Κατά τα λεγόμενα του σπουδαίου Roger Ebert ‘’το 1970, οι καλύτεροι σκηνοθέτες προσπαθούσαν να κάνουν την καλύτερη αμερικανική ταινία, ενώ το 1980, προσπαθούσαν να κάνουν την καλύτερη αμερικανική επιτυχία’’. Το σύγχρονο big bang του Hollywood στα 70s, προέκυψε από τη γενιά των Scorsese, Spielberg, Malick, Altman, Lumet, Kubrick, Friedkin, Cimino, Bogdanovich, Lucas, καθώς αυτή πάτησε πόδι στα μεγάλα studio της εποχής, αφήνοντας τον δημιουργικό της οίστρο να πλημμυρίσει ανεξέλεγκτα τις οθόνες. Ανάμεσά τους και ο Francis Ford Coppola, ο οποίος πάλεψε με θεούς και δαίμονες (κάτι που θα επαναλάμβανε και στο μέλλον, σε διάφορα άλλα projects), για την πραγματοποίηση της κινηματογραφικής διασκευής του best seller του Mario Puzzo, το θρυλικό The Godfather, το 1972.
Πενήντα χρόνια μετά, καθώς το The Godfather απολαμβάνει τη μοναξιά της κορυφής ως η -κατά πολλούς- σημαντικότερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών μετά το Citizen Cane, ο Michael Tolkin, μεταξύ άλλων σεναριογράφος του Altman-ικού The Player, αναλαμβάνει να διηγηθεί μια δραματοποιημένη εκδοχή των διαφόρων ιστοριών και αστικών μύθων που δημιουργήθηκαν, σε αυτές τις 5 δεκαετίες, γύρω από τα γυρίσματα του The Godfather, μέσα από τα μάτια του Albert S. Ruddy, νεαρού παραγωγού της ταινίας.
Η ιστορία του The Offer διαθέτει δύο κατευθύνσεις: η πρώτη αφορά το actual making of της ταινίας του Νονού και όλο το δράμα του Coppola, των ηθοποιών και της ομάδας παραγωγής, ώστε να καταφέρουν να προσαρμόσουν και στη συνέχεια να αποδώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το ογκώδες βιβλίο του Puzzo στη μεγάλη οθόνη. Η δεύτερη και πιο ενδιαφέρουσα κατεύθυνση αφορά στο καθεστώς του τότε Hollywood και τον παρασκηνιακό αγώνα των παραγωγών της ταινίας, σε συνεργασία πάντα με τον Coppola, ενάντια στις εμπορικές προσταγές της Paramount -και σε κάποιους επικίνδυνους εξωτερικούς παράγοντες-, ώστε να εξυπηρετήσουν σε απόλυτο βαθμό το καλλιτεχνικό όραμα του σκηνοθέτη. Ο δεύτερος αυτός αφηγηματικός άξονας, είναι και εκείνος που αναλαμβάνει τα ηνία της σειράς, όσο αυτή προχωράει, όταν αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι το The Godfather μετατρέπεται σε εκείνη την ταινία που θα γράψει εκ νέου τους κανόνες του σύγχρονου Hollywood, ανατρέποντας το παλαιό κατεστημένο και τους σκουριασμένους μηχανισμούς, καταλήγοντας σταδιακά, εκτός από μια αριστουργηματική ταινία, σε ένα σύμβολο για τους απανταχού νέους δημιουργούς της εποχής.
Αν και τα περισσότερα γεγονότα της σειράς, όπως η εμπλοκή της μαφίας στην γενικότερη παραγωγή του The Godfather, αποτελούν προϊόντα μυθοπλασίας για δραματουργικούς και αφηγηματικούς σκοπούς, εντάσσονται στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο αρκετά οργανικά, ενώ αλληλοεπιδρούν αρμονικά με την κεντρική ιστορία και δεν φαντάζουν σε καμία περίπτωση παράταιρα ή περιττά. Η σειρά βέβαια, δεν έχει την βιτριολική ματιά ενός Robert Altman -τόσο στο ψυχολογικό προφίλ των πρωταγωνιστών όσο και στην απεικόνιση των γραναζιών της εξουσίας-, ούτε το ντοκιμαντερίστικο βάθος και εύρος πληροφοριών ενός Lost in Mancha ή ενός Jodorowsky's Dune, καθώς προσπαθεί να ικανοποιήσει αρκετά μέτωπα και πολλές ετερόκλιτες απαιτήσεις. Καταφέρνει όμως εν τέλει, σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, να διατηρήσει έναν χαρακτήρα διασκεδαστικό, ‘’χαλαρό’’ και γεμάτο σινεφίλ αναφορές, καθώς και επαρκώς περιγραφικό αναφορικά με τα συστήματα εξουσίας του παλιού Hollywood, λίγο πριν την μεγάλη αλλαγή.
Ερμηνευτικά, όλο το cast στέκεται αξιοπρεπέστατα στους ρόλους του, από τον Miles Teller μέχρι την Juno Temple και τον Dan Fogler, ο οποίος κατά-διασκεδάζει τον ρόλο του ως Francis Ford Coppola. Την παράσταση όμως κλέβουν, αρχικά ο Giovanni Ribisi ως Joe Colombo, ο αρχηγός της Μαφίας του οποίου η σχέση με τον Ruddy αποτελεί και την ραχοκοκαλιά της ταινίας και στη συνέχεια ο Matthew Goode, ο οποίος είναι σαρωτικός ως Robert Evans, μεγαλοπαραγωγός της Paramount που άλλαξε τα δεδομένα του παιχνιδιού και βρήκε την χρυσή τομή μεταξύ καλλιτεχνικής ελευθερίας και box office επιτυχιών.
Μπορεί τα 10 επεισόδια του The Offer, σε συνδυασμό με την αναίτια μεγάλη διάρκεια του καθενός, να απλώνουν αρκετά την αφήγηση και να κουράζουν ελαφρώς, από ένα σημείο και μετά, όμως η σειρά καταφέρνει να διατηρήσει έναν ψυχαγωγικό μα και συνάμα δραματικό χαρακτήρα, τόσο όσο χρειάζεται, μέχρι το τέλος της. Καταφέρνει να γίνει μιας πρώτης τάξεως ανάλαφρη καλοκαιρινή ‘’ρουτίνα’’, η οποία αναγνωρίζει αυτό που είναι και δεν επιχειρεί να πλασαριστεί ως κάτι παραπάνω. Είναι ένα καλοφτιαγμένο love letter στους απανταχού φίλους του ‘’The Godfather’’ και γενικότερα εκείνων που εκτιμούν τα αμερικανικά κινηματογραφικά 70s, που σίγουρα θα ενισχύσει την ανάγκη τους να επισκεφτούν ξανά το αριστούργημα του Coppola, μετά τους τίτλους τέλους.