Το 1987, ο John McTiernan έβαλε τον Arnold Schwarzenegger αντιμέτωπο με έναν από τους πιο θανατηφόρους και επικίνδυνους εξωγήινους στο σύμπαν, στα βάθη μιας ζούγκλας της Λατινικής Αμερικής, ανάγοντας παράλληλα τη μονομαχία τους σε μια μάχη πρωτόλειων ενστίκτων επιβίωσης και όχι σε άλλη μια macho επίδειξη αρρενωπότητας μιλιταριστικού χαρακτήρα. Τριάντα πέντε χρόνια μετά και έχοντας μια σωρεία αποτυχημένων sequel και spin off στις αποσκευές της, η 25th Century Studios σε συνεργασία με την Hulu -και οι δύο πλέον θυγατρικές εταιρείες της Disney- συνεργάζονται με τον σκηνοθέτη του 10 Cloverfield Lane, Dan Trachtenberg και δείχνοντας ότι έχουν μάθει από τα λάθη τους, επιστρέφουν στα βασικά στοιχεία που έκαναν το πρώτο Predator μια από τις πιο δημοφιλείς και αγαπημένες περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών.
Η δράση τοποθετείται στις απέραντες πεδιάδες και τα σκοτεινά δάση της δυτικής Αμερικής του 1719, όταν οι Ινδιάνοι Comanche ήταν οι κύριοι εκείνων των περιοχών, λίγο πριν την έλευση των ευρωπαίων και την εκβιομηχάνιση της ηπείρου. Η κεντρική ηρωίδα, μια νεαρή εκπαιδευόμενη νοσηλεύτρια, ενθουσιάζεται με την διαδικασία του κυνηγιού και προσπαθεί ατυχώς να συμπεριληφθεί στην νέα γενιά κυνηγών της φυλής, μέλος της οποίας είναι και ο πολύ ικανός αδερφός της. Τελικά η τυχαία της εμπλοκή στην αναζήτηση ενός λιονταριού των βουνών θα την τοποθετήσει σε ένα παιχνίδι θηράματος και κυνηγού, με αντίπαλο έναν εξωγήινο κυνηγό, ο οποίος διαθέτει πολύ πιο προηγμένο τεχνικά οπλοστάσιο από εκείνη.
Ο ικανότατος Trachtenberg τοποθετεί την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της πρώτης ταινίας σε ένα ανάλογο περιβάλλον, με την διαφορά όμως ότι οι ήρωες εδώ έχουν να αντιμετωπίσουν μια άγνωστη απειλή, με ακόμα πιο περιορισμένο εξοπλισμό ή τεχνογνωσία, καθώς και μια φύση που εύκολα από σύμμαχος γίνεται εχθρός τους, γεμάτη άγρια ζώα, ορμητικά ποτάμια και βαλτώδη ξέφωτα. Η βία και η σκληρότητα δεν απουσιάζουν, κάνοντας την απειλή να μοιάζει διαρκώς όλο και πιο τρομακτική, όσο εκείνη πλησιάζει τα θηράματά της, για να διεκδικήσει το ‘’τρόπαιο’’ του κυνηγιού. Η πολύ καλή ψηφιακή φωτογραφία του Jeff Cutter συμβάλλει καθοριστικά στην δημιουργία μιας ελαφρώς απόκοσμης ατμόσφαιρας, όσο η νεαρή πρωταγωνίστρια εισχωρεί όλο και πιο βαθιά σε άγνωστες περιοχές και νέους κινδύνους.
Η κεντρική ηρωίδα, αν και συνοδεύεται από ένα μάλλον αδύναμο και κλισέ σχόλιο περί γυναικείας χειραφέτησης, καταφέρνει να γίνει εξαιρετικά συμπαθής, λόγω της ερμηνείας της νεαρής Amber Midthunder και της δουλειάς των σεναριογράφων στο να την παρουσιάσουν σαν ένα παιδί που αναγκάζεται να ξεπεράσει τα προσωπικά του όρια -και εκείνα που ορίζει η εποχή που ζει- ώστε να μην γίνει θήραμα του μεγαλύτερου κυνηγού του γαλαξία. Από την άλλη πλευρά, ο Predator εμφανίζεται σε μια ελαφρώς πιο πρωτόγονη μορφή από εκείνη της αρχικής ταινίας -300 σχεδόν χρόνια πριν αυτή- το ίδιο όμως απειλητικός και θανατηφόρος, σκοτώνοντας τα θηράματά του με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους, που θα ικανοποιήσουν εκείνο το μέρος των θεατών που είχαν ελαφρώς απογοητευτεί από τις πιο πρόσφατες, αναίμακτες επιδρομές του στη μεγάλη οθόνη.
Αν η ταινία χάνει κάπου την φρεσκάδα της είναι στο σενάριο του Patrick Aison, το οποίο δεν έχει να προσφέρει καμία έκπληξη ή twist, πατώντας σε γνώριμα μονοπάτια και σε αρκετά αναμενόμενες καταλήξεις αυτών. Είναι όμως κάτι που σίγουρα δεν υποβαθμίζει την ταινία στο επίπεδο ενός Predators ή The Predator, καθώς η νευρική σκηνοθεσία του Trachtenberg και η γεμάτη ένταση κινηματογράφηση των σκηνών δράσης, καταφέρνουν να βρουν μια επαρκέστατη ισορροπία θεάματος και αφήγησης.
Τα εφέ δεν είναι το δυνατό της σημείο της ταινίας, καθώς πιθανότατα το μεγαλύτερο μέρος του budget πήγε στον ίδιο τον Predator και λιγότερο στις σκηνές, όπου χρειάστηκαν επιπλέον ψηφιακή φροντίδα -όπως οι περισσότερες σεκάνς που περιλαμβάνουν επιθέσεις ζώων και αρπακτικών του δάσους-, ενώ η μουσική της Sarah Schachner, χωρίς να είναι κάτι το αξιομνημόνευτο, χρησιμοποιώντας σε καίρια σημεία το κλασσικό theme του Alan Silvestri, δίνει τον τόνο και ντύνει ιδανικά τη δράση του έργου. Αξίζει να δοθεί ένας έπαινος στην ομάδα των ηχητικών εφέ της ταινίας, η οποία κάνει εξαιρετική δουλειά αποδίδοντας κάθε ήχο της ταινίας με μοναδικό τρόπο, συμβάλλοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη δημιουργία και διατήρηση μιας τεταμένης ατμόσφαιρας, από τις πρώτες σκηνές δράσης έως το εντυπωσιακό stand off του φινάλε.
Σε γενικές γραμμές, το Prey είναι μια μικρή έκπληξη που ήρθε χωρίς να την ζητήσει κανείς και αυτό είναι που καθιστά την ταινία πραγματικά απολαυστική. Το ‘’πεθαμένο’’ franchise του Predator έχει πλέον να παρουσιάσει κάτι αξιόλογο, πλην της πρωτότυπης αριστουργηματικής ταινίας -αν και το Predator 2 του 1990 παραμένει επίσης ένα μικρό cult διαμαντάκι- και η νέα αυτή εξόρμηση του Κυνηγού καθίσταται αυτομάτως μια ιδανική επιλογή περιπέτειας αγωνίας για ένα ξένοιαστο σαββατιάτικο βράδυ μπροστά στην τηλεόραση.