτάσσει σε όλες του τις μεγάλες επιτυχίες.
Και εδώ έρχονται στο τραπέζι οι δύο μεγάλες αρετές του Joker: Folie à Deux: Η πρώτη αφορά αυτήν ακριβώς την υποβόσκουσα απροθυμία του Philips να δημιουργήσει, τόσο ένα sequel αυτό καθ’ αυτό, όσο και μια συνέχεια για τους fans της πρώτης ταινίας. Πρόθεσή του εξαρχής είναι να εξελίξει το «τέρας» του προς την πραγματική του διάσταση – όχι την απόλυτη επάνοδο ενός supervillain, αλλά απομυθοποιώντας το πλήρως και ολοκληρωτικά. Πράγματι, είναι εντυπωσιακό σε επίπεδο δημιουργίας να βλέπεις μια ταινία εκατομμυρίων να παίρνει τέτοια ρίσκα και να αποδομεί τον ίδιο της τον εαυτό με τόσο κατάφωρο τρόπο. Ο Arthur (ένας ξανά εξαιρετικός Phoenix) παλεύει διαρκώς με τη σκιά του «τιμωρού της αδικίας» που του αποδόθηκε από τη μάζα στην πρώτη ταινία (όπως υποδεικνύει σαφέστατα και η εξαιρετική animated εισαγωγή δια χειρός Sylvain Chomet του The Triplets of Belleville) και προσπαθεί διαρκώς να επαναφέρει τον εαυτό του σε «εργοστασιακές ρυθμίσεις».
Η επαναφορά αυτή έρχεται μέσω της δεύτερης αρετής της ταινίας, την επιλογή του να γυριστεί ως ένα παράξενο και ελαφρώς άχαρο -μα πλήρως λειτουργικό- juke – box musical. Το στοιχείο του musical χρησιμοποιείται για να «σβήσει» μια και καλή τις όποιες κοινωνικό-πολιτικές νύξεις είχαν μείνει ως κατάλοιπα από την ερμηνεία του σεναρίου της πρώτης ταινίας, φέρνοντας σε πρώτο πάλι πλάνο τον ήρωα/αντί-ήρωά - αυτή τη φορά όμως απογυμνωμένο από κάθε ίχνος ηθικής αμφισημίας. Μπορεί η αντιμετώπιση του Arthur σαν χαρακτήρα με αυτόν τον τρόπο, να κάνει μια ακόμα πιο κατάφωρη κατάχρηση εννοιών όπως «διδακτισμός» ή «συναισθηματική απλοϊκότητα», όμως λειτουργεί σε βασικό επίπεδο και ο θεατής μπορεί να αφουγκραστεί (σε έναν πιο υγιή βαθμό) την πνευματική τρικυμία του πρωταγωνιστή, το δράμα της ζωής του και τη σπαρακτική του έκκληση για αγάπη και αποδοχή.
Συνδετικός κρίκος των δύο παραπάνω προτερημάτων του Joker: Folie à Deux, ο χαρακτήρας της Lady Gaga, δηλαδή η Harley “Lee” Quinn: σε αυτήν ο Arthur θα βρει το νόημα της ύπαρξης που αναζητά και στην αγάπη του προς εκείνη τη διέξοδο από τον λαβύρινθο του μυαλού του. Εκείνη από την άλλη, ψάχνει τον Joker και όχι τον Arthur, μοιραία πυροδοτώντας με τον τρόπο τα γεγονότα του φινάλε – ενός φινάλε που υπηρετεί μέχρι τελευταίου πλάνου το όραμα του Philips και το ολοκληρώνει με τον πιο ταιριαστό τρόπο.
Τα παραπάνω δεν αρκούν βέβαια για να αναβαθμίσουν επαρκώς το Joker: Folie à Deux σε ένα σύγχρονο Last Temptation of Christ – με το οποίο η ταινία του Philips μοιράζεται αρκετά, καθώς αλλάζει ρότα, αφήνει πίσω την αισθητική (και μόνο) ανάγνωση των Taxi Driver και King of Comedy του πρώτου Joker και στοχάζεται με πιο ουσιαστικό τρόπο πάνω στην έννοια του απρόθυμου, κατά Scorsese, προφήτη. Η ταινία δεν ξεφεύγει εντελώς από τα σαθρά της «πόδια» και κουβαλάει μαζί της ορισμένες παθογένειες του πρώτου film – όλα κάτω από το πρίσμα ενός σεναρίου που αν και έχει εμφανώς αναγνωρίσει την ελαφρότητά του, συνεχίζει παρ’ όλα αυτά να μοιάζει ανά στιγμές υπερβολικά αφελές. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η όχι πάντα πετυχημένη μετάβαση μεταξύ δράματος και musical (musical υπό μια πολύ χαλαρή έννοια, το οποίο χρησιμοποιεί μικρά τραγουδιστικά ιντερλούδια σαν ένα μέσο ψυχολογικής εκτόνωσης του Arthur) καθώς και η κατά τα άλλα μέτρια δραματουργία για οποιοδήποτε άλλο χαρακτήρα που δεν είναι ο Arthur (με εξαίρεση τον Leigh Gill, ο οποίος μοιράζεται μαζί με τον Phoenix μάλλον την καλύτερη σκηνή του Folie à Deux). Τέλος, ο χαρακτήρας της Harley Queen, ενώ παίζει καθοριστικό ρόλο στην πλοκή παραγκωνίζεται σταδιακά, δεν του δίνεται ο φιλμικός χρόνος που ίσως χρειαζόταν -και απαιτούσε- η κατά τα άλλα εξαιρετική Lady Gaga και το ταξίδι της αφήνει ένα ελαφρύ αίσθημα ανολοκλήρωτου.
To Joker: Folie à Deux δίχασε, εξόργισε, έκανε θεατές ανά τον κόσμο έξαλλους και απέτυχε εμπορικά σε σοκαριστικό βαθμό. Λογικό εν μέρει, μιας και είναι μια ιδιαιτέρως στρυφνή ταινία, με αρκετά προβληματικά σημεία και έναν εκ φύσεως αντί-εμπορικό χαρακτήρα -ένα υβρίδιο δικαστικού δράματος και δράματος φυλακών με μουσικά στοιχεία που θα δοκιμάσει τις αντοχές ενός μέρους του κοινού στα συγκεκριμένα κινηματογραφικά είδη. Από καλλιτεχνικής όμως σκοπιάς, δεν γίνεται παρά να θαυμάσει κανείς την τόλμη του Philips και των συντελεστών της ταινίας, να δημιουργήσουν κάτι τόσο επιθετικά αντιδραστικό στην επιτυχία της πρώτης ταινίας και όλους εκείνους τους παράγοντες που την έκαναν τόσο επιτυχημένη. Μπορεί από το τραγούδι του Joker: Folie à Deux να μην «βγουν παλιάτσοι άλλοι εκατό στην κοινωνία», όμως η εσκεμμένη του «παραφωνία» θα παραμείνει παρακαταθήκη μιας ταινίας που σίγουρα δεν χρειαζόμασταν – αλλά μάλλον είναι καλό που τελικά υπάρχει.