Πάνε 36 χρόνια από την κυκλοφορία του πρωτότυπου Beetlejuice, της ταινίας δηλαδή που έβαλε για τα καλά στον κινηματογραφικό χάρτη το όνομα του Tim Burton (είχε προηγηθεί το σαγηνευτικά εκκεντρικό Pee-wee's Big Adventure και αρκετές μικρού μήκους ταινίες κινουμένων σχεδίων, με τα Vincent και Frankenweenie να ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά). Μέσω ενός αλλοπρόσαλλου φιλμικού κολλάζ γοτθικών κομιξικών πλασμάτων, μικρές πινελιές από τον βωβό γερμανικό εξπρεσιονισμό και μια γενναία δόση κομφορμιστικής μικροαστικής Αμερικής σε σύγχυση, ο ψιλόλιγνος έφηβος από το ηλιόλουστο Burbank της Καλιφόρνια βρήκε μέσα από το Beetlejuice του 1988, τον τρόπο να εξωτερικεύσει την αλλόκοτή του έλξη για το μακάβριο και το υπερφυσικό – με τον θάνατο, ίσως το μεγαλύτερο taboo όλων, να βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας και να διακωμωδείται ανελέητα.

Τα χρόνια πέρασαν όμως και ο σκηνοθέτης του οποίου κάθε ταινία υπήρξε το σκοτεινό καταφύγιο για κάθε αντικοινωνικό, εκκεντρικό και συνεσταλμένο θεατή μετατράπηκε σε κάτι διαφορετικό – μια μπανάλ επανάληψη του εαυτού του μέσω μιας αποστειρωμένης αισθητικής νόρμας, η οποία απείχε παρασάγγας από την αυθεντικά αναρχική μακάβρια φαντασμαγορία της πρώτης του περιόδου. Το 2024 όμως, απαλλαγμένος από το «λουρί» της Disney και έτοιμος, κατά τα λεγόμενά του, να αλλάξει σελίδα στηω καριέρα του (η οποία καταποντίστηκε ιδιαιτέρως, ειδικά την τελευταία 15ετία) αποφασίζει να επισκεφτεί ξανά τον Σκαθαροζούμη και να αναμετρηθεί ευθέως με τον Burton εκείνης της περιόδου – τον Burton που αγνοούσε επιδεικτικά την συμβατική αφήγηση έναντι μιας σαγηνευτικά «θανατερής» Συμφωνίας γοτθικού χάους γεμάτη με… ιδιαίτερους χαρακτήρες, ευφάνταστους κόσμους και ιδέες που δυσκολευόντουσαν να χωρέσουν σε μια και μόνο ταινία. Και η αλήθεια είναι πως, ενώ το Beetlejuice Beetlejuice τικάρει όλα τα tick-boxes ενός legacy sequel, αυτά ακριβώς είναι που γίνονται (ένα μεγάλο μέρος τους εν πάση περιπτώσει) η ρίζα για κάτι διασκεδαστικά καινούριο -γεγονός που αυτομάτως διαφοροποιεί την επιστροφή του Σκαθαροζούμη από όλα τα The Force Awakens, Ghostbusters: Afterlife, Jurassic Κακό Συναπάντημα κτλ αυτού του κόσμου.

Σίγουρα οι λάτρεις της πιο συμβατικής και «μαζεμένης» αφήγησης θα δυσκολευτούν να ενταχθούν πλήρως στο εκτροχιασμένο καινούριο νεκρό-ζώντανο πανηγύρι του Tim Burton. Οι πιο απαιτητικοί θεατές δε, θα εντοπίσουν στιγμές κατά τις οποίες το κωμικό κρεσέντο του σεναρίου δεν βρίσκει πάντα τον ζητούμενο στόχο. Οι υπεράριθμοι νέοι και παλαιοί χαρακτήρες που σκαρφίστηκε και χώρεσε μέσα σε 1 ώρα και 40 λεπτά η φαντασία του σκηνοθέτη δεν έχουν μάλλον ισότιμη χρονική μεταχείριση, ενώ οι διάφορες πλοκές και υπό-πλοκές που ανοίγουν και κλείνουν διαρκώς κάνουν την ταινία ενίοτε ασύνδετη και ελαφρώς άνιση.

Αντιθέτως, οι φανατικοί φίλοι του σκηνοθέτη που δεν λόγιζαν ποτέ την αφηγηματική του δεινότητα ως το μεγάλο του ατού, θα αγνοήσουν τα παραπάνω μικρό-προβληματάκια της ταινίας -μιας και ο ανανεωμένος πλέον Burton δείχνει να έχει αφήσει πίσω του τις βασικές παθογένειες της Disney-ικής τραγωδίας των περασμένων ετών. Η διαφαινόμενη συμφιλίωση με το μικρό, γοτθικό «απροσάρμοστο» πιτσιρίκι μέσα του, γίνεται το μέσο εξαπολύσεως στο πανί ενός άκρως διασκεδαστικού κόσμου, βγαλμένου από τα πιο παιχνιδιάρικα και αραχνοΰφαντα όνειρα του: Από τη μια, ένα καθαρτήριο – υβρίδιο μιας γραφειοκρατικής παράνοιας και ενός ultra εξπρεσιονιστικού Εργαστηρίου του Δόκτωρ Καλιγκάρι on steroids, από την άλλη μια στάση τρένου ψυχών που προορίζονται για το επόμενο στάδιο της μεταθανάτιας ζωής, όπου όλοι ακούνε και χορεύουν… soul και στη μέση η μικροαστική κωμόπολη του Winter River συνθέτουν έναν πολύχρωμο καμβά, στον οποίο μπορεί εντελώς φυσιολογικά κανείς να συναντήσει πχ. έναν άνδρα φαγωμένο από τη μέση και πάνω από καρχαρία, να τα λέει φιλικά καθήμενος σε ένα παγκάκι με έναν νεαρό surfer φαγωμένο από τη μέση και κάτω -επίσης από καρχαρία.

Στο επίκεντρο αυτού του γοτθικού luna park μαύρου χιούμορ και μεταθανάτιων παροξυσμικών νευρώσεων βρίσκεται ο ομότιτλος χαρακτήρας, ένας ακούραστος δαίμονας που περιπαίζει τα πάντα και σπάει πλάκα με τους ζωντανούς και νεκρούς σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται. Μπορεί ο Michael Keaton να είναι σήμερα 73 ετών, όμως δεν στερείται δράμι από την ενέργεια που έδωσε για να έρθει στη ζωή ο Σκαθαροζούμης το 1988 και μοιραία αποτελεί το highlight της ταινίας – κλέβοντας κάθε σκηνή στην οποία εμφανίζεται. Η Winona Ryder είναι μια μεσήλικη πλέον Lydia Deetz, της οποία η εξέλιξη του χαρακτήρα στέκεται με συνέπεια απέναντι στη νεαρότερή της version, ενώ το κωμικό timing της Catherine O’ Hara μοιάζει αδύνατον να τιθασευτεί. Η Jenna Ortega με τη σκιά της Wednesday ακόμα φρέσκια πάνω της, o απίθανα γλοιώδης Justin Theroux, o μονίμως αξιοπρόσεκτος Ben Gorman και ο εντελώς delulu Willem Dafoe δείχνουν να διασκεδάζουν την εμπειρία τους στο σύμπαν του Beetlejuice, όμως από τους νέους χαρακτήρες της ταινίας είναι η Monica Bellucci που κερδίζει τελικά τις εντυπώσεις: μια τεμαχισμένη νεκρή νύφη που σκορπίζει τον θάνατο κατά την αναζήτηση του πρώην συζύγου της, ενώ παράλληλα σαν μια άλλη Sally από το The Nightmare Before Christmas… ράβει με συρραπτικό τα κομμάτια της -σε μια από τις δύο σεκάνς ανθολογίας που ο Tim Burton έδωσε στη νέα του σύντροφο στην πραγματική ζωή (με την άλλη να αποτελεί ένα ξεκαρδιστικό σινεφίλ κλείσιμο του ματιού στο σινεμά του σπουδαίου Mario Bava).

Σε επίπεδο παραγωγής το Beetlejuice Beetlejuice είναι επίσης αναβαθμισμένο συγκριτικά με τις αμέσως προηγούμενες Burton-ικές δουλειές, με τα αναλογικά εφέ να επανέρχονται στη θέση των ψηφιακών και να αναβαθμίζουν εντελώς το τελικό αποτέλεσμα. Η χαμένη για δεκαετίες αισθητική ταυτότητα του σκηνοθέτη επανέρχεται δυναμικά και ο Danny Elfman με μια μίξη παλαιότερων συνθέσεών του αλλά και καινούριων δίνει την τελική πινελιά σε μια συνολική οπτικοακουστική εμπειρία που είχαμε να θαυμάσουμε σε ταινία του Tim Burton από τις εποχές του Big Fish -της τελευταίας του δηλαδή πραγματικά σπουδαίας ταινίας.

Το Beetlejuice Beetlejuice δεν ανακαλύπτει εκ νέου τον τροχό, δεν στερείται προβλημάτων και δεν είναι -προφανώς- ισότιμης καλλιτεχνικής αξίας με την πρωτότυπη ταινία του 1987. Ακολουθεί το μοντέλο του legacy sequel και ανακυκλώνει τον εαυτό του στον βαθμό που δεν ρισκάρει να χάσει τους φίλους της πρωτότυπης ταινίας – άρα και δεν τολμά την επιδίωξη μιας εντελώς ριζοσπαστικής νέας φιλμικής κατεύθυνσης. Παραδόξως όμως είναι μια διασκεδαστικότατη συνέχεια που δουλεύει -τόσο θεματικά όσο και υφολογικά- και ένα έργο που επαναφέρει στο προσκήνιο αρκετά από εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το σινεμά του Burton τόσο αγαπητό στα 80s και στα 90s. Μένει να δούμε αν ο Tim Burton ξανά-ήρθε για να μείνει και εάν αυτή η όρεξη θα συνεχιστεί και στην επόμενή του -κατά προτίμηση πρωτότυπη- δουλειά. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured