Οι πρωταγωνιστές του νέου κεφαλαίου ενός εκ των πλέον θρυλικών κινηματογραφικών franchises επιστημονικής φαντασίας – που εδώ επιχειρεί να συστηθεί εκ νέου σε ένα νεότερο κοινό, αφήνοντας πλέον πίσω τις αρλούμπες μεγαλομανίας του Ridley Scott και τα αμφιλεγόμενα του prequels- είναι μια παρέα μελλοντικών Gen-Z’s, η οποία επιθυμεί το αυτονόητο για τον μέσο Zoomer -να παραιτηθεί δηλαδή από τη δουλειά της και να αναχωρήσει για άλλες πολιτείες και πλανήτες με λιγότερες ευθύνες και σκοτούρες. Ο τρόπος διαφυγής από τον πλανήτη που κατοικούν και δουλεύουν κάτω από αντίξοες συνθήκες για την Εταιρεία είναι φαινομενικά απλός και απαιτεί την απόκτηση των απαραιτήτων για μεγάλα διαστημικά ταξίδια κρύο-θαλάμων, από έναν κοντινό εγκαταλελειμμένο διαστημικό σταθμό ονόματι Romulus. Για κακή τους τύχη όμως, ο Romulus ήταν ένα διαστημικό εργαστήριο που χρόνια πριν είχε περισυλλέξει τα συντρίμμια του Nostromο – με όλα όσα αυτό υπονοεί για το τι παραμονεύει στους σκοτεινούς διαδρόμους του.

Αν κάτι μπορεί να χαρακτηρίσει γενικότερα τις ταινίες της σειράς Alien, αυτό είναι σίγουρα η διαφορετικότητα της μιας προς την άλλη – κινούμενες όλες γύρω από έναν σταθερό θεματικό ιστό με δεκάδες υπό-θεματικές ενότητες, έδιναν πάντα τη δυνατότητα στον εκάστοτε σκηνοθέτη να κάνει τις απαραίτητες σκηνοθετικές αλχημείες και να φέρει την κάθε ταινία στα μέτρα του: Ο κλειστοφοβικός χαρακτήρας και ο κοσμικός τρόμος του Alien του 1979 έδωσε τη θέση του στην καταιγιστική περιπέτεια του Aliens, εν συνεχεία στον ζοφερό νιχιλισμό του γοτθικού Alien³ και τέλος στη delulu κομιξική φαντασμαγορία του εξ-ευρωπαϊσμένου Alien Resurrection. Ακόμα και τα 2 μεταγενέστερα prequels του Scott φρόντισαν να πατήσουν στα δικά τους πόδια, επιχειρώντας ένα νέο «πείραμα» πάνω στη φόρμα της σειράς.

Το Alien Romulus αντιθέτως, κάνει σαφές ότι δεν θα ακολουθήσει παρόμοια πορεία και μετά από το πρώτο -και καλύτερο- μέρος, παραδίδεται εντελώς σε μια Legacy Sequel λογική – ένα sequel που είναι και prequel αλλά και origin story ταυτόχρονα, το οποίο κοπιάρει τα χαρακτηριστικότερα μέρη των 6 προηγούμενων ταινιών της σειράς, φτιάχνοντας ένα ποτ πουρί αυτό-αναφορικότητας γεμάτο πολλαπλά eastern eggs και αλλεπάλληλα homages σε εκείνες. Στην αρχή ακόμα της ταινίας, ένας εκ των πρωταγωνιστών παίζει στο μελλοντικό του game boy ένα shoot ‘em ‘ up στο οποίο πυροβολάει κάτι που μοιάζει με… facehugger και καθώς χάνει ακούγεται από το ηχείο της κονσόλας “Game Over, Man”. Αυτό είναι μόνο μια μικρή γεύση ενός σεναρίου που κάθε λίγα λεπτά κάνει διαδοχικά call backs σε iconic στιγμές ή ατάκες -κυρίως- των Alien και Aliens, δίνοντας συνολικά το στίγμα ενός έργου -Frankenstein, δημιουργημένο ως μέσο επίκλησης της νοσταλγίας του κοινού -με τελικό σκοπό το επανα-λανσάρισμα του Alien IP από τη Disney, με τον ίδιο τρόπο που επιχείρησε πριν αρκετά χρόνια να «επαναπροσδιορίσει» το Star Wars με το The Force Awakens.

Και είναι κρίμα η εξαιρετική σκηνογραφία, το γενικότερο production design – το οποίο αποβάλλει κάθε νεοτερισμό, επαναφέρει τα πρακτικά εφέ και ευθυγραμμίζεται υφολογικά με τις 2 πρώτες ταινίες της σειράς- η καλοδουλεμένη ψηφιακή φωτογραφία του Galo Olivares και μια ενδιαφέρουσα αρχική υπόσχεση του σεναρίου, που κλείνει το μάτι σε ένα καλοδεχούμενο «πάντρεμα» Blade Runner και Alien- να χάνονται μέσα σε ένα σενάριο που θέλει να παίξει μονάχα με τους όρους του στείρου fan service. Ο Fede Alvarez δεν αφήνει πουθενά τη δημιουργική του στάμπα, αλλά αντιθέτως ο στόχος του μοιάζει να είναι να σκηνοθετεί άλλοτε όπως ο Scott, άλλοτε όπως ο Cameron και άλλοτε όπως οι Fincher και Jeunet– αναλόγως από ποια ταινία της σειράς «εμπνέεται» και η εκάστοτε σκηνή του Romulus. Μερικές έξυπνες ιδέες, όπως εκείνη της έλλειψης βαρύτητας σε μια μάχη με τα Xenomorphs μένουν εξίσου μετέωρες μέσα στη γενικότερη αίσθηση επανάληψης και μηδενικής πρωτοτυπίας, ενώ αναμενόμενα απουσιάζει πλήρως και η όποια ανάγκη για περαιτέρω ενδοσκόπηση πάνω στο αμιγώς φιλοσοφικό ή κοινωνικό-πολιτικό στοιχείο της μυθολογίας του Alienτο Romulus κάνει σαφές, επίσης από νωρίς, ότι θα είναι μια απλοϊκή περιπέτεια τρόμου επιστημονικής φαντασίας, ένα θρίλερ αγωνίας όπου μερικοί άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν μπαμπούλα και τίποτα παραπάνω. Η δε επιλογή επαναφοράς μέσω CGI ενός χαρακτήρα της πρώτης ταινίας του 1979 αποδεικνύεται καταστροφική – τόσο οπτικά και αισθητικά, όσο και ως προς τον ρόλο που αναλαμβάνει να παίξει ο εν λόγω χαρακτήρας στη βασική πλοκή της ταινίας.

Και όμως, παρά τις προφανέστατές του αδυναμίες, το Alien Romulus προσφέρει μια απενεχοποιημένη ψυχαγωγία, αποτέλεσμα ενός… εν πάση περιπτώσει λειτουργικού αφηγηματικά «best of». Το «Όλα σε θυμίζουν, απλά κι αγαπημένα» αποδεικνύεται μέσες άκρες αληθινό και ο θεατής που θα συνειδητοποιήσει τα όρια και τις πραγματικές δυνάμεις και αδυναμίες του Romulus, πιθανότατα να περάσει πολύ καλά με αυτό το Alien τσέπης για παραλία” -που είναι εν τέλει συνολικά η ταινία. Όλα αυτά όμως μέχρι το τελευταίο του τέταρτο, που η ανάγκη της Disney να πιάσει κάθε δημογραφικό κοινό θα συνδέσει ότι έχει παρακολουθήσει κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή με τα Prometheus και Covenant: με όχημα τη χειρότερη στιγμή του Alien Resurrection, το φινάλε θα δοκιμάσει τα όρια του καλού γούστου αλλά και των γενικότερων αντοχών του θεατή απέναντι στο γκροτέσκο και την… σαχλαμάρα – υπενθυμίζοντας ξανά το πόσο λάθος υπήρξαν τα Prometheus και Covenant για την ευρύτερη μυθολογία του franchise.

Τα τελευταία και αναμενόμενα γνώριμα λόγια της συμπαθέστατης Cailee Spaeny στην κάμερα προτού κάθε ίχνος φωτός χαθεί μέσα στο ζοφερό και αχανές διάστημα, αποτελούν έναν μάλλον ιδανικό επίλογο μιας ταινίας που «κάνει τη δουλειά» αλλά τίποτα παραπάνω για το franchise του Alienτου οποίου το μέλλον, πλέον στα χέρια της Disney, φαντάζει πιο τρομακτικό από όλα τα Xenomorphs και facehuggers του σύμπαντος. 

 

Διαβάστε επίσης:
Alien: Αφιέρωμα στον πιο διάσημο κινηματογραφικό «Επιβάτη του Διαστήματος»

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured