Η μικρή Furiosa πέφτει θύμα απαγωγής από μια συμμορία μηχανόβιων και από αυτό το σημείο ξεκινά ένα ταξίδι αυτογνωσίας, επαναπατρισμού και αιματοβαμμένης εκδίκησης. Σχεδόν μια δεκαετία από το Mad Max: Fury Road, το οποίο καρφώθηκε κατευθείαν στη λίστα με τις πιο σημαντικές ταινίες όλων των εποχών -αλλά και στην κορυφή εκείνης των καλύτερων action ταινιών της τελευταίας ίσως 20ετίας- ο George Miller επιστρέφει στη μετά-αποκαλυπτική Αυστραλία για να διηγηθεί, παρέα με τον συν-σεναριογράφο Nick Lathouris, το πως έφτασε ο χαρακτήρας της Charlize Theron στο σημείο που τον συναντάμε στην έναρξη του Fury Road, κινηματογραφώντας μάλιστα μια ιδέα η οποία υπήρχε στα χαρτιά πολύ πριν από τα γυρίσματα της ταινίας του 2014.
Μοιραία η πλειοψηφία των διαφόρων prequels στην ιστορία του κινηματογράφου αφαιρούσε κομμάτια από το μυστήριο και τον μύθο των πρωτότυπων ταινιών, καθώς «γείωνε» οτιδήποτε έλαμπε δια της μυστηριώδους του αύρας – με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Space Jockey του πρωτότυπου Alien, του οποίου τo κοσμικό μυστήριο αποδόμησαν άδοξα τα σύγχρονα prequel που γύρισε ο Scott. Η μυθική διάσταση που έπαιρναν στο κεφάλι του θεατή κάποια στοιχεία, των οποίων οι εγγενείς λεπτομέρειες δεν γινόντουσαν ποτέ ευδιάκριτες, τρύπωναν εύκολα και αμετάκλητα στο ασυνείδητο του -ακόμα και αν δεν μπορούσε να δοθεί μια ακριβής «μορφή» στο αίνιγμα ή την ίντριγκα που εξαρχής προκαλούσαν. Για την ακρίβεια, ελάχιστα είναι τα prequel στην ιστορία του σινεμά που απέκτησαν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, με κλασσικό παράδειγμα την ιστορία του νεαρού Vito Corleone, η οποία έμπλεξε το παρόν και το παρελθόν της οικογένειας Corleone στο The Godfather Part II, τα σχεδόν αυτόνομα The Good the Bad and the Ugly και Indiana Jones and the Temple of Doom ή… ότι και αν ήταν αυτό που μάθαμε για τον μυστηριώδη κόσμο του Twin Peaks στο Twin Peaks: Fire Walk With Me.
Η Furiosa δεν αποφεύγει το παραπάνω prequel-ικό παράπτωμα, ευτυχώς όμως όχι στον απόλυτα καταστροφικό βαθμό που συμβαίνει συνήθως αλλά και πάλι, η αναμέτρηση των νέων δεδομένων που επιθυμεί να εισάγει για την καταγωγή της πρωταγωνίστριας και την πορεία της προς τη χειραφέτηση έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με μια αρχική ταινία, η οποία, μαζί με όσα την συνθέτουν, έχει σχεδόν περάσει πλέον στη σφαίρα του θρύλου. Και η θυσία της αφαιρετικότητας και της χαλαρής συνοχής (η οποία διέπει διαχρονικά τις ταινίες του Mad Max), για την ανάδειξη της μεγάλης και επικής Οδύσσειας μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο κανόνες, άτυπους θεσμούς, διαδικασίες και διάφορες ιεραρχίες, δεν δουλεύει ιδιαίτερα, αλλοιώνει σημαντικά τον χαρακτήρα της σειράς και τρόπο τινά «μικραίνει» το σύμπαν της.
Το Furiosa, οπτικά και υφολογικά μοιάζει με μια looney tones version του Fury Road, από το οποίο διαφοροποιείται παράλληλα και ως προς το αφηγηματικό σκέλος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς ο στόχος εδώ είναι η κοσμογονία και όχι η εξιστόρηση μιας σφικτής ιστορίας μέσα σε ένα περιβάλλον που ορίζεται τόσο – όσο χρειάζεται. Η διάρκεια των δύο ωρών και τριάντα λεπτών που διαρκεί η ταινία «κρεμάει» αρκετά, ο μεγάλος όγκος πληροφορίας τρέχει ανεξέλεγκτος μέσα σε μια ανερμάτιστη ροή και έναν προβληματικό ρυθμό -το «σπάσιμο» της ταινίας σε κεφάλαια βοηθάει κάπως το πρόβλημα αλλά δεν το λύνει ποτέ. Το πρώτο -και πιο ενδιαφέρον- μέρος με την ανήλικη ακόμα Furiosa προμηνύει μια πιο συναρπαστική εξέλιξη από αυτό που παίρνει κανείς στο δεύτερο μισό της ταινίας, με την Anya Taylor Joy να στέκεται στα πόδια της, αλλά παράλληλα να συνθλίβεται κιόλας από την ανάμνηση της Theron, όποτε εκείνη νομοτελειακά έρχεται στο μυαλό του θεατή. Ο Chris Hemsworth παίζει ένα ενδιαφέρον over the top cartoon με ψήγματα βάθους, ο οποίος καταφέρνει να ξεχωρίσει αλλά επουδενί να αγγίξει την παρανοϊκή φιγούρα του Immortan Joe από το Fury Road, ενώ ο μοναδικός χαρακτήρας της ταινίας που, υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να σταθεί σε κάθε ταινία του franchise είναι εκείνος του Tom Burke - καθώς κεντρίζει το ενδιαφέρον με την προσωπικότητά του και παράλληλα την εσκεμμένη απουσία ξεκάθαρων κινήτρων.
Οπτικά η Furiosa έρχεται να φέρει στο πανί ένα θέαμα υψηλών οκτανίων, υπέρ το δέον στυλιζαρισμένο και αρκετά heavy illustrated με ψηφιακές πινελιές – που όμως εξυπηρετεί και την cartoon αισθητική της ταινίας, η οποία αν και φαινομενικά συνεπής με την ευρύτερη αισθητική του Fury Road, διαφέρει παρασάγγας από αυτό, καθώς τονίζει το στοιχείο της υπερβολής όσο τίποτε άλλο. Το θέαμα είναι κατά κύριο λόγο practical, όμως το CGI και το green screen χρησιμοποιούνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την προηγούμενη ταινία για την τελική οπτικοποίηση της δράσης, γεγονός που ίσως «πετάξει» εκτός αρκετούς θεατές που θα δυσκολευθούν να δεχθούν τη συγκεκριμένη συνθήκη -και προτιμούν την πιο ιδιαίτερη τεχνοτροπία του Fury Road ή την εντελώς χειροποίητη των υπολοίπων ταινιών της σειράς.
Βασικότερο ατού της ταινίας παραμένει η συνέπεια και το πάθος του George Miller πίσω από την κάμερα και το σενάριο: παρά τις παθογένειες του Furiosa, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι πίσω από όλη αυτή την κακοφωνία λαμαρίνας, μέτριου CGI και προβληματικής αφήγησης υπάρχει ένας δημιουργός που έχει επενδύσει φαιά ουσία στον κόσμο που έχει πλάσει, γνωρίζει τα πάντα για αυτόν και έχει πολύ συγκεκριμένες θεματικές που τον ενδιαφέρουν να θίξει -σε βάθος και όχι επιφανειακά. Η επιλογή δε να μην επαναλάβει κάτι αντίστοιχο με το Fury Road, αλλά να γυρίσει μια ταινία εντελώς διαφορετική από αυτό, είναι επίσης σίγουρα κάτι αξιέπαινο. Στα θετικά κομμάτια της ταινίας έρχεται και το όλο κεφάλαιο της γυναικείας χειραφέτησης, το οποίο αν και δεν φτάνει συνολικά το αντίστοιχο βάρος του Fury Road, αλλά ούτε και τη σημασιολογική του αμεσότητα, έχει και πάλι μια συνεπή και εύρυθμη σεναριακή λειτουργία, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις ή να υποκύπτει σε πιο συμβατικές ή υπέρ-απλουστευμένες φόρμες που χάνουν την ουσία.
Μοιραία λοιπόν, αν κάποιος περιμένει να δει κάτι ανάλογο του Fury Road -δηλαδή μια από τις καλύτερες ταινίες της τελευταίας 15ετίας- θα απογοητευτεί. Η ταινία πυροβολεί μάλιστα και το πόδι της στους τίτλους τέλους, όταν και εμφανίζονται εμβόλιμα σκηνές από το Fury Road, οι οποίες την κάνουν να φαίνεται ακόμα περισσότερο σαν φτωχός συγγενής του. Για αυτό που θέλει να είναι η Furiosa το καταφέρνει αλλά ασθμαίνοντας, σχεδόν σαν να οδηγεί με το ένα πόδι στο φρένο και με ένα μισό-άδειο ντεπόζιτο βενζίνης. Ίσως η μεγάλη χρονική απόσταση από το Fury Road να μην την ευνόησε δημιουργικά – αλλά και στο πλασάρισμά της στις αίθουσες, όπου τα πρώτα reports αναφέρουν μια μεγάλη σύγχρονη ταμειακή αποτυχία. Το όραμα του Miller παραμένει εκεί, η υλοποίηση πάσχει, όμως ευχή όλων είναι να μην σταθεί ο διαφαινόμενος εμπορικός καταποντισμός της ταινίας εμπόδιο, για τη δημιουργία κι άλλων ταινιών στο σύμπαν του μετά-αποκαλυπτικού κόσμου που σκαρφίστηκε πρώτη φορά το μακρινό 1979 – γιατί στο τέλος της ημέρας και παρά τα πολλά της προβλήματα, η Furiosa καταφέρνει και πάλι να ξεχωρίσει χαρακτηριστικά από τον σωρό των σύγχρονων blockbuster.