«Κι έτσι μου απόμεινε ένας ουρανός δίχως σύννεφα, μόνο με τη θάλασσα και τη γη που ηχούσαν ήρεμες» αναφέρει στο κλείσιμό του το ποίημα «Το Τελευταίο Ρόδο του Καλοκαιριού» από τον Máirtín Ó Direáin, ένας εκ των τριών Ιρλανδών ποιητών -Seán Ó Ríordáin και Máire Mhac an tSaoi οι άλλοι δύο- που επαναπροσδιόρισαν την Ιρλανδική ποίηση στα 40s και 50s. Ένα απόσπασμα που σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζει την εικόνα και εγγενή αγάπη των κατοίκων του πολύπαθου νησιού δυτικά της Αγγλίας για την χώρα τους. Μια αγάπη που αβίαστα άφησαν ανά τους αιώνες να κατακλύσει τη λογοτεχνία, τη μουσική, την ποίηση, ή τη ζωγραφική, ακόμα και τον κινηματογράφο που αν και άργησε να ευδοκιμήσει, παρήγαγε σταδιακά έναν μεγάλο και σημαντικό όγκο σύγχρονων ταινιών, εμπνευσμένες από τον πελώριο λαογραφικό πλούτο της χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι η Ιρλανδική κινηματογραφική σκηνή, δεν είχε να επιδείξει κάποιο σημαντικό παρελθόν ή κάποια υφολογική κινηματογραφική σχολή, όπως η Ιταλία με τον νεορεαλισμό των ‘40s, η Γαλλία του Νέου Κύματος, ή ακόμα και οι γείτονες Άγγλοι με το “Kitchen sink realism” σινεμά των 60s και 70s -και τη μεταγενέστερη πειραματική σκηνή των Derek Jarman, Terence Davis, Stephen Frears και του Ουαλού Peter Greenaway. O 20ος αιώνας ήταν ιδιαίτερα σκληρός για την Ιρλανδία και ανάμεσα σε περιόδους Αγγλικής κατοχής ή εμφυλίου πολέμου, η κινηματογραφική κοινότητα δεν είχε την ευκαιρία της να ανθίσει όπως άνθιζαν οι υπόλοιπες εγχώριες τέχνες.
Η μεγάλη στροφή έγινε στις αρχές των 80s και συγκεκριμένα στο 1981, με την ίδρυση του Fís Éireann/Screen Ireland από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, δηλαδή την κρατική αναπτυξιακή υπηρεσία για την προώθηση, ανάπτυξη και διανομή των πάσης φύσεως εγχώριων τηλεοπτικών και κινηματογραφικών προϊόντων. Αν και λόγω δυσκολιών έκλεισε προσωρινά το 1987, το 1993 και μετά την μεγάλη επιτυχία Ιρλανδικών έργων με εξωτερική χρηματοδότηση (όπως τα My Left Foot, The Crying Game και The Commitments), η Screen Ireland άνοιξε ξανά και με τη βοήθεια του Υπουργού Πολιτισμού της χώρας προχώρησε σε ριζική ανανέωση των βασικών δομών της -ενώ πλέον έγινε ευρύτερα γνωστή σαν IFB.
Στα επόμενα χρόνια, ο Ιρλανδικός κινηματογράφος θα γνώριζε την άνθιση που του αναλογούσε, με ταινίες σαν τις Ailsa, About Adam, Bloody Sunday, Intermission (η πρώτη ταινία που έσπασε τα €2 εκατομμύρια εισπράξεων στο εγχώριο box-office), The Magdalene Sisters, Man About Dog, Adam & Paul, Breakfast on Pluto, The Wind that Shakes the Barley, Once, The Secret of Kells, The Guard, Albert Nobbs, Calvary, The Lobster (του δικού μας Γιώργου Λάνθιμου), Brooklyn και Room μεταξύ πολλών άλλων, όλες σε άμεση συνεργασία με το IFB στην παραγωγή.
Μετά τα τέλη του ’70 τα ονόματα των σκηνοθετών Neil Jordan και Jim Sheridan ήταν τα μόνα γνωστά, όμως σταδιακά ήρθαν για να προστεθούν και εκείνα των Lenny Abrahamson, Conor McPherson, John Crowley, Martin McDonagh, John Michael McDonagh, John Carney, Kirsten Sheridan, Lance Daly, Paddy Breathnach και Damien O'Donnell, ενώ οι Mark O'Rowe, Enda Walsh και Mark O'Halloran ακολούθησαν με την ιδιότητα των βασικών σεναριογράφων, σημαντικών σύγχρονων ταινιών της εγχώριας σκηνής.
Tα κυρίαρχα υφολογικά χαρακτηριστικά του Ιρλανδικού σινεμά όμως, ίσως είναι κουβέντα για ένα άλλο κείμενο, αμιγώς προσανατολισμένο στην εγχώρια παραγωγή ταινιών. Στο παρόν αφιέρωμα, με αφορμή την κυκλοφορία της νέας ταινίας του Martin McDonagh, The Banshees of Inisherin -η οποία αναμένεται να πρωταγωνιστήσει και στα φετινά βραβεία Oscar- συμπεριλαμβάνονται ταινίες που αφορούν γενικότερα την Ιρλανδία και αποτελούν μερικά από τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά φιλμ για όποιον έλκεται από το Σμαραγδένιο Νησί, την πλούσια ιστορία, τους ανθρώπους και τις κέλτικες παραδόσεις του.
Ακολουθούν λοιπόν οι 10 + 1 αγαπημένες μας ταινίες, οι οποίες σχετίζονται με την Ιρλανδία.
Η Κόρη του Ράιαν [Ryan’s daughter] (1970)
Η ταινία που άθελα της έβαλε την καριέρα του David Lynn στο ράφι για 15 χρόνια -καθώς ο σπουδαίος Άγγλος δημιουργός δεν κατάφερε να διαχειριστεί ψυχολογικά την εξοντωτική αντιμετώπιση του έργου του από την πλειοψηφία των κριτικών της εποχής- πέρασε σταδιακά στην ιστορία ως ένα από τα πλέον παραγνωρισμένα κινηματογραφικά διαμάντια της εντυπωσιακής φιλμογραφίας του σκηνοθέτη των Lawrence of Arabia και Doctor Zhivago. Τοποθετημένο στην Ιρλανδία του 1ου Παγκοσμίου πολέμου και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πάσχα του 1916 κατά των Άγγλων, η ταινία αφηγείται την παράνομη σχέση μιας Ιρλανδής παντρεμένης γυναίκας και ενός Βρετανού αξιωματικού, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του συζύγου της - αλλά και της μικρής κλειστής κοινωνίας του απομονωμένου χωριού Kirrary της Ανατολικής Ιρλανδίας. Η ταινία υφολογικά πήγε κόντρα στην ρομαντική εποποιία -όπως λανθασμένα πλασαρίστηκε έτσι από το αρχικό marketing- και προσανατόλισε τις ομολογουμένως «μεγάλες» εικόνες της σε ένα μικρό, πικρό δράμα αντιηρώων και τραγικών φιγούρων, καθώς παράλληλα θόλωνε τα νερά μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων με το βαθιά ριζοσπαστικό κοινωνικό-πολιτικό της σχολιασμό. Σήμερα, η Κόρη του Ράϊαν στέκει περήφανη στα βράχια πάνω από τα αφηνιασμένα κύματα της θάλασσας, όντας ένα παραγνωρισμένο αριστούργημα που συνέδεσε όσο λίγα το άγριο Ιρλανδικό τοπίο με την τρικυμιώδη ιστορία του.
Poitín (1978)
Αν μη τι άλλο ιστορικής σημασίας φιλμ από τον Bob Quinn (ο οποίος μερικά χρόνια μετά δημιούργησε την αμφιλεγόμενη σειρά ντοκιμαντέρ και βιβλίων Atlantean, στην οποία επιχειρεί τη σύνδεση της Κέλτικης μυθολογίας με εκείνη της Ατλαντίδας και αναζητά τις ρίζες των Ιρλανδών στο μυθικό νησί της αρχαιότητας), το Poitín είναι το πρώτο Ιρλανδικό έργο γυρισμένο εξ’ ολοκλήρου στην Ιρλανδική γλώσσα, με πρωταγωνιστή τον Cyril Cusack -εθνικό θησαυρό της χώρας και μέλος της Royal Shakespeare Company- και μια πλειάδα ντόπιων κατοίκων της περιοχής. Ένας παράνομος παραγωγός αλκοόλ της περιοχής Connemara έρχεται αντιμέτωπος με δύο περιθωριακά στοιχεία που απειλούν τον ίδιο και τη κόρη του, ενώ παράλληλα επιχειρούν να του κλέψουν την «επιχείρηση». Ο κωμικό-τραγικός χαρακτήρας της πλοκής συμβάλει αποφασιστικά στην αποδόμηση της «τουριστικής» Ιρλανδίας – κάτι που εδραιώνεται υφολογικά και με τη βλοσυρή απεικόνιση της δύσκολης ζωής και των κακουχιών της Ιρλανδικής υπαίθρου. Η ταινία ξεσήκωσε ένα μαζικό κίνημα οργής όταν και πρώτο-προβλήθηκε στις εγχώριες αίθουσες, για να αποκατασταθεί σταδιακά ως μια εκ των σημαντικότερων ταινιών που παρήγαγε η χώρα -προπομπός αυτών που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια.
https://www.youtube.com/watch?v=I3YdI7f_bQg
Γολγοθάς [Calvary] (2014)
Ο Πάτερ James είναι ο καθολικός Παπάς ενός μικρού Ιρλανδικού χωριού, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνεται η καλύτερη εκδοχή ενός ανθρώπου του Θεού της Καθολικής Εκκλησίας: είναι γεμάτος σαρκασμό, τίμιος, ειλικρινής και πάνω από όλα λεβέντης, μερακλής και ντόμπρος. Μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας εξομολόγησης, ο ανώνυμος εξομολογούμενος ανακοινώνει αιφνιδίως ότι σε επτά μέρες θα τον σκοτώσει. Αιτία, η σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη μικρός από έναν «κακό» Παπά -επειδή όμως το να σκοτώσει έναν αντίστοιχο «κακό» Παπά φαντάζει κοινότυπο, το μεγαλύτερο κωλοδάχτυλο προς τον Θεό που άφησε να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι για εκείνον η δολοφονία ενός αθώου, «καλού» Ιερωμένου. Το αριστούργημα του John Michael McDonagh, σκηνοθέτη του εξαιρετικού The Guard του 2011 και μεγαλύτερου αδερφού του Martin McDonagh (In Brudge, Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, The Banshees of Inisherin), μιλάει για δύσκολα θέματα με περίσσια άνεση και μπρίο, περιπλέκοντας αριστοτεχνικά την κωμωδία με το δράμα, «ντύνει» με μια φανταστική ατμόσφαιρα τα δρώμενα και προβληματίζει ουσιαστικά -αρνούμενο να πέσει στη παγίδα του διδακτισμού και των εύκολων «μηνυμάτων»- γύρω από τα φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα που πραγματεύεται. Τυγχάνει να έχει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας του Brendan Gleeson -αν όχι την κορυφαία - στον πρωταγωνιστικό ρόλο και ένα εξαιρετικό cast γνωστών Βρετανών και Ιρλανδών ηθοποιών να τον πλαισιώνει επάξια. Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες των τελευταίων 20 ετών και σίγουρα μια εκ των κορυφαίων στιγμών του σύγχρονου Ιρλανδικού σινεμά.
Το Αριστερό μου Πόδι [My left foot] (1990)
Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον Jim Sheridan, το οποίο βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό best seller του συγγραφέα και ζωγράφου Christy Brown, του οποίου η εκ γενετής εγκεφαλική παράλυση περιόρισε τη κινησιολογία του μόνο στο αριστερό του πόδι, με το οποίο έμαθε να γράφει και να ζωγραφίζει. Παράλληλα, όμως, με την παράλυση, ο Brown ήρθε αντιμέτωπος με την συντηρητική κοινωνία του Δουβλίνου του ’30, όταν και άτομα με κινητικά προβλήματα αντιμετωπίζονταν μόνο με οίκτο και αποστροφή. Η ταινία ξεφεύγει κατά πολύ από τα στενά πλαίσια μιας αυτοβιογραφίας συναισθηματικού χειρισμού και στείρας αποτύπωσης των βασικών γεγονότων της ζωής του πρωταγωνιστή, αρνούμενη να γυρίσει τη πλάτη της στο γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δυσκόλευε πολύ τη ζωή όσων ζούσαν μαζί του -και όχι λόγω των κινητικών του προβλημάτων. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Daniel Day Lewis κάνει το μεγάλο του breakthrough στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα με μια ερμηνεία-διαμάντι, η οποία του χάρισε και το πρώτο εκ των τριών Oscar Α’ Αντρικού Ρόλου που έχει κατακτήσει μέχρι σήμερα. Μια ταινία-ωδή στη δημιουργικότητα και την διαφορετικότητα, το My Left Foot είναι ένα κλασσικό, διαχρονικό έργο – αφετηρία μιας σπουδαίας καριέρας, τόσο για τον πρωταγωνιστή, όσο και για τον σκηνοθέτη του.
Μια Φορά [Once] (2007)
Περιπλανώμενος κιθαρίστας τραγουδάει στους δρόμους του Δουβλίνου για μια χαμένη αγάπη, ενώ μια μετανάστρια από τη Τσεχία μεγαλώνει μόνη της το παιδί της. Η συνάντησή τους σε ένα studio της πόλης θα λειτουργήσει ευεργετικά και για τους δύο, αποτελώντας το καύσιμο στο κυνήγι των ονείρων τους. Γλυκό-πικρό ρομαντικό δράμα με στοιχεία μιούζικαλ, γυρισμένο από τον John Carney του μετέπειτα Sing Street, το Once είναι από εκείνες τις ταινίες που δεν χρειάζονται μεγάλο budget και ακριβοθώρητους stars για να περπατήσουν καλλιτεχνικά ή εμπορικά, αλλά αρκούνται τόσο στην ειλικρίνεια που κουβαλάνε, όσο και στην πηγαία αυθεντικότητα που αναβλύζει από τους καλογραμμένους χαρακτήρες του. Ένα σινεμά που τιμάει σε μεγάλο βαθμό την κληρονομιά του Ken Loach και τις ταξικές-κοινωνικές ανησυχίες του, ενώ παράλληλα αρνείται πεισματικά να ενδώσει στους μελοδραματισμούς και τις συναισθηματικές συμβάσεις που παραμονεύουν διαρκώς στη γωνία -και δη σε ένα τόσο κορεσμένο κινηματογραφικό είδος. Με ένα ονειρικό soundtrack και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ για τέτοιου είδους ταινία, το Once συγκινεί βαθιά και χωρίς περισπασμούς, κερδίζοντας μια θέση στις καλύτερες «αθόρυβες» ταινίες που προέκυψαν από την εγχώρια σύγχρονη κινηματογραφική σκηνή.
The Secret of Kells (2009)
Στα σκαριά από το 1999 και εν τέλει στις αίθουσες το 2009, το Secret of Kells ήταν η πρώτη ταινία του Ιρλανδικού animation studio Cartoon Saloon, το οποίο έχει αφιερώσει στην Ιρλανδική ιστορία και μυθολογία, τρείς από τις συνολικά πέντε ταινίες του (The Secret of Kells, Song of the Sea, Wolfwalkers, γνωστές άτυπα και ως “Irish Folklore Trilogy”). Στην Ιρλανδία του 9ου αιώνα, η χώρα έχει ήδη ξεκινήσει να δέχεται τις επιδρομές των Βίκινγκ. Ένα μοναστήρι που προετοιμάζεται για τις επερχόμενες επιθέσεις δέχεται την επίσκεψη ενός μοναχού, ο οποίος κρατάει μαζί του την περίφημη Βίβλο των Κέλλς - ένα ιστορικό κειμήλιο της χώρας, το οποίο πέρα της θρησκευτικής του σημασίας, έχει μερικές από τις πιο εντυπωσιακές εικονογραφήσεις της περιόδου και αποτελεί εθνικό θησαυρό της Ιρλανδίας. Θα αναζητήσει βοήθεια από τον Αββά Cellach και τον νεαρό ανιψιό του Brendan, ώστε να περισώσουν αλλά και να τελειώσουν το έργο του, καθώς ο ίδιος είναι ήδη σε προχωρημένη ηλικία. O Brendan θα παρακούσει τις οδηγίες του θείου του και θα αναζητήσει στο γειτονικό δάσος αυτά που χρειάζονται για την αποπεράτωση του βιβλίου. Εκεί, θα γνωρίσει έναν άλλο κόσμο και θα έρθει κοντά με την άγρια φύση της Ιρλανδίας, τους μύθους και τις παραδόσεις της -καθώς και με την νεαρή νεράιδα Aisling που κατοικεί σε εκείνα τα μέρη. Όμως, οι Βίκινγκ πλησιάζουν και ο χρόνος δεν είναι με το μέρος του. «Παλιομοδίτικο» animation σε 2 διαστάσεις, με μια πολύ ιδιαίτερη αισθητική που δίνει έμφαση στη γεωμετρία και αρμονία, το οποίο καταλήγει άκρως ενδιαφέρον και «ιντριγκαδόρικο» για τον αμφιβληστροειδή. Η ιστορία μπλέκει εξαιρετικά τη μυθοπλασία με τη βαθιά λαογραφική παράδοση του νησιού, το voice acting είναι υποδειγματικό -ο Brendan Gleeson γίνεται ο άτυπος «κράχτης» του cast- ενώ η μουσική των Bruno Coulais και του folk συγκροτήματος Kíla -σταθεροί συνεργάτες έκτοτε του Saloon Studio- ντύνει πανέμορφα τις εντυπωσιακά πολύχρωμες εικόνες της ταινίας. Σαν ένα άλλο Studio Ghibli, το νεόκοπο μικρό Ιρλανδικό Cartoon Saloon τιμάει με το παραπάνω το πλούσιο Ιρλανδικό φολκλορ, αλλά και την Τέχνη του παραδοσιακού animation.
Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι [The Wind that Shakes the Barley] (2006)
Δανειζόμενο τον τίτλο του από ένα ποίημα του Ιρλανδού Robert Dwyer Joyce, το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα αριστούργημα του Ken Loach καταγράφει το αντάρτικο των Ιρλανδών που επαναστάτησαν εναντίον της συνθηκολόγησης με τη Βρετανία το 1920 και τον εμφύλιο που ακολούθησε, μέσα από τα μάτια δύο αδερφών, οι οποίοι διαλέγουν σταδιακά αντίπαλα στρατόπεδα -με αναπόφευκτα τραγικά αποτελέσματα. Ο Loach εφαρμόζει τις καλλιτεχνικές και πολιτικές του ανησυχίες πάνω στο πιο οδυνηρό γεγονός που έζησε η Ιρλανδία για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, με συνέπεια στην ιδεολογία που διαχρονικά διέπει ολόκληρη τη φιλμογραφία του: κοινωνική δικαιοσύνη, σοσιαλιστικός ρεαλισμός και εγγενής συμπαράσταση στην εργατική τάξη, δοσμένα με έναν σπάνιο ουμανισμό που δικαίως καθηλώνει. Από το ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης μέχρι εκείνο του τραγικού εμφυλίου, το σενάριο του Paul Laverty -σταθερού συνεργάτη του Loach- δεν αφήνει την εύκολη «προπαγάνδα» κατά των Άγγλων να κυριαρχήσει «μονοχρωματικά» στη ταινία, αλλά προσδίδει την απαραίτητη δραματουργία όταν η «αλλαγή φρουράς» οδηγεί εκ νέου στο αδιέξοδο της εθνικής ανεξαρτησίας, με τους Ιρλανδούς τσιφλικάδες και αριστοκράτες να διογκώνουν διαρκώς το πρόβλημα -του οποίου η λύση προϋποθέτει όχι μόνο εθνική ανεξαρτησία των ανθρώπων, αλλά και του πλούτου της χώρας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Loach αντιλαμβάνεται την ηθική στάση και την πολιτική πράξη του ατόμου μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, είναι τουλάχιστον συγκινητικός, όταν και η ταινία μπαίνει εν τέλει στο τελευταίο και πιο σπαρακτικό της μέρος – εκεί που ο ένας αδερφός θα επιλέξει με τη καρδιά και ο άλλος με το μυαλό στρατόπεδα, χαμένοι επί της ουσίας και οι δύο στο παιχνίδι του Αγγλικού Ιμπεριαλισμού. Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία της ταινίας δεν ωραιοποιούν σε καμία περίπτωση τον αγώνα των πρωταγωνιστών, ίσα ίσα που απέχουν από οποιονδήποτε εντυπωσιασμό που θα αποσπούσε τον θεατή από την ουσία των γεγονότων. Αναμφισβήτητα μια από τις σπουδαιότερες δουλειές του μεγάλου Άγγλου σκηνοθέτη, η οποία υφαίνει με μια πολύ λεπτή κλωστή την απόσταση που χωρίζει τον ενωμένο εθνικό αγώνα από τον εμφύλιο σπαραγμό -και μια καθ’ όλα ώριμη και ολοκληρωμένη καταγραφή της σύγχρονης Ιστορίας της Ιρλανδίας.
Εις το Όνομα του Πατρός [In the Name of the Father] (1993)
H δεύτερη συνεργασία του Jim Sheridan με τον Daniel Day Lewis βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Gerry Conlon και εστιάζει στην περίφημη ιστορία των «τεσσάρων του Guildford», η οποία συγκλόνισε την Μεγάλη Βρετανία στα 70s -όταν και τέσσερεις Ιρλανδοί χίπηδες που είχαν εγκαταλείψει την Ιρλανδία για το Λονδίνο, κατηγορήθηκαν για βομβιστική επίθεση σε δύο pubs της περιοχής και ύστερα από ισχυρές ψυχολογικές πιέσεις και απόκρυψη στοιχείων, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την κατηγορία και να καταδικαστούν άδικα σαν τρομοκράτες του IRA. Πολιτικό δράμα που συγκλόνισε κοινό και κριτικούς στην εποχή του, έφτασε μέχρι τα Oscars σε όλες τις βασικές κατηγορίες και κέρδισε τα επόμενα χρόνια άκοπα τον τίτλο του «κλασσικού», το In the Name of the Father καταφέρνει να καταδείξει πλήρως και ολοκληρωτικά την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στις μηχανορραφίες των αμείλικτων και κλειστών κρατικών μηχανισμών, τη βαρβαρότητα των κατασταλτικών δυνάμεων της εξουσίας, καθώς και την αποτυχία του πολιτικού και δικαστικού συστήματος. Εκεί, όμως, που διαφοροποιείται από παρομοίου ύφους πολιτικά δράματα, είναι η επιλογή που κάνει να διερευνήσει σε πρώτο πλάνο τη προβληματική σχέση του πρωταγωνιστή με τον πατέρα του -καθώς γίνονται σταδιακά συγκρατούμενοι σε διπλανά κελιά των Βρετανικών φυλακών. Είναι τότε που ο Daniel Day Lewis και ο Pete Postlethwaite ανοίγουν επιτέλους τα χαρτιά τους και οδηγούν τη ταινία, τόσο δραματουργικά όσο και ερμηνευτικά, σε σπάνιες κορυφώσεις. Τριάντα χρόνια μετά, το In the Name of the Father μένει θεματικά δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρο, μια σύγχρονη ταινία που αγαπήθηκε όσο λίγες και γιγάντωσε ακόμα περισσότερο τα ονόματα όλων των συντελεστών που ενεπλάκησαν στη παραγωγή της.
Το Παιχνίδι των Λυγμών [The Crying Game] (1992)
H μεγάλη στιγμή του Neil Jordan μετράει πλέον τριάντα-ένα χρόνια από τη στιγμή που τρύπωσε στις καρδιές των θεατών ολόκληρου του κόσμου, κερδίζοντας ένα πανάξιο Oscar Σεναρίου, δίνοντας στο παγκόσμιο σινεμά μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές όλων των εποχών και κατακτώντας αυτομάτως μια περίοπτη θέση στην σύγχρονη pop κινηματογραφική κουλτούρα. Και αν κάποιες θεματικές της ταινίας έχουν προχωρήσει έκτοτε ή έχουν εξελιχθεί, η ιστορία αγάπης που χτυπάει στην καρδιά της ταινίας είναι και αυτό που την εξυψώνει σε μια διαχρονική δημιουργία που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή για το Βρετανικό σινεμά. Ο Fergus ανήκει στον IRA και αποκτά μια αναπάντεχη φιλική σχέση με τον Jody, έναν Βρετανό στρατιώτη που κρατείται όμηρος από τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό στρατό. Λίγο πριν η ομηρία κλείσει με τραγικό τρόπο για τον Jody, αυτός θα ζητήσει από τον Fergus τον εντοπισμό μιας παλιάς του ερωμένης. Αυτός θα το κάνει σε μια προσπάθεια προσωπικής εξιλέωσης, όμως κρύβοντας το παρελθόν του από αυτήν, θα διαπιστώσει ότι και εκείνη έχει τα δικά της μυστικά. Οι ερμηνείες των Stephen Rea, Miranda Richardson, Forest Whitaker και Jaye Davidson είναι τίποτα λιγότερο από καθηλωτικές, ενώ ο Jordan εισχωρεί με χειρουργική ακρίβεια τόσο στις ψυχές των χαρακτήρων του, όσο και στην ίδια την εποχή και το μέρος που διαδραματίζεται η κύρια δράση -με όπως προαναφέρθηκε, ένα σενάριο που όμοιό του σπανίως συναντά κανείς στον κινηματογράφο. Γενναίο, τολμηρό και σπαρακτικά ευαίσθητο απέναντι στις θεματικές του, το Παιχνίδι των Λυγμών είναι ένα από τα σύγχρονα διαμάντια του Βρετανικού σινεμά, σμιλευμένο στην εντέλεια από έναν εκ των σπουδαιότερων σκηνοθετών που γέννησε το μικρό νησί της Ιρλανδίας.
O Μικρός Χασάπης [The Butcher Boy] (1997)
Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του 1992 από τον Patrick McCabe -ο οποίος βοήθησε και στο σενάριο της ταινίας- η επίσκεψη του Neil Jordan στα γνώριμα Ιρλανδικά χωριά της δεκαετίας του ’60 έχει αυτή τη φορά τον χαρακτήρα μαύρης κωμωδίας με έντονες σουρεαλιστικές πινελιές. Στο μικρό χωριό του Clones, ο 12χρονος Francie Brady καταφεύγει διαρκώς στη φαντασία του -η οποία είναι γεμάτη από εξωγήινους, κομμουνιστές, ατομικές βόμβες, ινδιάνους, καουμπόηδες, τέρατα και πολύ τηλεόραση- για να βρει διέξοδο από τη μίζερη πραγματικότητα και τη δυσλειτουργική του οικογένεια. Καθώς όλα τριγύρω του πάνε από το κακό στο χειρότερο, η λεπτή γραμμή που χωρίζει τη λογική από το παράλογο θα κοπεί σταδιακά, με βίαια αποτελέσματα. Οι άφρακτες φαντασιώσεις του μικρού Francie μπαίνουν στο μικροσκόπιο της κάμερας του Jordan και κάτω από το εξαιρετικό μοντάζ του Tony Lawson (δεν επιλέχθηκε τυχαία ο editor του Don't Look Now και των Straw Dogs), φορτίζουν τον θεατή με πηγαία αισθήματα συμπάθειας για τον χαρακτήρα του Francie -ενός παιδιού που φλερτάρει φαινομενικά με την άσχημη πλευρά πχ του Jack Torrance από το The Shinning. Η φωτογραφία του Adrian Biddle κάνει κυριολεκτικά θαύματα, ενώ η κεντρική ερμηνεία από τον πιτσιρικά τότε Eamonn Owens είναι κάτι που θα ζήλευαν πολύ φτασμένοι ερμηνευτές, καθώς κουβαλάει την ταινία με σπάνια ωριμότητα σε έναν τρομερά αβανταδόρικο ρόλο. Μια βίαιη ραψωδία για το μεγαλείο του ανθρώπινου πνεύματος που παλεύει για την επιβίωσή του σε μια καθ' όλα επίγεια κόλαση, το The Butcher Boy είναι μια πολύ ιδιαίτερη ταινία, η οποία καταπιάνεται με πολύ δύσκολα θέματα, αλλά το κάνει με περίσσιο θάρρος και θράσος - που αλλού άλλωστε, θα μπορούσε κανείς να συναντήσει την Sinéad O'Connor στο ρόλο μιας αθυρόστομης Παναγίας, η οποία εμφανίζεται στο μυαλό του πρωταγωνιστή για να τον καθοδηγήσει στις δύσκολες στιγμές του. Μια σκληρή coming-to-age κατάμαυρη κωμωδία από έναν πραγματικό οραματιστή Ιρλανδό σκηνοθέτη, ο οποίος δεν γνωρίζει εύκολα υφολογικούς περιορισμούς και καλλιτεχνικά όρια στο έργο του.
Ματωμένη Κυριακή [Bloody Sunday] (2002)
Όπως κάποτε ανέφερε ο Jim Sheridan για τα γεγονότα της 30ης Ιανουαρίου του 1972, «είναι η ιστορία των Ιρλανδών που ποτέ δεν μπορούν να ξεχάσουν και των Βρετανών που ποτέ δεν θέλουν να θυμηθούν». Και πως θα ήταν αλλιώς, όταν η σημασία της Bloody Sunday -όπως ονομάστηκε έκτοτε εκείνη η μέρα- άλλαξε τη σύγχρονη Ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας, όταν οι συγκρούσεις μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών έλαβαν με κάθε σχεδόν επισημότητα διαστάσεις εμφυλίου (“The Troubles”, οι οποίοι κράτησαν από τα τέλη των 60s μέχρι το 1998) και η Αγγλική βίαιη καταστολή άγγιξε μια πρωτοφανή σκληρότητα. Η ανάδειξη του IRA ως αναγκαίο μέτρο και μέσο εκτόνωσης της οργής, ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο των γεγονότων της Ματωμένης Κυριακής, πετυχαίνοντας μια πρωτοφανή μαζική στρατολόγηση νέων τις επόμενες ημέρες. Όλα αυτά αποτυπώθηκαν στην μεγάλη οθόνη τον Paul Greengrass (μετέπειτα σκηνοθέτη των περιπετειών του Jason Bourne), ο οποίος χρησιμοποιώντας την hand-held κάμερά του και ένα ψευδό-ντοκιμαντερίστικο ύφος, κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια και ρεαλισμό την ειρηνική πορεία των 10.000 Καθολικών διαδηλωτών του Derry, η οποία βάφτηκε με αίμα όταν οι στρατιώτες του 1ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών του Βρετανικού Στρατού άνοιξαν πυρ προς το πλήθος -σκοτώνοντας 13 άτομα και τραυματίζοντας 14. Χρυσός Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου και μια από τις σημαντικότερες ταινίες του σύγχρονου Ιρλανδικού σινεμά, άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένη με τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν το μέλλον των σχέσεων Ιρλανδίας και Αγγλίας.
Διαβάστε επίσης: Τα Πνεύματα του Ινισέριν και η ματαιότητα των ανθρώπινων σχέσεων ενός μη τόπου