Ο χρόνος είναι ο μόνος άξιος κριτής ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Ανελέητος, ασαφής και αλλόκοτος, μόνο εκείνος μπορεί να δώσει σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό δημιούργημα την εφήμερη ή μακρόχρονη αναγνώριση που του αξίζει. Στην περίπτωση του Ρένου Χαραλαμπίδη πάντως, ο χρόνος φέρθηκε σουρεαλιστικά στον δημιουργό / σκηνοθέτη / ηθοποιό. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’90, με έμφυτη αγάπη για την τέχνη και παραιτούμενος της προσπάθειας να αποφοιτήσει από το Παιδαγωγικό Αθηνών, ο Χαραλαμπίδης αποφασίζει να στραφεί στην υποκριτική. Κυρίως αυτοδίδακτος μα έχοντας παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια, εισέρχεται σταδιακά στον χώρο του θεάτρου, της τηλεόρασης και του σινεμά. Η παρουσία του στην τηλεόραση γίνεται δημοφιλής και αναγνωρίσιμη αλλά το ευρύ κοινό δε γνωρίζει πως η μεγάλη του φιλοδοξία είναι να φτιάχνει τις δικές του ταινίες, με τις δικές του συνθήκες και αισθητική. Στην εκπνοή του 20ου αιώνα, ο Ρένος Χαραλαμπίδης γίνεται γνωστός μέσα από τον ρόλο του ως Θανάσης Καλημέρης στο σίριαλ «Κάτι τρέχει με τους δίπλα». Όμως την ίδια περίοδο εκείνος προσπαθεί να φτιάξει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Φτηνά Τσιγάρα», έχοντας αναμίξει στο μίξερ του γούστου του τις επιρροές του από τον κλασικό αμερικάνικο και τον ελληνικό κινηματογράφο με τον Jim Jarmusch και τον Akira Kurosawa. Ωστόσο, η ιστορία των αθηνολατρικών, αισθαντικών και συχνά αυτοαναφορικών ταινιών του σκηνοθέτη έχει ξεκίνησει λίγο πιο πριν.
No Budget Story (1997)
Ο Ειρηναίος (Ρένος Χαραλαμπίδης) είναι ένας φιλόδοξος σκηνοθέτης που ονειρεύεται να δημιουργήσει τη δική του ταινία αλλά αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Την ίδια στιγμή που δεν έχει τα χρήματα να πληρώσει το νοίκι, αυτός φαντάζεται ότι η ταινία που θέλει να γεννήσει πρέπει να είναι αυστηρά προσωπικής αισθητικής και χωρίς εκπτώσεις στη μορφή και το περιεχόμενο. Τότε, δύο γνωριμίες του αλλάζουν τη ζωή. Το ένα πρόσωπο είναι ο Τόλης (Γιάννης Μποσταντζόγλου), ένας άνθρωπος του καλλιτεχνικού υποκόσμου, ο οποίος προσφέρεται να χρηματοδοτήσει την πρώτη ταινία του Ειρηναίου με ένα σοβαρό τίμημα… Το δεύτερο πρόσωπο είναι η γειτόνισσά του η Μαρία (Δήμητρα Παπαδήμα). Είναι όμορφη, γοητευτική και ασχολείται με την υποκριτική. Έτσι, της ζητά να είναι η πρωταγωνίστρια της ταινίας του και αρχίζει ένα ταξίδι αυτογνωσίας που θα τον οδηγήσει σε μονοπάτια πρωτόγνωρα. Πρόκειται για ένα έργο γυρισμένο σε ασπρόμαυρο film, με καλαίσθητο soundtrack από όπου δε λείπει ο Tom Waits, αν και σχετικά πρόσφατα ο Χαραλαμπίδης την επανακυκλοφόρησε με δική του μουσική. Για όσους δεν ξέρουν, η μουσική είναι η πρώτη αγάπη του δημιουργού. Τέλος, δεν πρέπει να παραλειφθεί η εξαιρετική κωμικοτραγική ερμηνεία του Γιώργου Βουλτζάτη στον ρόλο του Μάριου. Οι συστάσεις και οι κριτικές για την ταινία, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι θετικές τη στιγμή που κυκλοφορεί.
Φτηνά Τσιγάρα (1999)
Ο Δεκαπενταύγουστος στη ζεστή και ερημική Αθήνα είναι μια δύσκολη υπόθεση. Όμως, ο Νίκος (Ρένος Χαραλαμπίδης) δεν πτοείται από τις συνθήκες της θερινής ραστώνης και ψάχνει να βρει ή να χάσει τον εαυτό του σε απλές καθημερινές στιγμές, σε καφενεία, μπαρ και σε συναντήσεις με γνωστούς και αγνώστους. Έτσι, ένα βράδυ, όπως βαδίζει στους άδειους δρόμους, βλέπει τη Σοφία (Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους), μια όμορφη κοπέλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και δε χάνει ευκαιρία να τη γνωρίσει. Εκείνος είναι άεργος και αδέσμευτος ενώ εκείνη πετυχημένη στον χώρο της μόδας και δεσμευμένη. Της προτείνει, λοιπόν, απλώς να γνωριστούν περπατώντας, υπογραμμίζοντας πως είναι καλύτερο να μετανιώνεις για αυτά που έχεις κάνει παρά για όσα δεν έκανες. Οι δυο τους θα χαθούν μέσα σε μια ποιητική και ρομαντική περιπέτεια που αν την κοιτάξει κανείς με τα σύγχρονα μέσα, αγγίζει πια τα όρια της φαντασίας. Ο φακός διεισδύει στη λαογραφία της αλλαγής του millennium , με τα πλάνα μιας διαφορετικής πόλης να περνούν μπροστά, κάτι που εντείνει τη ρομαντική πλευρά της ταινίας στο σήμερα (καρτοτηλέφωνα, κίτρινα τρόλεϊ, υπόγειες στοές, καφενεία, το παλιό Zonars, η παλιά καντίνα του Λυκαβηττό, η άδεια Πανεπιστημίου κτλ). Σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν έχει κάνει ακόμη την επέλασή της, οι δύο άγνωστοι ορμούν σε γοητευτικές και ειλικρινείς εξομολογήσεις σχετικά με τις ζωές τους και τα υπαρξιακά τους ερωτήματα. Ο Χαραλαμπίδης επιστρατεύει μια θαυμάσια ομάδα συνεργατών (Μιχάλης Ιατρόπουλος, Άλκης Παναγιωτίδης, Ανδρέας Νάτσιος, Βάνα Πεφάνη, Μάνος Βακούσης, Τάκης Σπυριδάκης, Νίκος Κατής, με αξέχαστη πια την ερμηνεία του Κώστα Τσάκωνα). Παράλληλα, όλα αυτά συμβαίνουν υπό τους ήχους του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και τη φωνή της Έλλης Πασπαλά που μαζί χαρίζουν ένα αξέχαστο δροσερό soundtrack, μια αέρια στιγμή στην ιστορία του ελληνικού και ευρωπαϊκού σινεμά. Ακόμη μια φορά, η εμπορική αποτυχία είναι παταγώδης και ο δημιουργός αποφασίζει να στραφεί σε πιο εύπεπτα έργα όταν σχεδιάσει την επόμενη σκηνοθετική του απόπειρα.
Η καρδιά του κτήνους (2005)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πέτρου Τατσόπουλου, «Η καρδιά του κτήνους» ακολουθεί την ιστορία του Στέφανου. Έχει σπουδάσει φιλοσοφία στη Βιέννη, έχει εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής του θητείας στην Ελλάδα και έχει πρόσφατα χάσει τη μητέρα του. Το ωραιοπαθές και φιλάρεσκο κάστρο του αρχίζει σιγά σιγά να γκρεμίζεται όταν στην απώλεια της μητέρας του, η οποία του άφησε πολλά χρέη, προστίθεται και ο χωρισμός με την έως τώρα σύντροφό του. Αν και δυσκολεύεται να ξεθολώσει από το ναρκισσιστικό του τοπίο, όταν συνειδητοποιεί πως ο κόσμος του γκρεμίζεται και η εικόνα που είχε για τον εαυτό του, δεν είναι και τελικά αυτή που νομίζει, η συνάντηση με έναν παλιό του συμμαθητή τον Νίκο (Γιώργος Βουλτζάτης), θα τον στρέψουν σε σκοτεινές αποφάσεις που ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να πάρει. Οι δυο τους, μαζί με έναν κοινό φίλο, τον Άρη (Μάνος Βακούσης) καταστρώνουν τελικά να ληστέψουν μια τράπεζα, μια κίνηση που θα βοηθήσει τον καθένα στα προσωπικά προβλήματα που τον ταλανίζουν τον καθένα τη δεδομένη περίοδο. Ωστόσο, τα πράγματα δε θα πάνε όπως τα έχουν σχεδιάσει. Όπως έχει δηλώσει ο Διονύσης Σαββόπουλος, πρόκειται για ένα film με ποιητικό πυρήνα, ενώ η μουσική κατέχει πάλι εξέχοντα ρόλο στον ρυθμό της πλοκής, με «ανώτερη» στιγμή την ερμηνεία της Μόρφως Τσαϊρέλη στο τραγούδι «Όσα περάσαν». Η κινηματογραφική κριτική της εποχής φαίνεται πως αρχίζει να αναγνωρίζει ποιότητες στο σινεμά του Χαραλαμπίδη, όχι στις προηγούμενες προσπάθειες, αλλά έστω σε αυτήν.
Τέσσερα Μαύρα Κουστούμια (2010)
Σε αυτήν την ταινία μπολιάζονται ενδεχομένως όλα τα πετραδάκια που αποτελούν την καλλιτεχνική ταυτότητα του Χαραλαμπίδη, αφού συνυπάρχει το εύπεπτο με το ποιητικό στοιχείο, ο σουρεαλισμός και η ωμότητα, η κωμωδία και η τραγωδία, η ζωή και ο θάνατος. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία που πραγματεύεται με κομψό και αστείο τρόπο την αμετάκλητη κατάσταση του θανάτου. Η επιλογή των ηθοποιών είναι όπως πάντα αριστουργηματική (Άλκης Παναγιωτίδης, Γιάννης Ζουγανέλης, Τάκης Σπυριδάκης, Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Βερύκιος, Νίκος Κατής και Τιτίκα Σαριγκούλη) και η μουσική είναι και εδώ γραμμένη από τον ίδιο τον δημιουργό, ο οποίος κινείται πάντα σε folk ρυθμούς. Μια συντροφιά νεκροθαφτών αποφασίζουν να κάνουν την τελευταία τους κηδεία πραγματοποιώντας ένα οδοιπορικό από την Αθήνα μέχρι ένα χωριό της Βοιωτίας, σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου του αποθανόντος, αφού τον μεταφέρουν με τα πόδια (στην κυριολεξία), αποσκοπώντας σε δεινές οικονομικές απολαβές που όλοι έχουν ανάγκη ώστε να σταματήσουν τη λειτουργία αυτού του επαγγέλματος και παρατηρώντας την ελληνική φύση και τα ευτράπελα της επαρχίας. Το απολαυστικό ταξίδι των πρωταγωνιστών παρασύρει τον θεατή σε μια κατάβαση συνάμα φωτεινή και σκοτεινή ενώ η σκηνή που το "Knocking on Heaven’s Door" του Bob Dylan σταματάει κάθε άλλον ήχο της ταινίας, είναι μάλλον η κορυφαία σκηνή της ταινίας!
Όπως έχει πει ο ίδιος ο δημιουργός, η αποτυχία των δύο πρώτων ταινιών καθόρισε τη μετέπειτά πορεία του κάνοντάς τον να διαβεί πιο “pop” δρόμους και βυθίζοντάς τον στη θλίψη των όσων θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλιώς. Όμως η ζωή ξέρει και η διαδικτυακή επανάσταση οδήγησε ένα τεράστιο κοινό, το οποίο απαρτίζεται κατά κόρον από νέους ανθρώπους, στην ανακάλυψη των ταινιών του και ειδικά των Φτηνών Τσιγάρων. Ο Βρασίδας Καραλής (καθηγητής Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σύδνει) στο βιβλίο του «Μια ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» συγκαταλέγει τη συγκεκριμένη ταινία σε αυτές που στην εποχή τους προσπάθησαν να κερδίσουν το κοινό με καλές αφηγήσεις που θύμιζαν το παλιό καλό ελληνικό σινεμά.
Όλα αυτά φέρνουν τον σκηνοθέτη / ηθοποιό στη σημερινή αναγνώριση, στη βράβευσή του από την ελληνική κοινότητα της Νέας Υόρκης, στην προβολή των ταινιών του στο πλαίσιο ακαδημαϊκής διδασκαλίας στην Οκλαχόμα και φυσικά στην επερχόμενη ταινία του με τίτλο «Νυχτερινός Εκφωνητής», που από το trailer μοιάζει να διαπνέεται από αρκετά στοιχεία της πρώτη του εποχής. Η ταινία αφορά το παρόν ενός 50άρη ραδιοφωνικού παραγωγού, ο οποίος πραγματοποιεί ένα κάλεσμα μέσω της νυχτερινής ραδιοφωνικής του εκπομπής. Συνδυάζοντας τον ψηφιακό με τον αναλογικό ήχο, παίζει τα μηνύματα που είχε αφήσει κάποτε στον τηλεφωνητή του μια παλιά του σχέση, την οποία κατάλαβε στην πορεία ότι αδίκησε. Όλα αυτά διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια ενός αθηναϊκού νυχτερινού Μαραθωνίου. Τα πλάνα από την πόλη φυσικά και κατέχουν προεξέχοντα ρόλο, όπως και η προσεγμένη μουσική επιμέλεια. Πρόκειται για έναν ύμνο στους χαμένους έρωτες, στην πόλη της Αθήνας που αλλάζει αλλά κυρίως στη μαγεία του ραδιοφώνου μέσω της οποίας πολλοί έχουν βρει καταφύγιο και παρηγοριά.