Δεν έχω διαβάσει το Normal People, το βιβλίο-φαινόμενο για τη γενιά των millennials της ιρλανδής Sally Rooney. Έτσι προχώρησα ανύποπτος, χωρίς προκαταλήψεις, και με «δική μου ευθύνη» στην προβολή της πρόσφατης, τηλεοπτικής του μεταφοράς σε συμπαραγωγή των BBC και Hulu. Αποδείχθηκε ένα συγκλονιστικό, μετεφηβικό, ερωτικό δράμα που ακολουθεί τη παράλληλη, κοινή, ακόμη και όταν δεν μοιάζει τέτοια, πορεία ζωής των πρωταγωνιστών του, της Marianne Sheridan (Daisy Edgar-Jones) και του Connel Waldron (Paul Mescal).
Η ιστορία ξεκινάει στην ιρλανδική επαρχία του Sligo και μέσα από τα 12 μισάωρα, επεισόδια που μοιάζουν με διακριτές, θεατρικές πράξεις φυσικής μετάβασης των δύο κεντρικών χαρακτήρων από τα τελευταία στάδια της εφηβείας στα πρώτα της ενηλικίωσης, καταλήγει σε ένα αξέχαστο διάλογο μεταξύ τους σε ένα διαμέρισμα στο Δουβλινο. Στην αρχή οι δυο τους είναι συμμαθητές στο Λύκειο: η Marianne βρίσκεται στο περιθώριο και συχνά χλευάζεται από την υπόλοιπη τάξη για την αντιδραστική της συμπεριφορά, ενώ ο Connel είναι δημοφιλής για τις αθλητικές του επιδόσεις και απολαμβάνει την εκτίμηση της παρέας του. Οι δυο τους γνωρίζονται καλύτερα σταδιακά, καθώς η μητέρα του Connel φροντίζει τη βίλα που μένει η Marianne με τη μητέρα και τον αδερφό της. Από εκεί και πέρα, η μεταξύ τους σχέση περνάει από πολλά κύματα, εξερευνάται σε βάθος καθώς φοιτούν μαζί στο Δουβλίνο και τα όρια της δοκιμάζονται συνεχώς, μέσα από σκοτεινά μυστικά, κολλήματα του παρελθόντος και εγωιστικές, άτολμες συμπεριφορές που τους απομακρύνουν, όχι όμως ανεπανόρθωτα.
Αυτό που κεντρίζει κατευθείαν τον θεατή, είναι τα «αμόλυντα» πρόσωπα των δύο ηθοποιών: η Daisy-Edgar Jones συλλαμβάνει ιδανικά τη δυναμική και συνάμα εύθραυστη φύση της Marianne, ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος Paul Mescal ενσαρκώνει την αντιφατική, μα και ειλικρινή, προσωπικότητα του Connel με αβίαστη φυσικότητα. Η καθαρότητα των βλεμμάτων, η τηλεπαθητική επικοινωνία, η αθωότητα των προσώπων και οι αληθινές τους, σε βαθμό ανατριχιαστικό, εκφράσεις, συνθέτουν μία από τις πιο αξιομνημόνευτες, ανθρώπινες σχέσεις, πρώτης ή μη, αγάπης που έχουμε δει στην τηλεόραση.
Αναμφισβήτητα, μία από τις πιο γοητευτικές και συγκινητικές πτυχές της σειράς, είναι οι φοβερά φυσικές ερωτικές σκηνές. Ειλικρινά, μετά το τέλος τους, ένιωθα πως βλέπω πρώτη φορά στη ζωή μου σεξουαλική ένταση στην οθόνη, όπως τη γευόμαστε αληθινά, στον απόλυτό της βαθμό, στην πραγματική ζωή. Οι δυο τους μοιάζουν σαν να ήταν φτιαγμένοι γι' αυτή την ένωση. Ο συγχρονισμός των αναπνοών, οι εκφράσεις ηδονής, η εξέλιξη της μεταξύ τους σωματικής επικοινωνίας, πείθουν τον θεατή πως εδώ βιώνεται η ιδανική μετουσίωση της ολόδικής τους εγκεφαλικής καύλας και συναισθηματικής σύνδεσης σε σεξουαλική χημεία. Το γεγονός πως η ίδια η συγγραφέας έχει δηλώσει κατά το παρελθόν πως «όταν ακούω τη φράση “σεξουαλική σκηνή”, σκέφτομαι μία σκηνή διαλόγου», λέει πολλά για την ουσία της σύλληψης αυτών των στιγμών.
Η σειρά καταφέρνει να συντηρήσει παράλληλα ένα πλάγιο, κοινωνικοπολιτικό αφήγημα, το οποίο προκύπτει από το ταξικό χάσμα των δύο πρωταγωνιστών και εκτονώνεται αριστουργηματικά σε μία γραφική, ιταλική πλατεία, σε μία σκηνή που αναπόφευκτα φέρνει στο μυαλό το Call Me By Your Name. Το σενάριο δεν διστάζει να εισχωρήσει σε πιο βαθιά, ψυχαναλυτικά και υπαρξιακά μονοπάτια, μέσα από τη προσωπική πάλη των δύο κεντρικών χαρακτήρων με τα τραύματα τους και την προσπάθεια τους να καταλάβουν γιατί διαμορφώνονται σε αυτούς τους ανθρώπους με την πάροδο του χρόνου. Τέλος, κομβικό ρόλο έχει και η προσεκτικά επιλεγμένη, μουσική της επένδυση. Πέρα από το κεντρικό, πιανιστικό μοτίβο του Stephen Rennicks, τραγούδια όπως το “Angeles” του Elliot Smith, το “You and I” του Caribou, το “Make You Feel My Love” της Ane Brun, πέφτουν την κατάλληλη στιγμή και δημιουργούν υπερβατικές, τηλεοπτικές αναμνήσεις που αντέχουν στο χρόνο.
Αποφεύγοντας μελοδραματικά κλισέ και δραματουργική σάλτσα, η σκηνοθετική ματιά των Lenny Abrahamson και Hettie Macdonald, καθώς και η αφηγηματική ροή του σεναρίου διεισδύουν βαθιά στο μυστικό, ιερό σύμπαν που πλάθουν οι δύο πρωταγωνιστές και προστατεύουν από τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα από τη κοινή τους διαδρομή, αποκαλύπτουν πως «με άλλους ανθρώπους δεν είναι το ίδιο» και «μεταξύ τους νιώθουν λιγότερο μόνοι από ποτέ», συνειδητοποιώντας πως μόνο μαζί φτάνουν στις πιο αληθινές εκδοχές των εαυτών τους -είναι οι «φυσιολογικοί άνθρωποι» του τίτλου. Η αληθινή αγάπη μπορεί, τελικά, να κρύβεται σε ένα κοινό τσιγάρο χωρίς καμία ανάγκη για λέξεις, μία αναμμένη οθόνη laptop καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, ένα αθώο σερβίρισμα λευκού κρασιού. Όποια και αν είναι η κατάληξη των δύο, θα θυμούνται για πάντα πως δεν θα ήταν ποτέ τα ίδια άτομα αν δεν γνωρίζονταν. Και στο Normal People δοξάζεται θριαμβευτικά αυτό που μοιάζει με το απώτερο νόημα όλων: το ανεξίτηλο στίγμα που αφήνουν οι σημαντικότερες συναντήσεις της ζωή μας και μας καθορίζουν για πάντα. Ακόμη και αν οι διαδρομές δεν είναι κοινές για πάντα.