H Evelyn, μεσήλικας μετανάστρια εξ’ Ανατολής, ιδιοκτήτρια πλυντηρίου στις ΗΠΑ, βρίσκεται, μέσα σε ένα απόγευμα, αντιμέτωπη με μια αίτηση διαζυγίου από τον σύζυγό της, ένα επερχόμενο party γενεθλίων για τον δύστροπο πατέρα της, τη λεσβία κόρη της και τις προσωπικές της επιλογές/ανησυχίες, τις οποίες αδυνατεί να αφουγκραστεί, ενώ το κερασάκι στη τούρτα είναι μια αγριεμένη και μίζερη εφοριακός, η οποία είναι ένα βήμα πριν βάλει λουκέτο στη μικρή της επιχείρηση -α και την ξαφνική επερχόμενη Συμπαντική Αποκάλυψη, καθώς το πολύ-Σύμπαν διασπάται, τα παράλληλα σύμπαντα τριγύρω της ενώνονται με διαφόρους τρόπους και όλα μαζί απειλούν την ίδια αλλά και όλα όσα αγαπάει!
Οι Dan Kwan και Daniel Scheinert, ή αλλιώς ‘’Daniels’’ όπως αρέσκονται να αυτό-αποκαλούνται, πριν μερικά χρόνια είχαν δώσει μια αρκετά ‘’παράξενη’’ ταινία, το Swiss Army Man. Εκεί, ένας ναυαγός σε ένα ερημονήσι, έλυνε τα υπαρξιακά του ζητήματα και άγχη, με την βοήθεια ενός πτώματος σε διαρκή αποσύνθεση, το οποίο… άφηνε συνεχώς αέρια και είχε την μορφή του Daniel Radcliffe. Αν η πλοκή εκείνου του ντεμπούτου τους περιείχε μερικές από τις πιο ανορθόδοξες και ‘’πειραγμένες’’ ιδέες που ξεπήδησαν προσφάτως στην μεγάλη οθόνη, τότε το νέο τους έργο, με τον ευφάνταστο ελληνικό τίτλο Τα Πάντα Όλα, πετάει στην εξίσωση… τα πάντα όλα, κάνοντας την πρώτη τους ταινία να μοιάζει με ερασιτεχνικό film τελειόφοιτου φοιτητή κινηματογράφου.
Το Everything, Everywhere, All at Once αφουγκράζεται, αρχικά, τα σημεία των καιρών, αφού ανοίγει απευθείας διάλογο με ένα κοινό, το οποίο έχει μάθει πλέον σε έναν ψυχαγωγικό κινηματογράφο φρενήρους ρυθμού και έντασης. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, οι ιδέες και η πληροφορία ανανεώνονται με ρυθμούς πολυβόλου και η αφήγηση γίνετε χίλια κομμάτια, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με τρόπο ο οποίος είναι πολύ εύκολο να ‘’πετάξει’’ εκτός τον θεατή που δεν θα έχει την διάθεση να ακολουθήσει αυτό το φανταχτερό κομφούζιο πολύ-συμπαντικής τρέλας, ή δεν έχει ‘’χαλιναγωγηθεί’’ στο μέσο σύγχρονο αμερικανικό blockbuster. Όμως, σε αντίθεση με πολλές παρόμοιες προσπάθειες -και δη του χώρου των ταινιών των χάρτινων υπέρ-ηρώων, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να συνδέονται άμεσα επίσης με την έννοια του ‘’multiverse’’ και των πολλών παράλληλων διαστάσεων- οι Daniels καταφέρνουν τρία πολύ σημαντικά αποτελέσματα: Να κάνουν τον θεατή να νοιαστεί, να μην τον χάσουν -μέχρι ενός σημείου- και τέλος να σχεδόν… τερματίσουν, όσο πιο δημιουργικά μπορούν, τις προοπτικές που ανοίγονται με την ιδέα του multiverse και των απείρων παράλληλων συμπάντων.
Σε πρώτο επίπεδο, οι -αξιαγάπητοι- χαρακτήρες της ταινίας έρχονται αντιμέτωποι με προβλήματα, τα οποία είναι πολύ εύκολο να ταυτιστεί κανείς και να νιώσει την αγωνία τους, όπως το εργασιακό άγχος, η γραφειοκρατία, τα σπασμένα όνειρα, η αγάπη, η εφηβεία και η γενικότερη αντίληψη περί οικογενειακών δεσμών. Σε δεύτερο επίπεδο, όλα αυτά τα προβλήματα αρχίζουν να αντιμετωπίζονται, καθώς η επερχόμενη Συμπαντική απειλή φλερτάρει με το απόλυτο Κενό και την Ανυπαρξία. Σε τρίτο επίπεδο, όλα τα παραπάνω γίνονται ένα και το αυτό, κυριολεκτικά παίρνουν μορφή και υπόσταση, εν μέσω μίας άνευ προηγουμένου πολύ-συμπαντικής τρικυμίας επί οθόνης.
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για την πλοκή, δίχως να αποκαλύψει βασικά της στοιχεία ή επιμέρους της συστατικά, τα οποία πιθανότατα θα αλλοιώσουν την ευρηματική ιδέα που σκαρφίστηκαν οι Daniels και μετουσίωσαν σε μια άκρως ουμανιστική και γλυκιά εν τέλει εμπειρία, η οποία κάτω από το μεγάλο της πρίσμα εξετάζει ‘’μικρές’’ θεματικές που έχουν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μια καθημερινή χροιά. Η κατάληξη της αγκαλιάζει πλήρως αυτό το ζεστό συναίσθημα που θέλει εξαρχής να πετύχει, φλερτάροντας οριακά με το μελό. Έχοντας όμως εξετάσει στην ολότητά του το κεντρικό της θέμα, με κανένα περιθώριο περαιτέρω ερμηνειών ή εναλλακτικών, η ταινία είναι τελικά από αυτές τις περιπτώσεις -τις ελάχιστες πιθανότατα, σε τέτοιου είδους σημερινό mainstream εμπορικό κινηματογράφο- που ακόμα και ο πιο κυνικός θεατής, δύσκολα θα μείνει ασυγκίνητος από το ταξίδι και την έκβασή της.
Αν κάποιος θελήσει να βρει ψήγματα ασυνέπειας στις εκατοντάδες ιδέες που παρελαύνουν στην οθόνη, πιθανότατα σε μια 2η ή 3η θεάσεις να το καταφέρει. Ελάχιστη σημασία όμως έχει, καθώς η βασική αρχή της ταινίας που θέλει τα πάντα να κινούνται ‘’χωρίς κανόνες’’, της δίνει μια διάσταση, η οποία υπερβαίνει επιτυχώς το ‘’nip-picking’’ και την ρηχή, αυτό-περιοριστική και τετράγωνης λογικής, στείρα θέαση! Δυστυχώς όμως, η ταινία ελαφρώς συνθλίβεται από την μεγάλη της διάρκεια, καθώς τα 140 της λεπτά, σε συνδυασμό με τον ντελιριακό της ρυθμό και τις αμέτρητες ιδέες και gags, κατακερματίζουν σε πολλά σημεία την αφήγηση και η αφηγηματική συνοχή δεν επιτυγχάνεται πάντα, ενώ παράλληλα κουράζει και δείχνει να αναζητά -ανά διαστήματα μανιωδώς- λίγο αέρα να ανασάνει.
Η Michelle Yeoh είναι η ψυχή και καρδιά της ταινίας, αξιοποιώντας στο μέγιστο τις ευκαιρίες που τις δίνει το σενάριο να παίξει με πολλούς χαρακτήρες και διάφορες κινηματογραφικές ‘’σχολές’’ υποκριτικής. Ο Ke Huy Quan, μας υπενθυμίζει γιατί τον αγαπήσαμε ως Short Round στο Temple of Doom, 37(!) χρόνια πριν, με την ενέργειά και το κωμικό του timing, όντας ο goofy και αγαθιάρης άνδρας της Yeoh. Σε μικρότερους ρόλους, ξεχωρίζει ο βετεράνος και πάντα εξαιρετικός James Hong, αλλά και η απολαυστική Jamie Lee Curtis, σε έναν κόντρα ρόλο από αυτούς που μας έχει συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια!
Οι Daniels, στο τέλος της ημέρας, έχουν δημιουργήσει μια ταινία, η οποία, ακόμα και αν χάσει κάποιους από τους θεατές με το ‘’αλλόκοτο’’ θέμα της, τους φρενήρεις ρυθμούς και την αδικαιολόγητα μεγάλη της διάρκεια, αν μη τι άλλο προσφέρει απολαυστικό και πρωτότυπο θέαμα, ξεκαρδιστικά ευρηματικά κωμικά gags και φανταστικές σκηνές δράσης. Διαθέτει, όμως, και μια γνήσια αγάπη για το σινεμά των Michelle Gondry και Charlie Kaufman, του Terry Gilliam, τις καλές στιγμές των αδερφών Wachowski, το μικρό-σύμπαν του Steven Chow και του… Wong Kar-Wai, μεταξύ άλλων, η οποία μετουσιώνεται σε μια ταινία που έχει να πει πράγματα, με καρδιά και αληθινό συναίσθημα.