Η πρόσφατη σειρά ψυχολογικού σασπένς και φολκ αγωνίας του ΗΒΟ, έχει το προνόμιο να διαθέτει τον Jude Law στον πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και μια πλοκή που ερεθίζει τη φαντασία των φανατικών του είδους. Ένας άνδρας που πενθεί για το χαμό του γιου του (ή μήπως όχι;) θα οδηγηθεί συμπτωματικά από ένα κορίτσι που βρέθηκε στο διάβα του (ή μήπως δεν είναι τόσο τυχαία η συνάντηση;) σε ένα απομονωμένο νησί στη βόρεια βρετανική ακτή. Η παλίρροια θα τον αναγκάσει να διανυκτερεύσει στο άγνωστο μέρος, όπου ο ιδιοκτήτης της τοπικής pub (ή μήπως δεν είναι αυτός που φαίνεται;) θα τον φιλοξενήσει στον ξενώνα του. Προφανή και προβλέψιμα τα ερωτήματα αλλά τα πράγματα αποκτούν άγρια τροπή σε αυτό το μέρος που φέρνει στο νου τους στίχους "You can check out any time you like, but you can never leave" των Eagles.
Μέσα από ατμοσφαιρικά πλάνα, νευρικά γκρο πλαν και υπερχρωματισμένη διεύθυνση φωτογραφίας, οι σκηνοθέτες της σειράς αποτυπώνουν την αγωνία και το αδιέξοδο στο πρόσωπο του Jude Law. Προκειμένου ο ήρωας να μπλέξει όλο και πιο πειστικά στον ιστό του μυστηρίου, το σενάριο αντλεί από την εφαρμοσμένη πρακτική δυο ταινιών: την αμφισημία της αφήγησης και την πνευματική ανισορροπία του ήρωα στο Shutter Island (2010) και την κλειστοφοβική απειλή από την παγανιστική κουλτούρα των ντόπιων σε απομονωμένο μέρος, όπως την είχαμε απολαύσει στο κλασικό The Wicker Man (1973).
Η σειρά ποντάρει στους αρχέγονους φόβους εγκλεισμού ανάμεσα σε μια αγέλη ξένων με δικό τους κώδικα συμπεριφοράς και με αθέατη ζωή. Απειλητικά πλάνα με εσωτερική ενέργεια προκρίνουν την ακανθώδη απειλή της «ασθενούς μνήμης» που υποσκάπτει την κανονικότητα. Οι εφιάλτες-παραισθητικές ενοράσεις είναι το πασπαρτού για να ξεκλειδώσει η δική μας ταύτιση με το ταραγμένο μυαλό του ήρωα, ο οποίος καταδιώκεται από ορατούς και αόρατους δαίμονες.
Το βραδύκαυστο θρίλερ έχει αρετές και απολαυστικές ερμηνείες, όπως αυτή της Emily Watson. Οι δημιουργοί προσπαθούν να φτιάξουν μια απογυμνωμένη από τη μια, μα εξαιρετικά μεγεθυμένη από την άλλη, ιστορία αλληγορικών διαστάσεων. Η αλλόκοτη παραβολή εξελίσσεται εσωτερικά και χάρη στην ικανότητά της να υποβάλλει. Όμως η αφήγηση και το στήσιμο υπονομεύονται από την κάκιστη φωτογραφία και το πλαδαρό μοντάζ. Πραγματικά, ειδικά τα πρώτα επεισόδια μοιάζουν να φτιάχτηκαν από ανθρώπους που η αισθητική τους γαλουχήθηκε από τα φίλτρα του Instagram και όχι από τον κινηματογράφο. Τα ζωηρά, συνθετικά χρώματα αφοπλίζουν το σασπένς και κάνουν το αποτέλεσμα να φαίνεται κάπως ψεύτικο. Οι στιγμές που πάνε να αποκαλυφθούν οι κέλτικου τύπου παγανιστικές λατρείες με στυλ προχριστιανικό, είναι σαφώς οι πιο ενδιαφέρουσες.
Υπάρχουν αρκετές σκηνές γνήσιας διαστροφής, όπως και σκηνές οραμάτων που θα μπορούσαν να έχουν ξεπηδήσει από τα διηγήματα του Stephen King. Πιθανότατα οι θεατές που ενθουσιάστηκαν με το περσινό φιλμ Midsommar να βρουν εδώ έναν γρίφο να τους απασχολήσει. Όμως, τελικά, το The Third Day είναι αρκετά σκληρόπετσο και αγέλαστο για να αγαπηθεί από τους πιο απαιτητικούς λάτρεις των κλασικών εγκεφαλικών θρίλερ.