Ουδεμία αναφορά στο αν η Γιορτή του Σινεμά, που έλαβε χώρα στις 27 Οκτωβρίου υπήρξε πραγματικά «επιτυχημένη» (με βάση τους αριθμούς, κατά κύριο λόγο) θα έχει κάποια αξία εδώ – ας σκεφτούμε μόνο ότι διακεκριμένοι insiders του χώρου δεν έχουν καταφέρει να έρθουν σε μια κάποια κοινή ετυμηγορία. Υπήρξε, ωστόσο, ένα εγχείρημα - απινιδωτής, δεδομένης της κρίσης που υπέστησαν οι αίθουσες την μετά καραντινών εποχή, προβάλλοντας, για μία και μόνο ημέρα, ταινίες που ενδεχομένως να είχε χάσει το κοινό μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο-roller coaster που έζησε.
Μια ταινία που δεν κατάφερα ποτέ να δω την ώρα που βγήκε (ούτε στο διαδικτυακό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2020 αλλά ούτε και στα θερινά πέρυσι το καλοκαίρι) είναι το Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη. Εάν δε κρίνω από την σχεδόν κατάμεστη αίθουσα, κάμποσοι συμμερίστηκαν ανάλογες αναφορές στα περσινά και προπέρσινα σινε-απουσιολόγια. Οι βασικοί συντελεστές ήταν εκεί, ενώ την προβολή ακολούθησε Q&A με το κοινό, αργότερα ποτά στο φουαγέ του Δαναού – κάπως έτσι στήθηκε η πρεμιέρα της συγκεκριμένης ταινίας σε χειμερινή αίθουσα, με διάχυτη τη συγκίνηση στο θυμικό των δημιουργών που, ελέω συνθηκών, πέρασαν από τα χίλια κύματα του streaming, των COVID tests και της μειωμένης χωρητικότητας στις αίθουσες για να φτάσουν σε μια καθωσπρέπει προβολή.
Γίνεται αντιληπτό το γιατί η συγκεκριμένη ταινία επιφέρει συγκρίσεις με το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη – ο οποίος μάλιστα έχει ένα απολαυστικότατο cameo μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο. «Πεζοδρομίσια» νταλαβέρια, γραφικές υποκοσμικές φιγούρες, άκρατο (σε σημεία) υβρεολόγιο, μεταξύ άλλων – είναι όμως όλα τα παραπάνω αρκετά για να παγιδέψουν το Πρόστιμο σε μια τόσο επιφανειακή σύγκριση; Διότι, εάν το σινεμά του Οικονομίδη φαντάζει ως απόλυτα ρεαλιστικό, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι η διάχυτη υπερβολή το καθιστά ολίγον τι σουρεαλιστικό, σαν μια τραβηγμένη εκδοχή της πραγματικότητας στην υπηρεσία της σαρδόνιας σάτιρας. Το Πρόστιμο, ωστόσο, είναι απόλυτα επίγειο, φλερτάροντας με τα όρια του docudrama – που είναι κιόλας: ο «Βαγγέλης» σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, είναι πρόσωπο υπαρκτό, ενώ όλα τα γεγονότα που βλέπουμε επί της οθόνης (του) έχουν συμβεί, κατά προσέγγιση έστω.
Η στιβαρή φωτογραφία με έμφαση σε διακριτικές μπλε αποχρώσεις καθώς και το πώς απεικονίζονται «λαϊκές» περιοχές όπως ο Ελαιώνας ή ο Άγιος Δημήτριος, μαζί με ένα σύνολο χαρακτήρων που έχουν την ευτυχία να ενσαρκώνονται από ικανότατους ηθοποιούς, σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορείς να πετύχεις αυτές τις φιγούρες πακέτο με αυτά τα γεγονότα ανά πάσα στιγμή στο διάβα σου – όχι ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευχής έργον, φυσικά. Εντούτοις, δυσκολεύεσαι να πάρεις τα μάτια σου μακριά από την οθόνη κάθε φορά που την πυροδοτεί ο εκρηκτικός Στάθης Σταμουλακάτος στο ρόλο του Πέτρου, ενός μικροεργολάβου παρανομίας, το κατάλληλο αντίβαρο στον εξημερωμένο πλέον Βαγγέλη, ο οποίος ευελπιστεί να χτίσει μια καινούρια, ήρεμη ζωή εντός των ορίων του νόμου. Η Μαρία Μπαλούτσου είναι αγνώριστη – από όλες τις απόψεις – ως η αδερφή του πρωταγωνιστή/αγαπητικιά του βασικού «κακού», ενώ ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία του ράπερ Θύτη (κατά κόσμον Βασίλης-Άγγελος Αναστασίου) στο ρόλο του δεξιού χεριού του Πέτρου, πιστοποιώντας την έφοδό του στον σκεπτόμενο εγχώριο κινηματογράφο μετά την εξίσου αξιομνημόνευτη συμμετοχή του στο Digger. Ειδικά ο Σταμουλακάτος εξέπληξε όλη την αίθουσα όταν, κατά τη διάρκεια του Q&A, άπαντες διαπίστωσαν πόσο αντιδιαμετρικά τοποθετείται σε σχέση με τον χαρακτήρα που τόσο σοκαριστικά καλά υποδύθηκε – χαμογελαστός, προσήνης και εξαιρετικά ευδιάθετος παρ’ όλη την κούραση που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του.
Ό,τι μπορεί να αποκαλεστεί «λουμπεναριό» από σημαντική μερίδα του κόσμου, δέχεται διπλό χτύπημα εδώ: αφενός απεικονιζόμενο με σχεδόν πρωτοφανή ρεαλισμό και αμεσότητα, μην αφήνοντας περιθώρια για αμφισβήτησης του ρεαλισμού, αφετέρου δεχόμενο καυστική (όσο και καλοζυγισμένη) σάτιρα από την οπτική γωνία ενός δημιουργού που γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά ό,τι αποφασίζει να καταγράψει η κάμερα του. Μια ταινία που ενώ εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε «σπιτική» υπόθεση – ηθοποιοί και συνεργείο ανήκουν στην ίδια ευρύτερη παρέα χωρίς να υπάρχει κάποιο τρομερό budget – εντυπωσιάζει η ποιότητα που εκπέμπει το αποτέλεσμα. Η μοναδική ένσταση ενδεχομένως να είναι το κάπως απότομο φινάλε, καθώς και ότι ο Βαγγέλης δεν έλαβε στην πραγματικότητα μια ολοκληρωμένη κάθαρση (#diplhs για τους διαβασμένους). Αν και, πότε στην πραγματική ζωή λαμβάνουν όλοι τη μεγαλόσχημη λύτρωση που (νομίζουν ότι) τους αξίζει;