Νεαρός Γερμανός δηλώνει ψεύτικη ηλικία ώστε να πολεμήσει στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρασυρόμενος από την προπαγάνδα και τις ψευδαισθήσεις ηρωισμού που υπόσχεται η Γερμανική Μηχανή, καθώς και από τον αυθορμητισμό της ηλικίας. Πολύ γρήγορα, μαζί με την παρέα του θα προσγειωθούν απότομα σε μια πραγματικότητα που δεν είχαν φανταστεί.
Το κλασσικό πλέον βιβλίο του Erich Maria Remarque, βασισμένο στις εμπειρίες και τα βιώματα του ιδίου ως στρατιώτη στο Δυτικό Μέτωπο το 1917, έχει τύχει ήδη μιας αριστουργηματικής κινηματογραφικής μεταφοράς το 1930 από τον Lewis Milestone (νικητή του Oscar Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας την ίδια χρονιά) και μιας εξαιρετικής τηλεταινίας το 1979 από το CBS (με μερικά μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως τους Ian Holm, Ernest Borgnine και Donald Pleasence μεταξύ άλλων).
Αφήνοντας εκτός την πολιτική διάσταση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποφεύγοντας θεματικές, όπως αυτή της μελοδραματικής απολογίας ή της στείρας άσκησης κατηγοριών στους υπευθύνους, με αφοπλιστική ειλικρίνεια περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στα χαρακώματα και πως αυτές “έπαιζαν” με το μυαλό των στρατιωτών, έως ότου ο φόβος και ο τρόμος να πάρουν τη θέση της όποιας λογικής και ψυχραιμίας. Ο Remarque εντυπώνει με αρκετά γλαφυρό τρόπο στον αναγνώστη τον ρόλο του παράγοντα τύχη, που καθορίζει σε σχεδόν απόλυτο βαθμό τις όποιες πιθανότητες επιβίωσης ανάμεσα στις σφαίρες, τα αέρια μουστάρδας και τις ρόδες των τανκ. Θίγει εμμέσως το θέμα του τυφλού εθνικισμού και μοιραία καταλήγει στο aftermath των επιζώντων, το πως στάθηκαν -σχεδόν στο σύνολό τους- ανίκανοι να ενταχθούν στην κοινωνία, επιστρέφοντας για πάντα “σημαδεμένοι” από το μέτωπο. Προφανώς το "All Quiet on The Western Front" απαγορεύτηκε στην ναζιστική Γερμανία -ήταν από τα πρώτα βιβλία που μαζικά κάηκαν δημόσια- αλλά και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ως προπαγάνδα κατά του πολέμου- σε μια εποχή που οι διαδικασίες προετοιμασίας του Β’ Παγκοσμίου είχαν ήδη ξεκινήσει.
Φτάνοντας λοιπόν στο 2022, μια εκ νέου μεταφορά του βιβλίου του Remarque έρχεται από τη Γερμανία σε παραγωγή Netflix, ως η επίσημη πρόταση της χώρας για το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας του 2022. Ο σκηνοθέτης Edward Berger μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις - περισσότερες γερμανικές- δουλειές του, όμως πολλοί μπορεί να θυμηθούν το όνομά του από τα credits κάποιων επεισοδίων του αριστουργηματικού The Terror του 2018. Πρωταγωνιστούν αρκετοί νέοι Γερμανοί ηθοποιοί γνωστοί λίγο-πολύ σε όσους αρέσκονται στις γερμανόφωνες παραγωγές, με εξαίρεση τον νεαρό πρωταγωνιστή Felix Kammere, ο οποίος κάνει εδώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο.
Στα δια ταύτα όμως, το βασικό ερώτημα που προκύπτει από την νέα αυτή απόπειρα κινηματογραφικής ανάγνωσης του κλασσικού βιβλίου του Remarque, είναι κατά πόσον αυτή έχει θέση στην κινηματογραφική βιομηχανία του 2022, μετά από τόσες εκατοντάδες παρόμοιας θεματολογίας ταινίες -και τηλεοπτικές σειρές, μην ξεχνώντας το Band of Brothers του 2001- αφιερωμένες στους 2 μεγάλους πολέμους των αρχών του 20ου αιώνα.
Το All Quiet on the Western Front είναι, αρχικά, μια τεχνικά άρτια ταινία. Αυτό όμως δεν αφορά αποκλειστικά το επίπεδο παραγωγής -το οποίο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις μεγάλες αμερικανικές παραγωγές του είδους- αλλά και τη σκηνοθετική ματιά του Berger. Υπάρχει διαχρονικά μια, τρόπο τινά, αισθητικοποίηση της φρικαλεότητας των αιματηρών μαχών από τον σύγχρονο κινηματογράφο. Λίγες έως ελάχιστες ταινίες (το σοβιετικό Come and See , για παράδειγμα, όπως επίσης τα The Thin Red Line του Terrence Malik και Apocalypse Now του Francis Ford Coppola, μεταξύ άλλων) δεν ενδίδουν στην γκροτέσκα και βιρτουόζικη καταγραφή σκηνικών ακραίας βίας και πόνου, αλλά εμμένουν στον ειδικότερο πραγματικό τρόμο, πόνο και τρέλα πίσω από τις εκρήξεις, τα ποτάμια αίματος ή τους εντυπωσιακούς και ευφάνταστους διαμελισμούς ανθρωπίνων σωμάτων. Ακόμα και εάν ο σκοπός είναι η ρεαλιστική απεικόνιση των ανωτέρω φρικτών καταστάσεων σε συνδυασμό με ένα γενικότερο σχόλιο κατά του πολέμου, ελάχιστες και πάλι ταινίες το κάνουν με τρόπο ο οποίος δεν φαντάζει ρηχός ή αφελής. Το πιο πρόσφατο 1917 -όχι τυχαία αναφορά, καθώς μοιράζεται κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το All Quiet on the Western Front αλλά στον πυρήνα τους υποβόσκουν σημαντικές διαφορές- ανήκει σε μεγάλο βαθμό στην κατηγορία αυτών των ταινιών, που χάνουν λίγο-πολύ το πραγματικό νόημα της εξιστόρησης απάνθρωπων πράξεων πολέμου -εξερευνώντας παράλληλα τον ψυχισμού των πρωταγωνιστών τους- προς χάριν της τέρψης του αμφιβληστροειδή με την τεχνική αρτιότητα και τη σκηνοθετική επιδειξιομανία τους.
Στο All Quiet on the Western Front τα πάντα κυλάνε νωχελικά αργά, βουβά και μελαγχολικά, αρωματισμένα με μια μυρωδιά θανάτου που πλανάται στην ατμόσφαιρα και εισπνέεται διαρκώς από πρωταγωνιστές και θεατή. Ένα άσχημο προαίσθημα έρχεται διαρκώς να περιορίσει τις όποιες μικρές εξάρσεις ενθουσιασμού και χαράς νοιώθουν ανά διαστήματα οι ήρωες της ταινίας -μαζί τους και ο θεατής. Οι αργόσυρτες σεκάνς των χαρακωμάτων δίνουν εναλλάξ τη θέση τους σε εικόνες μεγάλων παγωμένων δασών και παραμορφωμένων κορμών δέντρων, μια παραπομπή που πλην της αισθητικής αντίθεσης με το άγονο και ποτισμένο με αίμα πεδίο της μάχης, προσεγγίζει την μακάβρια διάσταση της επερχόμενης σύγκρουσης με έναν αρκετά εγκεφαλικό και ολίγον τι ποιητικό τρόπο. Αυτές οι αντιθέσεις, έρχονται να βρουν διαδρόμους στο ασυνείδητο του θεατή, ο οποίος αρχίζει να νιώθει στο πετσί του τον τρόμο των στρατιωτών που προορίζονται να γίνουν κομμάτια μπροστά από τα εχθρικά τουφέκια και πολυβόλα. Εν τέλει, η ψυχολογική κατάρρευση και η ολοκληρωτική σύγχυση των “ηρώων”, έρχονται ως φυσική κατάληξη των παραπάνω και κορυφώνονται στις μετρημένες και ιδιαίτερα έντονες σκηνές μάχης, στις οποίες το στομάχι σφίγγεται και το βλέμμα αποστρέφεται ενστικτωδώς. Η ταινία έχει καταφέρει το σκοπό της, ανοίγοντας απευθείας γραμμή επικοινωνίας με τα αμιγώς πρωτόλεια συναισθήματα και ένστικτα του θεατή, μέσω της ψυχολογίας των πρωταγωνιστών της.
Το σενάριο εμμένει σε μια κάπως παλιομοδίτικη λογική μεγάλων αντιθέσεων, καθώς βοηθάει τον σκηνοθέτη να αποτυπώσει εντονότερα τις διαφορές μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των στρατιωτών που έχουν σταλεί στα χαρακώματα: οι Γερμανοί διπλωμάτες και αξιωματικοί τρώνε το πλούσιο πρωινό τους σε πορσελάνινες κούπες και ακριβά σερβίτσια, ενώ οι φαντάροι πίνουν νερό με λάσπη από τα κράνη τους, ή καταφεύγουν σε επικίνδυνες διαρρήξεις τοπικών αγροκτημάτων για λίγα αυγά -τα οποία ρουφάνε ωμά, χωρίς την παραμικρή πολυτέλεια. Δίχως να αποτελεί κάποια καινοτόμα ή ιδιαίτερα διακριτική μεταχείριση του εν λόγω θέματος, ακριβώς λόγω της παλιομοδίτικής αισθητικής και λογικής της, η ταινία δουλεύει, βάζοντας ένα ακόμα μικρό λιθαράκι στον παραλογισμό της όλης κατάστασης. Στο τέλος, η ματαιότητα της ίδιας της ύπαρξης και ο συμπτωματικός χαρακτήρας της επιλογής νεκρών και ζωντανών, έρχεται σχεδόν νομοτελειακά για να “δέσει” την μοίρα των άτυχων ανδρών, οι οποίοι στο παραμύθι του πατριωτισμού (“το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων” όπως είχε πει και ο Samuel Johnson και επανέλαβε ο Kubrick στο Paths to Glory) ρίχτηκαν στα χαρακώματα ενός πολέμου με κόστος τις ζωές πάνω από 17 εκατομμυρίων ατόμων.
Την ταινία ντύνει μουσικά το μινιμαλιστικό soundtrack του Volker Bertelmann, γεμάτο μικρά ορχηστρικά ιντερλούδια, αλλά κυρίως ένα βαρύ synth παραμορφωμένο βασικό θέμα, ελαφρώς αναχρονιστικό αλλά άκρως επιβλητικό και απειλητικό, απόλυτα ταιριαστό με τον τόνο και το ύφος του έργου. Ερμηνευτικά όλο το cast δίνει τον καλύτερό του εαυτό στους ρόλους του, με τον νεαρό Felix Kammerer να αποτελεί μια μικρή αποκάλυψη και σίγουρα ένα πρόσωπο το οποίο πρέπει να απασχολήσει και στο μέλλον την ευρωπαϊκή κινηματογραφική σκηνή.
Το All Quiet on the Western Front δεν ανακαλύπτει εκ νέου τον τροχό, ούτε πηγαίνει σε μονοπάτια που δεν έχει ξαναπάει ποτέ κανένας δημιουργός. Αν μη τι άλλο, το 2022 είναι πολύ δύσκολο πλέον να εκπλήξει κανείς προσφέροντας κάτι βαθιά ριζοσπαστικό στο συγκεκριμένο είδος κινηματογραφικών ταινιών. Όμως, σε αντίθεση με αρκετές ταινίες παρόμοιου ύφους, τουλάχιστον επιλέγει να κινηθεί προς την σωστή κατεύθυνση και να προσφέρει μια δύσκολη, ψυχοφθόρα και κυρίως ουσιαστική εμπειρία, μακριά από οποιουδήποτε είδους συμβάσεις ή ωραιοποιήσεις. Δεν ενδίδει στη βία και τον συγκαλυμμένο ψυχαγωγικό της χαρακτήρα, ούτε γίνεται ένα στερεοτυπικό κατασκεύασμα που δοξάζει τις τεχνικές δυνατότητες του σκηνοθέτη και της ομάδας παραγωγής. Χωρίς να κουράζει στην άνω των 2 ωρών διάρκειά του, το «All Quiet on the Western Front» είναι μια αντί-πολεμική ταινία που κερδίζει μια θέση στις πιο έντονες του είδους, μια σκληρή κατάβαση στην Κόλαση του μυαλού των στρατιωτών, καθώς και μια δυσάρεστη εμπειρία που δυστυχώς παραμένει διαχρονικά επίκαιρη.