Δυο ghost stories της κλασικής λογοτεχνίας εμπνέουν δυο σύγχρονες διασκευές τις οποίες προσφέρει η πλατφόρμα του Netflix. Από τη μια έχουμε Το Στρίψιμο της Βίδας με το οποίο ο Henry James έχει ευλογήσει τη φανταστική λογοτεχνία. Η καταραμένη ιστορία των παιδιών που τα στοιχειώνουν οι νεκροί υπηρέτες της έπαυλης, μέσα από την αφήγηση της αινιγματικής γκουβερνάντας, ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην παράνοια και την απόκοσμη απειλή. Το διάσημο και «απέθαντο» Ghost Story αποτελεί την πρώτη ύλη πάνω στην οποία βασίστηκε αμυδρά το The Haunting of Bly Manor. Τα πρώτα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς υπογράφει ο αφοσιωμένος εργάτης του φανταστικού, ο Mike Flanagan. Ο νεαρός σκηνοθέτης κάνει υπερωρίες πάνω στο genre του τρόμου που εμφανώς αγαπάει με πάθος, σκηνοθετώντας πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια: από low budget ασκήσεις τρόμου όπως το Before I Wake και το Hush μέχρι διασκευές του Stephen King (Gerald's Game και Doctor Sleep). Ωστόσο, η προηγούμενη δουλειά του Flanagan, με τον παρόμοιο τίτλο The Haunting of Hill House ήταν σαφώς πιο ολοκληρωμένη, πιο πειστική και υπηρετούσε καλύτερα την παράδοση του κλασικού τρόμου.
Το The Haunting of Bly Manor δεν είναι ακριβώς αποτυχημένο, όμως ποντάρει στα μοντέρνα καθρεφτίσματα μιας στυγνής πραγματικότητας, μέσα στην οποία κανείς δεν είναι ασφαλής. Η απωθημένη ενοχή και το τραύμα της καταπιεσμένης βίας στον αμερικάνικο ψυχισμό αξιοποιούνται μέσα από τη γνώριμη συσκευασία «αμαρτίες γονέων τέκνα παιδεύουσι» με τη δράση να τοποθετείται κάπως άβολα στην δεκαετία του '80. Όπως εξελίσσονται τα επεισόδια της σειράς, το δράμα διαλόγων παίρνει το πάνω χέρι από τις ανατριχίλες τρόμου με τις οποίες φιλοδοξούσε να γεμίσει τα όνειρά μας ο συγγραφέας Henry James το 1898, όταν έγραψε το αρχέτυπο ghost story. Η εξέλιξη εδώ είναι απλή, γραμμική και καθαρή (σχεδόν διάφανη). Αν καταφέρνει κάτι η σειρά μέσα στα εννιά της επεισόδια (θα μπορούσαν να είναι τέσσερα) αυτό δεν βρίσκεται στις σκηνές τρόμου και αγωνίας, αλλά στις ήσυχες στιγμές διαλόγων στις οποίες αποτυπώνει τη μοναξιά που τυλίγει τους ήρωες, υπογραμμίζοντας έτσι την οδύνη στα εύθραυστα πρόσωπά τους.
https://www.youtube.com/watch?v=tykS7QfTWMQ
Παρεμπιπτόντως μια ακόμη διασκευή του ίδιας λογοτεχνικής ιστορίας είδαμε μέσα στη χρονιά, το ανεκδιήγητο The Turning με την Mackenzie Davis. Εδώ τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα, ωστόσο τίποτα δεν μπορεί να φτάσει το συγκλονιστικό φιλμ τρόμου The Innocents που γυρίστηκε το 1961, σε σκηνοθεσία Jack Clayton, με πρωταγωνίστρια την Deborah Kerr. Ένα από τα αριστουργήματα του βρετανικού τρόμου το οποίο χαρακτήριζε η πρωτότυπη αίσθηση του εξωπραγματικού και οι υπερφυσικές απειλές που έμοιαζαν σχεδόν απρόθυμες να παγιδευτούν από το κάδρο του φακού.
Το διφορούμενο της αφήγησης, ο μακάβριος ρομαντισμός, το ζοφερό ρομάντζο και η ψευδαίσθηση της νεκροζώντανης απειλής, θριαμβεύουν στη Ρεβέκκα της Daphne du Maurier. Η σπουδαία συγγραφέας έγραψε με απαράμιλλη γοητεία την ιστορία κλειστοφοβικού τρόμου της ανώνυμης ηρωίδας η οποία εξαιτίας του αναπάντεχου γάμου της με τον γοητευτικό Maxim de Winter θα παγιδευτεί στον επιβλητικό πύργο Μάντερλεϊ, και θα βιώσει τη ματαίωση εκεί όπου τα πάντα είναι στοιχειωμένα από τη ζωντανή μνήμη της μυστηριώδους πρώτης συζύγου του Maxim.
Το αγαπημένο παιδί της βρετανικής κριτικής, ο Ben Wheatley, αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει ένα ghost story, όμως το φάντασμα του Alfred Hitchcock στοιχειώνει κάθε βήμα του, πιο επιβλητικά και από τη σκιά που ρίχνει το φάντασμα της αδικοχαμένης κυρίας στον πύργο του Μάντερλεϊ. Το Ρεββέκα του Hitchcock γυρίστηκε πριν από 80 (!) χρόνια και ήταν η πρώτη ταινία του άγγλου σκηνοθέτη στο Χόλιγουντ. Η ταινία του 1940 ήταν το εισιτήριο για τα μεγάλα στούντιο που εξαργύρωσε πετυχημένα ο μετρ του σασπένς, ο οποίος μετά από μια σειρά επιτυχιών στην αγγλική του περίοδο (Η Κυρία Εξαφανίζεται, Τα 39 Σκαλοπάτια) ήταν έτοιμος να ανοίξει τα φτερά του σε μεγαλύτερες παραγωγές.
Ο Ben Wheatley έχει δώσει καλά δείγματα στο τερέν του αναρχικού τρόμου (το Kill List είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον) όμως εδώ δοκιμάζεται σε κάτι στρωτό, φωτογενές και στεγνά ακαδημαϊκό. Η φετινή διασκευή θα μπορούσε να ονομάζεται και Οι 50 Αποχρώσεις της Ρεββέκας (χωρίς τον ερωτισμό φυσικά) καθότι είναι φανερό ότι έχει σχεδιαστεί για το κοινό που αναζητά young adult δράματα και το δέλεαρ εδώ είναι η πανέμορφη Γαλλική Ριβιέρα και η ακριβή διεύθυνση παραγωγής που επενδύει σε όμορφα κάδρα. Η κομψότητα του μακάβριου δεν έχει χώρο εδώ, παρά κάποιες φιλότιμες προσπάθειες της Kristin Scott Thomas που βρίσκεται σε ρόλο κλειδί. Ο Armie Hammer είναι πειστικός αλλά πρέπει να προσέξει να μην τυποποιηθεί σε ρόλους αψεγάδιαστου γόη σε μεσογειακό περιβάλλον μετά το Call Me By Your Name, ενώ η Lily James δείχνει ότι μπορεί να αναλάβει καλούς ρόλους, αρκεί να δουλέψει με σκηνοθέτες που πιστεύουν το υλικό τους. Στη φετινή εκδοχή η Ρεββέκα είναι όντως άψυχη, παρά τη ρομαντική αναβίωση του ανέλπιστου έρωτα ανάμεσα σε μια φτωχή πλην τίμια γκουβερνάντα και σε έναν περιζήτητο άγγλο αριστοκράτη. Οι μυστηριώδεις συνθήκες κάτω από της οποίες πέθανε η Ρεββέκα τροφοδοτούσαν τη νεκρόφιλη εμμονή στις σελίδες της Daphne du Maurier και τα γοτθικής γοητείας πλάνα του Hitchcock. Όσο για την ταινία του Wheatly; Αν μένει κάτι ωφέλιμο είναι ο τρόπος που εξετάζει ότι ο έρωτας, όσο αγνός και ανιδιοτελής κι αν είναι, δεν έχει ανοσία στο κακό και στα πιο νοσηρά ανθρώπινα συναισθήματα.