Ένα από τα πιο εμβληματικά κινηματογραφικά τέρατα του παγκόσμιου σινεμά επιστρέφει στις αίθουσες με διαφαινόμενο στόχο να επαναφέρει τον κοσμικό κλειστοφοβικό τρόμο του πρωτότυπου Alien σε μια νέα γενιά θεατών. Αφήνοντας εκτός τις δύο ταινίες της crossover σειράς Alien vs Predator γιατί δεν πληρωνόμαστε βαρέα και ανθυγιεινά, κάνουμε μια επίσκεψη στις έξι ταινίες του franchise, τις βλέπουμε ξανά και αφιερώνουμε μερικές αράδες για να μιλήσουμε για εκείνες -καθώς ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το Alien Romulus δια χειρός Fede Álvarez (Evil Dead, Don’t Breath) και να ανακαλύψουμε εκ νέου εάν οι κραυγές μας θα ακουστούν πέραν των κινηματογραφικών αιθουσών.
Alien (1979)
Το αριστουργηματικό Alien του 1979 υπήρξε ένα παράταιρο απομεινάρι του αποτυχημένου - δια χειρός Alexandro Jodorowsky- Dune, το οποίο και έφερε για πρώτη φορά κοντά τη δημιουργική πένα του Dan O’Bannon με τη ψυχοσεξουαλική γαλβανιζέ αισθητική των έργων του Ελβετού H.R. Giger και την αστείρευτη εικονογραφική φαντασία του Moebious. Με την προσθήκη του Ronald Shusett στο σενάριο και την διορατική ματιά του νεαρού Ridley Scott στη σκηνοθεσία, η 29 σελίδων πρώιμη ιδέα (ονόματι Memory) του O’Bannon εξελίχθηκε σε κάτι που θα καθόριζε την επιστημονική φαντασία για τις επόμενες δεκαετίες. Πίσω από τα πελώρια νύχια και τη γαμψή του ουρά, πέρα από το όξινο αίμα, τις αιλουροειδείς κινήσεις και το δεύτερο ζευγάρι δοντιών που ξεπρόβαλε μέσα από τα σαγόνια του, το Alien έφερε στο προσκήνιο έναν τρόμο που πήγαζε κατευθείαν από τις πιο σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου ασυνείδητου: Το μυστήριο πίσω από την αρχική του προέλευση ενισχύθηκε καθοριστικά με το απόκοσμο Lovecraft-ιανό Space Jockey στην εισαγωγή της ταινίας, δίνοντας στο κακό μια μορφή αέναη, διαχρονική και αρχέγονη. Η υπέρ το δέον σεξουαλικά φορτισμένη μορφή του πλάσματος και η γεμάτη πολλαπλές σημειολογικές αναλύσεις βίαιη σκηνή της αρχικής σύλληψης και μετέπειτα γεννήσεώς του, αποτέλεσαν αιχμηρό αντικείμενο αναλύσεων και συζητήσεων για δεκαετίες. Η ταξική διαμάχη που διαφαινόταν πίσω από τις ενέργειες των διαφόρων μελών του Nostromo έγινε ένα οργανικό παρακλάδι των παραπάνω θεματικών, ενώ η πιο «απτή» κοινωνική προβληματική του σεναρίου κορυφώθηκε με τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της Helen Ripley – ο οποίος καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο ισχυρά κινηματογραφικά φεμινιστικά σύμβολα όλων των εποχών. Ο Scott, στη δεύτερή του μόλις ταινία κατορθώνει να δημιουργήσει ένα art-house έργο επιστημονικής φαντασίας που να μην κοπιάρει σε κανένα του βαθμό το 2001: A Space Odyssey (το απόλυτο blueprint της εποχής για τις πιο «ενήλικες» ταινίες επιστημονικής φαντασίας) αντιπαραβάλλοντας στη ψυχρή συμμετρία του Kubrick έναν ρεαλισμό και μια «βρωμιά», η σήψη της οποίας ενίσχυε τον κοσμικό τρόμο που φώλιασε στα σκοτάδια των διαδρόμων του Nostromo -καθώς εκείνο έπλεε σε ένα αχανές διάστημα που «κανένας δεν μπορούσε να ακούσει τις κραυγές σου». 45 χρόνια μετά, το Alien του 1979 παραμένει μια από τις πιο σημαντικές ταινίες του σύγχρονου Αμερικάνικου σινεμά και ένα συναρπαστικό φιλοσοφικό δοκίμιο για τον ίδιο τον άνθρωπο και τις αρχές που καθορίζουν αυτό που εκείνος με τη σειρά του αποκαλεί «ζωή».
Aliens (1986)
Επτά χρόνια μετά την επιτυχία της πρώτης ταινίας, ο James Cameron αναλαμβάνει να συνεχίσει τις περιπέτειες της Ripley στο διάστημα – και κατορθώνει, όχι απλά να φανεί αντάξιος του μύθου που είχε ήδη χτίσει η αρχική ταινία, αλλά και να τον αναβαθμίσει στα σημεία: το Alien γίνεται Aliens και ο σκηνοθέτης του προ διετίας Terminator, κρατώντας τις βασικές θεματικές και την υφολογία της ταινίας του Scott, μετατρέπει το αρχικό κλειστοφοβικό υβρίδιο γοτθικού τρόμου και επιστημονικής φαντασίας σε μια καταιγιστική περιπέτεια γεμάτη αδρεναλίνη, αγωνία και σασπένς. Το Aliens γίνεται ένα από τα ελάχιστα sequels στην ιστορία του σινεμά που καταφέρνει να κοιτάξει στα μάτια την πρωτότυπη ταινία, να σταθεί στα δικά του πόδια και να γράψει τη δική του κινηματογραφική ιστορία. Η Ripley αναβαθμίζεται πλέον σε μια γνήσια action φιγούρα - και έκτοτε το απόλυτο αρχέτυπο κάθε κινηματογραφικής ηρωίδας δράσης- ενώ ο Cameron ισοσκελίζει την πιο «macho» νέα της πλευρά με την ταυτόχρονη ανάδειξη των μητρικών της ενστίκτων, εξελίσσοντας τον χαρακτήρα της με τρόπο οργανικό και εξόχως ενδιαφέρον. Ο στυγνός μιλιταρισμός που διέπει μεγάλο μέρος της ταινίας αποτελεί την «πρόφαση» για πολλές meta-αναγνώσεις και μια νέα, πιο πολιτική ανάγνωση της μυθολογίας της σειράς, ενώ τέλος, το ίδιο το πλάσμα εδραιώνεται ακόμα περισσότερο σαν μια αμοραλιστική μηχανή επιβίωσης – με την προσθήκη της Alien Queen, ο Stan Wiston παίρνει τη σκυτάλη από τον H.R. Giger και «πειράζοντας» ελαφρώς το δημιούργημά του, κατασκευάζει ένα από τα πιο εντυπωσιακά και iconic practical set pieces όλων των εποχών. Με το Aliens ο Cameron εδραιώθηκε για τα καλά στο Hollywood, εκτόξευσε στη στρατόσφαιρα το άστρο της Sigourney Weaver και διεύρυνε με συναρπαστικό τρόπο τη μυθολογία του πλάσματος, που μερικά χρόνια πριν είχε ήδη αλλάξει καθοριστικά τον ρου της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας.
Alien3 (1992)
Τo παρασκήνιο του δεύτερου sequel της κλασσικής ταινίας του Ridley Scott, αρχικά δικαιολογεί από μόνο του ένα αφιέρωμα – οδηγό για το πως δεν θα έπρεπε ποτέ να γυρίζεται οποιαδήποτε κινηματογραφική ταινία. Το studio της Fox και ο νεαρός David Fincher, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο σαν σκηνοθέτης, είχαν διαφορετικές ιδέες για την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει ο μύθος του Alien, με αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Fincher από την παραγωγή πριν το τέλος των γυρισμάτων - αποκηρύττοντας παράλληλα την ταινία, η οποία κυκλοφόρησε στις αίθουσες με ένα studi-ακό final cut, αποκτώντας εσχάτως και μια πιο ολοκληρωμένη εκδοχή ονόματι Assembly Cut. Ενώ το Alien³ δεν πλησιάζει το μεγαλείο της πρωτότυπης ταινίας και του εξίσου αριστουργηματικού Aliens του James Cameron, παραμένει με τις ατέλειες και τα πολλά προβληματικά μέρη του ένα ενδιαφέρον δείγμα διαστημικού γοτθικού τρόμου, γεμάτο με αρκετές σκηνές ανθολογίας, μια πολύ ιδιαίτερη αισθητική, διανθισμένο με μια έντονη μηδενιστική διάθεση -σήμα κατατεθέν του Fincher- αλλά και μια διαφορετική ανάγνωση των βασικών θεματικών της σειράς – αυτή τη φορά, εισάγοντας αλληγορικά τον μεσσιανισμό και την θρησκευτικότητα ως μια απάντηση/λύση απέναντι στο «πρόβλημα» του κύκλου ζωής του τέρατος. Το Alien³ μέχρι και σήμερα διχάζει τους θαυμαστές της σειράς, όντας ένα έργο άνισο και ιδιαιτέρως αποκομμένο από πολλά εγγενή χαρακτηριστικά των δυο πρώτων ταινιών της σειράς -το οποίο όμως σίγουρα παραμένει κατά πολύ πιο ενδιαφέρον, από τις όποιες προσπάθειες έκανε ο Ridley Scott στη συνέχεια για να αναστήσει το franchise.
Alien Resurrection (1997)
Oι Jean-Pierre Jeunet και Marc Caro της φήμης των Delicatessen και The City of Lost Children ήταν οι τελικοί επιλαχόντες της 20th Century Fox για να οπτικοποιήσουν με την μοναδική τους ματιά το σενάριο του Josh Whedon για μια 4η ταινία -ένα σενάριο επίσης «πειραγμένο» αρκετά από την παραγωγή- το οποίο θα έφερνε με κάποιο τρόπο τον χαρακτήρα της Ripley 200 χρόνια στο μέλλον και θα σηματοδοτούσε μια νέα της αναμέτρηση με τα θανατηφόρα πλάσματα. Ο Caro αποχώρησε λόγω αμφιβολιών για την γενικότερη καλλιτεχνική ελευθερία που θα επέτρεπε το studio γύρω από το project (σηματοδοτώντας έτσι και το οριστικό τέλος της συνεργασίας του με τον Jeunet) ενώ ο Jeunet «πάγωσε» την προετοιμασία γυρισμάτων για το ήδη ολοκληρωμένο σενάριο της Amélie, με σκοπό να αφιερωθεί πλήρως στην πρώτη του μεγάλου budget Αμερικάνικη παραγωγή. Το Alien Resurrection έφερε μια Ευρωπαϊκή πνοή αλλαγής στο ύφος και την αισθητική της σειράς, όντας ένα άκρως ενδιαφέρον οπτικό αλλά και τονικό υβρίδιο ενός μέσου Γαλλικού περιοδικού επιστημονικής φαντασίας τύπου Métal Hurlant, της ala Terry Gilliam αισθητικής του Jeunet και ενός πανάκριβου Hollywood-ιανού υπερθεάματος. Θεματικά ακολούθησε ένα πιο hard sci-fi μονοπάτι, που ήθελε τη βιογενετική και εν γένει την επιστήμη να παίζει καθοριστικό παράγοντα στην εκ νέου ανάγνωση βασικών θεματικών της σειράς. Το τελικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται ως άνισο αλλά παράλληλα και αρκετά πρόσφορο για συζήτηση, ενώ η ιδιαίτερη αισθητική της ταινίας την αναγάγει αυτομάτως σε κάτι καθηλωτικό για τον αμφιβληστροειδή – και διασώζει αρκετά τη συνολική κινηματογραφική της αξία και σημασία. Απέχοντας παρασάγγας από τις 2 πρώτες ταινίες της σειράς, το Alien Resurrection είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα που όμως φαντάζει σαν ένα ευφάνταστο what if παρακλάδι της μυθολογίας της σειράς παρά ως μια ουσιαστική προσθήκη σε αυτήν.
Prometheus (2012)
Η μεγάλη επιστροφή του Ridley Scott στο franchise ήλθε το 2012 με το Prometheus, του οποίου το trailer υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα hits της εποχής, ενώ η κρυπτικότητα πίσω από την υπόθεση και το σενάριο εκτόξευσε τις προσδοκίες σε δυσθεώρητα ύψη – από τα οποία έπεσε ελαφρώς άτσαλα το τελικό προϊόν: μια ψευδό-φιλοσοφική θεολογική αναζήτηση του Scott που μπολιάζει αναφορές από την Ελληνική μυθολογία, τον Lovecraft, τον Stanley Kubrick και το 2001: A Space Odyssey που τόσο περιτέχνως είχε αποφύγει να υιοθετήσει το Alien του 1979, τον Davin Lean, τον Δαρβινισμό, το Contact του Robert Zemeckis και πολλά ακόμα ετερόκλητα στοιχεία, σε ένα Frankenstein-ωειδές υβρίδιο επιστημονικής φαντασίας που επιχειρεί να ανανεώσει την μυθολογία της σειράς και παράλληλα, με μια πομπώδη διάθεση μεγαλομανίας , να την «εξηγήσει». Το Prometheus άλλοτε δουλεύει – τα σκηνικά και η γενικότερη αισθητική πηγάζουν από προγενέστερες δουλειές του H.R. Giger και καθηλώνουν με την απόκοσμη αύρα τους, ενώ ο χαρακτήρας του David αποδεικνύεται το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι της ταινίας- ενώ άλλοτε το προβληματικό του σενάριο, η εμφανέστατη πρόθεση για δημιουργία franchise και οι αδιάφορα γραμμένοι κεντρικοί χαρακτήρες προβληματίζουν ή απλά απογοητεύουν. Σε τελική ανάλυση, το sci-fi πόνημα του Scott είναι μια ταινία που, παρά την σχετικά ευχάριστη και ανώδυνη θέασή της, χάνει κατά κράτος την όποια σύγκριση με τα δύο πρώτα έργα της σειράς -αφού μέσα σε όλη τη νοηματική της τρικυμία, μοιάζει να αδυνατεί να αποδεχτεί πως ένα βασικό στοιχείο της επιδραστικότητας του Alien στο κινηματογραφικό status quo ήταν και το σκοτάδι που περιέβαλε την αρχική προέλευση του πλάσματος, καθώς και το παιχνίδι με τα βαθύτερα ένστικτα του θεατή.
Alien Covenant (2017)
Το Alien Covenant υπήρξε ένα mini Βατερλώ για το εν λόγω franchise, μιας και η χλιαρή του αντιμετώπιση από κοινό και κριτική αλλά κυρίως η κακή του πορεία στο παγκόσμιο box office έβαλαν στον πάγο τα όποια πλάνα είχε ο Scott για περαιτέρω prequels. Άμεση συνέχεια του Prometheus, το Covenant αποτυγχάνει παντελώς στις αρχικές του προθέσεις, αφού η όποια ανανεωτική διάθεση βρίσκει τοίχο και καταφεύγει σε εύκολους και ανούσιους εντυπωσιασμούς, ενώ προβληματικές και αφάνταστα αφελείς νοηματικές γραμμές περισσότερο μπλέκουν παρά δίνουν μια πιο ξεκάθαρη μορφή σε ένα ήδη συμβατικό και δίχως εκπλήξεις σενάριο. Το αίμα πνίγει την οθόνη, όταν τα όποια ψήγματα τρόμου αποτυγχάνουν να αγγίξουν το οποιοδήποτε βαθύτερο νεύρο του θεατή, οι διαμελισμοί πάνε και έρχονται και η φθηνή slasher εμπειρία έρχεται να καταλάβει ολοκληρωτικά το τελευταίο μέρος της ταινίας, σε ένα κακέκτυπο του Alien του 1979 που κάνει τον θεατή να απορεί πως γίνεται ο ίδιος σκηνοθέτης να βρίσκεται πίσω από την πρωτότυπη ταινία του 1979 και αυτή του 2017. Το Alien Covenant είναι ένα συμβατικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που ξεκινάει αμήχανα για να καταλήξει σε ένα εντυπωσιακό φιάσκο ολκής, μια ατυχέστατη απόπειρα επαναπροσδιορισμού της μυθολογίας της σειράς, η οποία εν τέλει καταλήγει σε ένα απομυθοποιητικό κρεσέντο μετριότητας και επανάληψης.