Επιβλητική νουάρ ατμόσφαιρα με μια γενναιόδωρη δόση από pulp στοιχείο, slow burning σενάριο από αυτά που είχαμε ξεχάσει πως υπήρχαν, ερμηνείες οσκαρικού επιπέδου από τρεις πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες που μοιάζουν σαν να γεννήθηκαν για τον ρόλο και η αιματοβαμμένη ιστορία της Αμερικής σε πρώτο πλάνο. Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού (Killers Of The Flower Moon) είναι η μεγάλη επιστροφή του Martin Scorsese μετά τον πολυσυζητημένο (αλλά και με ανάμεικτες κριτικές) Ιρλανδό (The Irishman), που λίγο μετά την πρώτη της προβολή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας, ανοίγει και επίσημα στις διεθνείς και εγχώριες αίθουσες. Όχι μόνο για να αποτελέσει το μεγαλύτερο blockbuster του φθινοπώρου, αλλά και μια από τις αναμφισβήτητα καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Βασισμένη στο best-seller βιβλίο του David Grann, Killers of the Flower Moon: The Osage Murders and the Birth of the FBI, η ταινία αποτελούσε σίγουρο πλάνο του πρωταγωνιστή της, Leonardo DiCaprio, ο οποίος έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου το 2016 – πριν καν αυτό κυκλοφορήσει – θέλοντας να το προτείνει στον Scorsese και να συνεργαστούν για ακόμη μια φορά μετά από επιτυχίες σαν τις Συμμορίες της Νέας Υόρκης ή τον Λύκο της Wall Street. Και μπορεί να πήρε λίγα χρόνια λόγω άλλων κινηματογραφικών υποχρεώσεων των συντελεστών της, όμως η ταινία πήρε τελικά σάρκα και οστά χάρη στο διασκευασμένο σενάριο του ίδιου του Scorsese αλλά και του πολυβραβευμένου Eric Roth (Forrest Gump, Ο Πληροφοριοδότης, Μόναχο, Ένα Αστέρι Γεννιέται, Dune κ.α.).
Η ταινία μας γυρνά πίσω στη δεκαετία του 1920 στην Oklahoma των ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα στην άγονη γη της κομητείας Osage. Εκεί, οι Ινδιάνοι της ομώνυμης φυλής έχουν εγκατασταθεί από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα εξαιτίας της αρπαγής των εδαφών τους, όμως ζουν πλέον μέσα σε αμύθητα πλούτη λόγω ενός παράγοντα που κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει: την ύπαρξη τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου στην περιοχή τους.
Στο Osage επιστρέφει και ο νεαρός και εξόχως κουτοπόνηρος Ernest Berkhart (που ερμηνεύει ο DiCaprio), θέλοντας να στεριώσει σε έναν τόπο και να φτιάξει οικογένεια, μετά τη συμμετοχή του στον Μεγάλο Πόλεμο. Κίνητρό του ως προς τον τόπο επιλογής ο θείος του, William Hale, ή ένας απολαυστικός Robert DeNiro στη δέκατη συνεργασία της καριέρας του με τον Scorsese. Εκείνος είναι ένας πλούσιος κτηνοτρόφος της περιοχής, που χαίρει τεράστιας εκτίμησης από τον ντόπιο πληθυσμό ως ευεργέτης της και που σύντομα θα συμβουλέψει τον ανιψιό που έχει υπό την προστασία του ότι η καλύτερη επιλογή για το μέλλον του είναι ένας γάμος με την πλούσια Ινδιάνα Molly που ερμηνεύει η Lily Gladstone. Και έτσι και θα γίνει.
Αυτό που όμως ξεκινά ως ένας γνήσιος έρωτας μεταξύ του Ernest και της Molly θα πάρει μια εξαιρετικά σκοτεινή τροπή όταν έναν πέπλο θανάτου θα σκορπιστεί πάνω από την οικογένειά της, αλλά και ολόκληρης της φυλής της, με τους ανεξήγητους θανάτους εντός τους να λαμβάνουν διαστάσεις επιδημίας στο Osage. Τότε είναι που το νεοσύστατο εκείνη την περίοδο FBI θα ξεκινήσει να ερευνά μια ζοφερή υπόθεση απληστίας, επιβολής και ρατσισμού. Την πρώτη του υπόθεση μαζικών δολοφονιών επί αμερικανικού εδάφους.
Στους Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού κεντρικό βάρος δεν έχει η έρευνα του FBI γύρω από τις δολοφονίες των Osage, αλλά οι ίδιοι οι ανθρώπινοι – είτε οικογενειακοί, είτε επαγγελματικοί – δεσμοί της κοινότητας, που αποτελούν την προαπαιτούμενη βάση για την τέλεση ενός σιωπηλού και διαρκούς εγκλήματος εις βάρος των αδύναμων. Στα 206 χορταστικά λεπτά του, το φιλμ ξεδιπλώνει ένα εμβληματικού χαρακτήρα storytelling που κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο, εξετάζοντας σε βάθος τους χαρακτήρες του ακόμη κι όταν αυτοί είναι τόσο ρηχοί όσο εκείνος του Ernest Berkhart. Παρά την εμφάνιση δεκάδων διαφορετικών χαρακτήρων (σε ένα Fairfax που σχεδόν ξαναχτίστηκε από την αρχή από τον σκηνογράφο Jack Fisk για τις ανάγκες της ταινίας), οι πρωταγωνιστές λάμπουν μέσα στη γκανγκστερική της ατμόσφαιρα, τον αργό ρυθμό της και τις μακρόσυρτες σεκάνς της, χαρίζοντας μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας τους (και με τη Gladstone να ξεχωρίζει πια ως ελπιδοφόρα παρουσία στο Hollywood).
Ο Scorsese επιστρέφει μέσα από την ταινία του για ακόμη μια φορά στην κλασική φιλμική αφήγηση αυτού που χαρακτηρίζεται στερεοτυπικά μεν, δικαίως δε ως «μεγάλο σινεμά», δίχως αυτό να σημαίνει ότι η μοντέρνα ματιά λείπει από τη σκηνοθεσία του. Ο ίδιος θέτει για ακόμη μια φορά στο προσκήνιο τα θεμέλια της δημιουργίας μιας σταθερά διαπλεκόμενης Αμερικής, αλλά και ολόκληρου του αιμοδιψούς καπιταλιστικού συστήματος, πιο κριτικός και απελευθερωμένος από ποτέ και με μια σταθερή υπενθύμιση προς το κοινό που θα λατρέψει την ταινία του: αυτή που θέλει το κακό να παραμονεύει πάντα πολύ πιο κοντά από όσο νομίζαμε.
Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού έρχονται για να αποκαταστήσουν την χαμένη τιμή του σινεμά, σε μια χρονιά που οι ίδιες οι κινηματογραφικές δημιουργίες, αλλά και ο κόσμος του (βλέπε μεγάλη απεργία των σεναριογράφων του Hollywood) δείχνουν δειλά δειλά πως κάτι αλλάζει προς το καλύτερο. Και αυτό που κρατάμε για το τέλος ως το πιο ευρηματικό σχόλιο της ταινίας του Μάρτι είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να ρίξει τον επίλογό της, υπενθυμίζοντάς μας πως η ιστορία της ανθρωπότητας και των αδικιών που τη χαρακτήρισαν είναι στο χέρι μας να μην γίνεται αντιληπτή μόνο ως ένα απλό θέαμα στη μεγάλη οθόνη.
Η νέα ταινία του Martin Scorsese Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού παίζεται στους κινηματογράφους, σε διανομή της Feelgood.