Ο Obi Wan Kenobi, 10 χρόνια μετά τα γεγονότα του Revenge of the Sith, ζει σαν ερημίτης στον Tatooine, ενώ παράλληλα αποκρύπτει την ταυτότητα και ιδιότητά του από τους πάντες, καθώς η Αυτοκρατορία συνεχίζει να κυνηγάει και να εξολοθρεύει τους εναπομείναντες ιππότες Jedi. Όμως θα δεχθεί ένα μήνυμα από έναν παλιό σύμμαχο, του οποίου το παιδί κινδυνεύει, μήνυμα που θα τον βάλει σε πολλές περιπέτειες και μια αναπάντεχη τροχιά προς τον μεγαλύτερό του φόβο.
Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά, για τη σημασία του franchise Star Wars στην κινηματογραφική ιστορία των τελευταίων 45 ετών. Αντίστοιχα όμως, θα μπορούσαν να ειπωθούν αρκετά, για το πώς ένας τίτλος που, στα τέλη των 70s και αρχές των 80s (όταν και η original τριλογία πρώτο-κυκλοφόρησε στις αίθουσες) άλλαξε το παγκόσμιο σινεμά, σήμερα έχει καταλήξει σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και τοξικά προϊόντα της ευρύτερης κινηματογραφικής pop κουλτούρας.
Η prequel τριλογία του George Lucas, το μακρινό 1999, αντιμετωπίστηκε σχεδόν εχθρικά από την πλειοψηφία κοινού και κριτικών, καθώς η μεγαλομανία του δημιουργού της δεν τον περιόρισε στο κομμάτι του storytelling και της παραγωγής, αλλά, θέλοντας να έχει πλήρη έλεγχο πάνω στο δημιούργημά του, ανέλαβε επιπλέον την σκηνοθεσία και το σενάριο. Αδίκησε έτσι ένα ενδιαφέρον νέο lore και αρκετές ωραίες ιδέες, με 3 ταινίες, οι οποίες κουβαλούσαν πολλά προβλήματα, σχεδόν σε κάθε τους επίπεδό. Κάποιες μάλιστα αντιδράσεις άγγιξαν πρωτοφανή επίπεδα ακρότητας, κάτι που οδήγησε τον δημιουργό του εμβληματικού αυτού τίτλου, στο να πουλήσει τα δικαιώματα του ‘’παιδιού’’ του τo 2012 στην Disney και έκτοτε να αποσυρθεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα.
Από εκεί και μετά, η κατάσταση έγινε υπέρ το δέον πολύπλοκη, καθώς η sequel τριλογία που δημιουργήθηκε εκ νέου από τους ιθύνοντες της Disney -πετώντας στα σκουπίδια όποιες σημειώσεις ή συμβουλές τους άφησε ο Lucas, όπως και όλο το expanded universe που είχε δημιουργηθεί μέσω comics, βιβλίων και videogames μέχρι τότε- μπορεί να αναθέρμανε το ενδιαφέρον της κινηματογραφικής βιομηχανίας για το franchise, δεν αντιμετωπίστηκε όμως θετικά από την ευρύτερη κοινή γνώμη. Η προφανής έλλειψη φαντασίας και έμπνευσης, μετρίασαν υπερβολικά το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο υποβαθμίστηκε σε ένα φεστιβάλ αναφορών στην πρωτότυπη τριλογία -καθώς εσκεμμένα, η Disney επιχείρησε να κρατήσει μια απόσταση από την prequel τριλογία και την ‘’αρνητική’’ της φήμη- και μια έντονη αίσθηση επανάληψης. Το βασικότερο, όμως, ήταν ότι η νέα τριλογία έδωσε την εντύπωση πως τίποτα σε αυτή δεν έγινε βάσει κάποιου πλάνου, αλλά με την μια γενικότερη λογική του ‘’πάμε και βλέπουμε’’. Ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι η Disney αντιμετώπιζε το brand ‘’Star Wars’’ σαν μια δεδομένη μηχανή κοπής χρημάτων, αδιαφορώντας για το αρχικό καλλιτεχνικό όραμα του δημιουργού του.
Η εχθρική αντιμετώπιση της νέας αυτής τριλογίας από το ευρύ κοινό και δη τους σκληροπυρηνικούς φίλους του saga (οι οποίοι, ενήλικοι πλέον, είχαν αρχίσει να αγκαλιάζουν την ‘’παρεξηγημένη’’ prequel τριλογία του Lucas, ως ένα κομμάτι της παιδικής τους ηλικίας), ανάγκασε την Disney να εγκαταλείψει τα αρχικά της πλάνα για κάποια άμεση συνέχεια της. ‘’Πάγωσε’’ οτιδήποτε κινούνταν κοντά στα επεισόδια 7 έως 9 και επέστρεψε στις ρίζες του saga, αυτή τη φορά μέσω της μικρής οθόνης.
Ήδη, το Clone Wars, μια animated σειρά 7 σεζόν που ξεκίνησε στα 00s και ολοκληρώθηκε πριν μερικά χρόνια, είχε γίνει ένα από τα αγαπημένα κομμάτια του Star Wars για τους παλαιότερους φίλους του saga. Υπό την εποπτεία του Lucas, το ‘’πνευματικό παιδί’’ του Dave Filoni είχε καταφέρει να εξελίξει το σύμπαν και τους χαρακτήρες των prequels, δημιουργώντας μια σειρά που άνετα στέκεται, μέχρι και σήμερα, στις σπουδαιότερες σειρές επιστημονικής φαντασίας που έχει δει η μικρή οθόνη. Πάνω στην επιτυχία του Clone Wars (και της συνέχειάς του, Rebels) -τα οποία κράτησε η Disney ως canon, στο νέο της Star Wars universe- o ρόλος του Filoni αναβαθμίστηκε, στην ομάδα προστέθηκε ο έμπειρος Jon Favreau, δημιουργήθηκαν νέοι τηλεοπτικοί ήρωες οι οποίοι συνυπήρχαν με το lore και τους χαρακτήρες του Clone Wars/Rebels και η δράση μετατοπίστηκε σε μια εποχή πιο οικεία στους fans, εκείνη δηλαδή ανάμεσα στα γεγονότα της original και prequel τριλογίας -δεκαετίες μακριά από τα γεγονότα της sequel τριλογίας.
Μετά λοιπόν από την επιτυχία του Mandalorian και την, κάπως πιο μέτρια πορεία, του Book of Boba Fett, ήρθε η στιγμή για έναν εκ των πιο αγαπημένων χαρακτήρων του saga, να πάρει την δική του σειρά, στο νεοσύστατο, τηλεοπτικό live action σύμπαν του Disney-κού Star Wars. Δυστυχώς όμως η πολύ-αναμενόμενη επιστροφή του δημοφιλούς Obi Wan Kenobi βρίθει πάρα πολλά προβλημάτων, που ούτε η νοσταλγία, ούτε η ίδια η υπόσχεση της σειράς για το ‘’re-match of the century’’ καταφέρνουν να τα κρύψουν ή διορθώσουν, καθιστώντας το ‘’Obi Wan Kenobi’’ μια μετριότατη σειρά, που πασχίζει να ‘’πουλήσει’’ την αναγκαιότητά της εν έτη 2022.
H -μεγάλη- συγγραφική ομάδα της σειράς (από την οποία απουσιάζει ο Dave Filoni και ο Joh Favreau), ατυχώς επιλέγει να έτερο-προσδιορίσει τον χαρακτήρα του Kenobi μέσω των Skywalkers, καθώς ο ίδιος μοιάζει, στο μεγαλύτερο μέρος, να μην είναι πρωταγωνιστής, αλλά ένα εργαλείο για να προχωρήσει η πλοκή, ένα μέσο εξαγωγής περισσοτέρων πληροφοριών για τους Skywalkers και το γενικότερο σύμπαν της σειράς. Πέραν των -αναμενόμενα κλισέ- στιγμών του ως ερημίτης και φυγάς στην αρχή της σειράς, σχεδόν μέχρι και το φινάλε στερείται κάποιας ουσιαστικής ανάπτυξης του χαρακτήρα του, όπως πχ του κατά πόσο τον επηρέασαν τα γεγονότα του Revenge of the Sith ή το πώς προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί μετά από αυτά. Οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, όλα είναι απόντα μέχρι τα τελευταία λεπτά, όπου για μερικές στιγμές, το σενάριο του κάνει τη χάρη και τον απογυμνώνει συναισθηματικά, σε ένα φινάλε το οποίο βέβαια έχουμε ξαναδεί -και πολύ καλύτερα- στο Rebels και το επεισόδιο ‘’Twilight of the Apprentice’’.
Η κεντρική ιστορία του Obi Wan Kenobi θυμίζει πάρα πολύ την Disney τριλογία, μιας και κινείται και αυτή σπασμωδικά, δίχως κατεύθυνση και στόχο, ενώ τα αρκετά σεναριακά κενά και τρύπες της, μπορούν ανά στιγμές να τεστάρουν την ανεκτικότητα του μέσου θεατή. Όλοι σχεδόν οι β΄ χαρακτήρες λειτουργούν σαν μέσα εξέλιξης της πλοκής, ενώ ένα από τα βασικά sub-plots, το οποίο αφορά μιας εκ΄ των ανταγωνιστών της ταινίας, δύσκολα βγάζει νόημα ή έχει κάποια συνοχή -παρά την σχετικά αξιοπρεπή του κατάληξη. Συνολικά δεν προσφέρει κάτι που δεν έχει δει ο μέσος φίλος της σειράς, σε ένα μέτριο επεισόδιο Clone Wars, Rebels ή Mandalorian, καθώς δεν εξελίσσει επαρκώς το σύμπαν του saga. Ίσα ίσα που το ‘’φθηναίνει’’ τρόπο τινά, προκαλώντας επιπλέον κάποια μικρό-θέματα continuity, μεταξύ των ταινιών/σειρών του saga.
Η σεναριακή ανεπάρκεια της σειράς όμως, δεν βοηθιέται ούτε από τη φτηνή παραγωγή, ούτε και από την ανεπαρκέστατη σκηνοθεσία της Deborah Chow. Μετά το Mandalorian και το Book of Boba Fett, σε ένα τόσο σημαντικό project, θα περίμενε κανείς την Disney να τα ‘’δώσει όλα’’. Αντ’ αυτού όμως, η σειρά, πλην ελαχίστων στιγμών, θυμίζει fan made youtube-ικό φιλμάκι, τόσο ως προς τα σκηνικά, όσο και ως προς την νευρωτική σκηνοθεσία της Chow. Η Chow, χωρίς να είναι ο Paul Greengrass, χρησιμοποιεί αρκετά POV πλάνα, handheld και shaky camera, με έναν τρόπο που ίσως δεν ταιριάζει στο γενικότερο ύφος του Star Wars. Λείπει η ‘’καθαρότητα’’ και η ‘’κλάση’’ στις συνολικές σκηνές δράσης και δη των μαχών με lightsabers (οι οποίες έχουν αρκετά αξιόλογες χορογραφίες), κάνοντας το όλο αποτέλεσμα να μοιάζει αρκετά ‘’ερασιτεχνικό’’ ανά διαστήματα. Αυτή η σκηνοθετική της ανεπάρκεια, δεν βοηθιέται ούτε από τα σκηνικά, που -εξαιρώντας κάποιες φουτουριστικές πινελιές στα πρώτα επεισόδια- τις περισσότερες φορές θυμίζουν εξόφθαλμα studio, ενώ αρκετά εξωτερικά γυρίσματα, είτε προδίδουν εύκολα την GGI φύση τους, είτε κάνουν τον θεατή να νομίζει ότι πραγματοποιήθηκαν σε κάποιο λόφο δίπλα στο Skywalker Ranch, στην Καλιφόρνια.
Το μικρό, κομψό και κλασάτο theme για τον Kenobi, αποκλειστικό ‘’δωράκι’’ του John Williams για τη σειρά, ξεχωρίζει σε ένα, κατά τα άλλα, μετριότατο soundtrack από την Natalie Holt, χωρίς κάποια άλλη χαρακτηριστική μελωδία -πλην ενός κακέκτυπου του κλασσικού πλέον Duel of Fates, που εμφανίζεται στις σημαντικές μάχες της σειράς.
Από πλευράς ερμηνειών, ο Ewan McGregor είναι εκεί, σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από τότε που άφησε το φωτόσπαθό του στην άκρη. Κρίμα που το φτωχό σενάριο δεν του δίνει την δυνατότητα να λάμψει ερμηνευτικά, σε ένα ρόλο που φαίνεται ότι αγαπάει και ενδιαφέρεται αρκετά. Ο Hayden Kristensen, επιστρέφει ως Anakin Skywalker/Darth Vader, δυστυχώς όμως όχι αρκετά, όπως tease-αρε η παραγωγή, έχοντας λίγο σχετικά χρόνο επί οθόνης χωρίς την μάσκα του Vader. Από εκεί και μετά, πλην των αξιοπρεπών επανεμφανίσεων των Joel Edgerton και Jimmy Smits, το υπόλοιπο cast κινείται στην μετριότητα και την αδιαφορία, απόρροια ενός κακού σεναρίου και μιας πιθανότατα άστοχης καθοδήγησης από την σκηνοθέτη. Μια μικρή αναφορά αξίζει στην 10χρονη Vivien Lyra Blair, η οποία παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο της σειράς, με αρκετή φυσικότητα και μπρίο. Δυστυχώς όμως και αυτή, πέφτει θύμα ενός σεναρίου που δεν γνωρίζει πως να αξιοποιήσει ένα μικρό παιδί με ταλέντο, γράφοντάς του ξύλινες ατάκες για ενήλικες και μια συμπεριφορά πολύ μακριά από ένα παιδί της ηλικίας της.
Τι άλλο μένει τελικά από το Kenobi; Η αίσθηση του οικείου, καθώς είναι μια σειρά του σύμπαντος του Star Wars, το οποίο πάντα θα ελκύει τον θεατή να επισκεφτεί ξανά τους κόσμους του και τους ήρωές που κατοικούν σε αυτούς. Τα υπερβολικά πολλά -σε ενοχλητικό βαθμό- easter eggs και οι άκομψες fan service στιγμές, οι οποίες προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της σειράς, βομβαρδίζοντας τον θεατή ανελέητα και δίχως μέτρο. Το ίδιο το finale του, που θυμίζει αρκετά ταινία της Marvel, με τα cameo και τις πολλαπλές υποσχέσεις για μελλοντικές συνέχειες ή spin-offs. Η αίσθηση πληρότητας που ίσως νιώσει ο θεατής, όταν καλύψει και αυτό το κεφάλαιο της αγαπημένης του space opera. Ίσως όμως, το πιο σημαντικό όλων, το μικρό ‘’άνοιγμα’’ της Disney προς τα prequel, από τη ‘’φήμη’’ των οποίων προσπάθησε εξαρχής να αποστασιοποιηθεί.
Το Obi Wan Kenobi μπορεί να είναι μια πολύ εύκολη και ευχάριστη σειρά στη θέασή της, όμως αποτυγχάνει να φτάσει τα standards που έθεσαν σειρές σαν το Mandalorian, παρ’ ότι το premise εδώ είναι ανώτερο και, κατά γενική ομολογία, περισσότερο αναμενόμενο και σημαντικό. Η Disney, στην εν λόγω σειρά, φαίνεται να βασίστηκε αποκλειστικά στην αναγνωρισιμότητα των βασικών της πρωταγωνιστών και στην αγάπη που θρέφει το κοινό για αυτούς. Tο finale των 2 πρωταγωνιστών όμως, έχει κινηματογραφηθεί προ πολλού και η επαναφορά τους στη μικρή οθόνη για ένα δεύτερο ‘’ξεκαθάρισμα λογαριασμών’’ απαιτούσε ένα σενάριο αντάξιο της υστεροφημίας τους, όπως και την πιθανή στελέχωση της παραγωγής με την εμπειρία ενός Dave Filoni ή Jon Favreau.
Είναι άραγε αρκετά, μερικά ποιοτικά λεπτά του finale μεταξύ των 2 πρωταγωνιστών, ώστε να δικαιολογήσουν μια ολόκληρη σειρά 6 επεισοδίων; Αρκεί το logo του franchise και μόνο, ώστε να αποκτήσει πραγματική ουσία ότι προβάλλει στις οθόνες μας η Disney; Πόσες φορές ακόμα, θα χρησιμοποιηθεί το ‘’Lone Wolf and Cub’’ trope στο τηλεοπτικό Star Wars; To Obi Wan Kenobi είναι ένα χλιαρό προϊόν μιας εταιρίας, που όταν έρχεται η στιγμή να παίξει τα ‘’δυνατά’’ χαρτιά της κληρονομιάς του George Lucas, πασχίζει να ανταποκριθεί στην φαντασία και την δημιουργικότητα που ο δημιουργός τους τα είχε εμφυσήσει εξ’ αρχής.