Πριν από 70 ακριβώς χρόνια, το διασημότερο kaiju της Ιαπωνικής κουλτούρας έκανε την εμφάνισή του στις κινηματογραφικές ακτογραμμές του Tokyo, δια χειρός Ishirō Honda – ένα προϊστορικό δεινοσαυροειδές πλάσμα, το οποίο κάτω από την τραχιά του επιφάνεια έκρυβε τον τρόμο της πυρηνικής μεταπολεμικής εποχής, καθώς το Nagasaki και η Hiroshima μετρούσαν ακόμα πτώματα και τόνους ραδιενέργειας κάτω από τις στάχτες τους. Όσο πιο βαθιά έμπαινε όμως κανείς στη ψυχοσύνθεση των ηρώων των επόμενων ταινιών της σειράς, ήταν αρκετά εύκολο να διακρίνει τις περαιτέρω συνειδησιακές προεκτάσεις του δημιουργήματος του Honda: ένα συνονθύλευμα τύψεων και αποστροφής για το ιμπεριαλιστικό παρελθόν της Ιαπωνίας, το PTSD και τα ψυχολογικά κατάλοιπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αιώνια αγωνία των Ιαπώνων για τους σεισμούς και γενικότερα όλα όσα σαν λαός φοβόντουσαν να κοιτάξουν κατάματα -προϊόντα, κατά κύριο λόγο, των δικών τους λαθών και αδυναμιών- τα οποία και είχαν βρει τον τρόπο να επιστρέψουν, μέσω του Godzilla, για να τους στοιχειώσουν.
Στα 70 χρόνια παρουσίας στο κινηματογραφικό στερέωμα, ο Godzilla γνώρισε δεκάδες sequels (33 Ιαπωνικές ταινίες στο σύνολό τους, εκ των οποίων αρκετές μεταγενέστερες σχοινοβάτησαν στα λεπτά όρια του cult και της ξεδιάντροπής ανοησίας) καθώς και 5 Αμερικάνικες ταινίες, με μόνο μια εκ των οποίων (το Godzilla του 2014 από τον Gareth Edwards) να καταφέρνει κάπως να σταθεί αξιοπρεπώς απέναντι στην κινηματογραφική ιστορία του Godzilla (όντας μια περιπέτεια αγωνίας και καταστροφής όμως και απέχοντας παρασάγγας από το σημασιολογικό βάθος της πρωτότυπης ιδέας γύρω από τον Godzilla).
Η ταινία του Takashi Yamazaki Godzilla Minus One, της οποίας η πορεία στις αίθουσες του υπόλοιπου κόσμου επηρεάστηκε από την κυκλοφορία του Αμερικανικού Godzilla x Kong: The New Empire (μια ψηφιακή κακοφωνία γιγαντιαίων μπουκέτων μεταξύ των 2 διάσημων κινηματογραφικών τεράτων videogame νοοτροπίας) και της συμφωνίας μεταξύ Legendary Pictures και Toho Studios για περιορισμένη διανομή της Ιαπωνικής παραγωγής (στη χώρα μας κυκλοφόρησε για μια σκάρτη εβδομάδα τον περασμένο Δεκέμβριο), επιχειρεί να επιστρέψει στις ρίζες του πελώριου kaiju και την ουσία του: βάζει τον ανθρώπινο παράγοντα στο προσκήνιο και μέσω του Godzilla, τον φέρνει αντιμέτωπο με όλα όσα τον βαραίνουν καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει και οι Ιάπωνες έρχονται προ των ευθυνών τους.
Ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ένας πιλότος καμικάζι, ο οποίος αυτομόλησε για να γλιτώσει τον βέβαιο θάνατο και περιφέρεται με τη στάμπα του «ατιμασμένου» -έχοντας παράλληλα πάρει υπό την προστασία του ένα ορφανό βρέφος και τη γυναίκα που το περιμάζεψε αρχικά μέσα από τα καψαλισμένα συντρίμμια του Tokyo. Η λανθασμένη άποψη περί τιμής που μοιάζει ριζωμένη βαθιά στην Ιαπωνική κουλτούρα -και εξισώνεται με τον θάνατο ως μοναδικό εργαλείο επανάκτησής της- έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον Godzilla, το φάντασμα δηλαδή του πολέμου. Η καταστροφική εμφάνιση του Godzilla θα ενεργοποιήσει σταδιακά την αμφισβήτηση των ιεραρχιών και την ανάγκη για συλλογικότητα, καθώς μέσω της αυτό-οργάνωσης οι πρωταγωνιστές, αλλά και ο ίδιος ο Ιαπωνικός λαός που συμμετείχε στη λάθος πλευρά του πολέμου προς χάριν μιας εσφαλμένης αίσθησης αστικού (και όχι ταξικού) πατριωτισμού, θα αναζητήσουν όχι έναν (άνευ ουσίας) τιμητικό θάνατο – αλλά την ανάγκη για ζωή και τη διατήρηση αυτής με κάθε δυνατό μέσο και τρόπο. Ο Yamazaki γνωρίζει καλά το υλικό του και τις όποιες θεματικές προεκτάσεις μπορεί να αντλήσει από εκείνο, σκηνοθετώντας με στωικότητα μια επική ταινία ευκρινών πλάνων που προάγουν τον άνθρωπο και τις βαθύτερες του ανησυχίες έναντι των εικόνων καταστροφής και μεγάλου θεάματος -η ταινία βρίθει εντυπωσιακών σκηνών και σεκάνς δέους, οι οποίες όμως πάντα εναρμονίζονται με την οπτική και τη ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών της-
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του τελικού αποτελέσματος πιστώνεται αδιαμφισβήτητα και η ομάδα των ειδικών εφέ της ταινίας, η οποία εκμεταλλεύτηκε όσο πιο δημιουργικά μπορούσε το συνολικό budget των περίπου 12 εκατομμυρίων δολαρίων της παραγωγής για να δημιουργήσει ένα εξαιρετικό οπτικό αποτέλεσμα – η οποίο μάλιστα απέσπασε και το Oscar της αντίστοιχης κατηγορίας στα φετινά βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Εύσημα πρέπει να αποδοθούν και στον Naoki Satō που έγραψε τη μουσική της ταινίας, η οποία καταφέρνει να συνδέσει με απόλυτα οργανικό τρόπο την αγωνία, τον τρόμο και τη λύτρωση, κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα του επικού συναισθήματος που διέπει διαρκώς το έργο.
Το Godzilla Minus One έρχεται σε μια εποχή που το μεγάλο σινεμά των αιθουσών έχει κάνει μια στροφή προς πιο καλλιτεχνικά θεάματα δημιουργών (όπως απέδειξαν και οι εισπράξεις των πρόσφατων Oppenheimer, Dune, Barbie κτλ) ελλείψει της οχλαγωγίας των υπέρ-ηρώων με τα κολάν (οι οποίοι περνάνε μια παρατεταμένη κρίση) και τοποθετείται αβίαστα στα καλύτερα monster movies που έχουν γυριστεί ποτέ. Δυστυχώς, οι συγκυρίες εμπόδισαν τη θέαση μιας τέτοιας ταινίας στη μεγάλη οθόνη (στη χώρα μας είναι διαθέσιμη μέσω Netflix) όμως ακόμα και έτσι, το Godzilla Minus One είναι μια ταινία που αξίζει την προσοχή και υποστήριξη όλων – σινεμά που θυμίζει άλλες εποχές grande θεάματος, υποδειγματικής αφηγηματικής οικονομίας, καλπάζουσας ροής και κυρίως καρδιάς πίσω από τις βαθύτερες του ανησυχίες.