Η δεύτερη ταινία του Νονού το 1974, ολοκλήρωνε θριαμβευτικά και ανεπανάληπτα μια σπουδαία κινηματογραφική ιστορία που θα σφράγιζε το σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά και θα επαναπροσδιόριζε τον καλλιτεχνικό ρόλο του σκηνοθέτη στις μεγάλες παραγωγές -έστω και πρόσκαιρα, καθώς τα Σαγόνια του Καρχαρία και ο Πόλεμος Των Άστρων θα έστρωναν ξανά το δρόμο για το νόμο και την τάξη των μεγαλοπαραγωγών. Ο Francis Ford Coppola, από τη δεκαετία του '70 κιόλας, ήξερε καλά ότι το εμβληματικό saga της εγκληματικής φαμίλιας των Corleone δεν είχε άλλα περιθώρια ανάπτυξης και αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις της Paramount για τριλογία. Μια τρίτη ταινία μετά το 1980 θα ήταν σίγουρο εμπορικό χαρτί και μόνο από τα ονόματα του cast που πλέον μετρούσαν πολλά Όσκαρ και είχαν αποκτήσει παγκόσμια φήμη.
Ο Coppola πέρασε ολόκληρη τη δεκαετία του '80 σκηνοθετώντας ταινίες για να πληρώσει τα σπασμένα του Αποκάλυψη Τώρα! (1979) και για να ξεχρεώσει την οικονομική καταστροφή του One From The Heart (1981). Από τις υπερωρίες που εργάστηκε προέκυψαν εξαιρετικά indie δράματα (Rumble Fish), ακίνδυνα mainstream προϊόντα (Peggy Sue Got Married) αλλά και αφόρητες παραγγελιές (Gardens of Stone). Κάποια στιγμή, η επιταγή της Paramount στο τραπέζι έφτασε να έχει πολλά μηδενικά και ο Coppola είχε κουραστεί να υπογράφει συμβατικές ταινίες σαν το Tucker για βιοπορισμό.
Η ιδέα για τη συνέχεια της ιστορίας του Νονού ήταν να εξελιχθεί σε σαιξπηρικό ήρωα ο Michael Corleone και ως έκπτωτος βασιλιάς βυθισμένος στις ενοχές για τα εγκλήματά του, να αντιμετωπίζει την προδοσία παντού.
Ο ίδιος ο Coppola βρήκε κάτι δικό του στη μεγαλομανία του κουρασμένου Michael Corleone. Υπήρξε ο ίδιος, άλλωστε, ο πρωτοπόρος auteur που κατηγορούσε τη αλλοτριωμένη βιομηχανία, τους εχθρικούς κριτικούς, τους αχάριστους θεατές, τους άπληστους παραγωγούς ακόμα και τους αγνώμονες συναδέλφους του για το δικό του καλλιτεχνικό «κάψιμο» και τις κακές του επιλογές. Με τον τρίτο Νονό, ο Coppola είχε την ευκαιρία να ξελασπώσει οικονομικά, να σταματήσει να γλείφει τις πληγές του, να εκπληρώσει την ευχή του στούντιο και να κάνει μια μεγάλη δήλωση για το σπαταλημένο του ταλέντο. Ο Coppola είδε στον Corleone τη μεγαλομανία, τις ενοχές, την τάση για οικογενειοκρατία και την πίκρα που ένιωθε ο ίδιος. Και φυσικά, παρά τη σκηνοθετική του ποιότητα, έκανε πολλά λάθη στις επιλογές του.
Στον τρίτο Νονό, ο Michael Corleone αποφασίζει να ξεπλύνει το κακό όνομα της οικογένειάς του από το αιματοβαμμένο παρελθόν της, μέσα από αγαθοεργίες και φιλανθρωπίες της καθολικής εκκλησίας. Το Βατικανό είναι η τέλεια βιτρίνα για έναν πρώην βαρόνο του εγκλήματος που πλέον συμπεριφέρεται σαν λομπίστας των ισχυρών. Οι ενοχές για τη φρικτή δολοφονία του αδερφού του είναι πιο εφιαλτικές από ποτέ και οι καθολικοί ναοί ρίχνουν βαριά σκιά στον βασανισμένο μαφιόζο. Στο μεταξύ, η νέα γενιά των φιλόδοξων γκάνγκστερ έρχεται χωρίς κώδικα ηθικής, χωρίς να υπακούει στους άγραφους νόμους των παλιών και με πάθος για μακελειό.
Οι δύο πρώτοι Νονοί ήταν κορυφαία δείγματα αριστουργηματικού κινηματογράφου. Ήταν γκανγκστερικά έπη, ήταν προσφυγικά έπη, ήταν ιστορική παρακαταθήκη για τη μοναδική στιγμή στον χρόνο που το στουντιακό αμερικάνικο σινεμά ήταν αληθινά ελεύθερο και τολμηρό. Ο τρίτος Νονός, όμως ήταν η άβολη, άτσαλη και βιαστική μάχη του Coppola με την υστεροφημία του –επομένως, κάτι πολύ μικρότερο και ασήμαντο. Η ταινία δεν είχε συνοχή, δεν είχε βάθος και δεν είχε σοβαρό αντίκτυπο. Ήταν το crime movie της βδομάδας στους κινηματογράφους. Τα κακά νέα άρχισαν από το pre-production. O Robert Duvall βρήκε εξευτελιστικά τα χρήματα που του πρότειναν για να επανέλθει στο ρόλο του Κονσιλιέρι και αρνήθηκε, με αποτέλεσμα, η απουσία του να βλάψει σοβαρά την ταινία. Το πιο σοβαρό πλήγμα της ταινίας, ωστόσο, ήταν η ακύρωση της συμμετοχής της Winona Ryder στο ρόλο της κόρης του Corleone, επειδή μετά από συνεχή γυρίσματα και μερικές κραιπάλες, ήταν εξουθενωμένη για να περάσει αμέσως σε ένα τόσο απαιτητικό project. Ο Coppola έκανε τη μοιραία επιλογή να δώσει στην κόρη του, Sofia, τον περίφημο ρόλο.
Τριάντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας, ο Francis Coppola επισκέπτεται ξανά το μοντάζ για να μας δώσει την «τελική» εκδοχή της ταινίας. Αντί για The Godfather Part III, η ταινία μετονομάζεται σε The Godfather Coda: The Death of Michael Corleone και υπάρχουν μικρές και ανεπαίσθητες αλλαγές, κυρίως στην αρχή και στο πλάνο του φινάλε. Ο σκηνοθέτης, για κάποιο λόγο, αισθάνεται ότι τώρα πια μπορούμε να απολαύσουμε την παρεξηγημένη ταινία του και να καταλάβουμε το μεγαλείο της. Ωστόσο, τα οπερετικά πυροτεχνήματα, οι εύκολοι συμβολισμοί και η υπερφίαλη αφήγηση, παρά την έλλειψη μεγάλων ιδεών, παραμένουν πεισματικά στην οθόνη. Οι πρώτες δυο ταινίες πήραν ένα συμβατικό βιβλίο και το απογείωσαν. Εδώ, το συμβατικό σενάριο είναι απλώς καλοφτιαγμένο και ωραία σερβιρισμένο για δυο ώρες σίγουρης απόλαυσης, σαν λατρεμένο comfort food. Όμως κανένα συμμάζεμα δεν μπορεί να διασώσει την αμήχανη παρουσία της Sofia Coppola, η οποία, βέβαια, εκείνη την εποχή εισέπραξε το τρομερό μένος της παγκόσμιας κριτικής και τη χλεύη των θεατών. Στο φινάλε, ο Coppola νιώθει ότι θέλει να την προστατέψει ξανά, καθώς βασανίζεται από τις τύψεις που την έριξε απροστάτευτη στην αρένα με τα θηρία και τραυμάτισε αμετάκλητα τη σχέση της με την υποκριτική. Το φινάλε στο The Godfather Coda βρίσκει, όχι τον Al Pacino, αλλά τον ίδιο τον Francis Ford Coppola να φωνάζει «πυροβολήστε εμένα και όχι την κόρη μου».
Ο Coppola τα τελευταία δέκα χρόνια απέχει από την σκηνοθεσία. Την τελευταία φορά που είδαμε εικόνες του ήταν με το ασήμαντο πειραματικό θριλεράκι Twixt (2011). Όταν επιλέγει να ασχοληθεί με το σινεμά (του) προτιμάει να επισκέπτεται ξανά τη μονταζιέρα και να βελτιώνει (;) τις παλιότερες ταινίες του. Μετά το Apocalypse Now Final Cut (την τρίτη εκδοχή της ταινίας μετά το Apocalypse Now Redux) ασχολήθηκε με τη μονταζιακή επιδιόρθωση του Cotton Club (1984), φτιάχνοντας μια νέα βερσιόν με τον τίτλο The Cotton Club Encore. Το διασκεδαστικό, παλιομοδίτικο δραματάκι που χορεύει κλακέτες ενώ μετράει πτώματα, προέκυψε μέσα από την αέναη κόντρα του Coppola με τον παραγωγό των πρώτων δυο Νονών, τον Robert Evans. Ο Evans ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να απολύσει τον Pacino για να δώσει το ρόλο στον Ryan O'Neal, να διώξει τον Brando και να αφαιρέσει κάθε έλεγχο του Coppola στο final cut. Στα δύσκολα χρόνια του 1980 που προαναφέραμε, ήταν μοιραίο ο Coppola να πέσει στην ανάγκη του Evans. Το Cotton Club έμοιαζε με ξένοιαστο και χαρωπό φιλμάκι που θα συνδύαζε το οικογενειακό γκανγκστερικό είδος με το μιούζικαλ και την jazz. Τα αμοιβαία ego trip του συγκεντρωτικού παραγωγού και του αγκιστρωμένου στα χρέη δημιουργού, έκαναν τα εύκολα, δύσκολα και η ταινία έμεινε στην ιστορία σαν μια ευχάριστη αποτυχία. Ο Coppola τακτοποιεί τις εκκρεμότητές του με το The Cotton Club: Encore, που δεν είναι σημαντικά καλύτερο από την ξεκούρδιστη πρώτη εκδοχή, αλλά τουλάχιστον τώρα αλλά έχει ένα ρυθμό.
Μέσα από αυτό το πρίσμα της «τακτοποίησης» του έργου του στο οποίο έχει επιδοθεί ο Coppola τα τελευταία χρόνια, πρέπει να προσεγγίσουμε το The Death of Michael Corleone. Ακόμη κι αν δεν σκηνοθετήσει τίποτα άλλο (που είναι το πιθανότερο) ο 80χρονος δημιουργός, δείχνει να θέλει να κλείσει την εμβληματική φιλμογραφία του με την τελική σκηνή στην όπερα όπου η τραγωδία θα χτυπήσει σαν σκληρό κάρμα τον μεγαλομαφιόζο Corleone, υπό τους ήχους της Cavalleria Rusticana. Όμως το «μασάζ» στο τρίτο μέρος του Νονού, δεν προσφέρει τίποτα στο μύθο της τριλογίας αλλά ούτε καν στην τρίτη ταινία ξεχωριστά. Το νέο cut δεν δίνει μια νέα, βαθύτερη ανάγνωση στην εκδίκηση, το πάθος, τα απωθημένα, την εξουσιαστική δύναμη και την κληρονομιά των Corleone. Δεν είναι τίποτα άλλο από τη μάχη ενός δημιουργού με τα φαντάσματα του ένδοξου παρελθόντος του, με τις ενοχές του για τα αριστουργήματα που μπορούσε να γυρίσει και δεν τα έκανε, με το σινεμά που άλλαξε και τον άφησε πίσω και τελικά, με την ίδια τη μεγαλομανία του, που του χάρισε παγκόσμια φήμη αλλά του στέρησε τόσα πολλά καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Ο Coppola, στα γεράματά του, έγινε ο Michael Corleone.