Ακριβώς όπως ο Τζορτζ Όργουελ, έτσι και η Μάργκαρετ Άτγουντ δεν είναι πολύ αισιόδοξη για το μέλλον της ανθρωπότητας. Το βιβλίο της «The Handmaid’s tale» (Η ιστορία της θεραπαινίδας) γράφτηκε το 1984. Ήταν λες και η 45χρονη, τότε, συγγραφέας πήρε τη σκυτάλη από τον Όργουελ (που είχε επιλέξει αυτήν ακριβώς τη χρονιά ως τίτλο του διάσημου προφητικού του μυθιστορήματος) ώστε να σκιαγραφήσει τη δική της εκδοχή για όσα τρομερά μας περιμένουν αν εξακολουθήσουμε να είμαστε τόσο ανέμελα αυτοκαταστροφικοί.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1985. Ο κόσμος που φαντάστηκε η συγγραφέας είχε πνιγεί στα τοξικά απόβλητα, είχε ξεμείνει από ανάσα και από απογόνους και, τελικά, ξέμεινε και από ελευθερία. Ο φόβος μπροστά στην ολική εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους οδήγησε στη δημιουργία της Gilead, ενός θεοκρατικού, απολυταρχικού κράτους που κατέλυσε το Σύνταγμα, έσφαξε, φυλάκισε ή εξόρισε τους αντιφρονούντες, κατένειμε τους ανθρώπους σε τάξεις, αυστηρά διαχωρισμένες μεταξύ τους, γέννησε νέα γλώσσα και έναν καινούριο, απάνθρωπο συντηρητισμό, τύλιξε τις ελάχιστες γόνιμες γυναίκες που είχαν απομείνει σε κόκκινους μανδύες και τις χρησιμοποίησε στυγνά ως αναπαραγωγικές μηχανές, για χάρη εκείνων που ορίστηκαν ως «ελίτ».
Καχυποψία και σιωπή, λυντσαρίσματα, κλειτοριδεκτομές κι ένας «μεγάλος αδελφός» με πολλά «μάτια», έτοιμα να καρφώσουν τους απείθαρχους. Το τοπίο είναι άγρια αφιλόξενο, ειδικά για τις γυναίκες, ακόμα και για τις φαινομενικά ευνοημένες, που αρκούνται σε έναν –βγαλμένο από το παρελθόν- «οικιακό φεμινισμό». Σε αυτόν τον, ουσιαστικά, ακραία αντιφεμινιστικό κόσμο, τον ποτισμένο από ρατσισμό, εθνικισμό, σκοταδισμό και σαδισμό, τον «ευλογημένο» από έναν ανελέητο Θεό, κεντρικό πρόσωπο είναι η Offred, μια θεραπαινίδα που περνάει τα πάνδεινα, μόνο και μόνο επειδή μπορεί ακόμα να τεκνοποιήσει. Το κίνητρό της για να εξακολουθήσει να στέκεται όρθια είναι η ελπίδα ότι μια μέρα θα ξαναδεί την κόρη της, από την οποία τη χώρισαν βίαια.
Οι θεατές της σειράς του Μπρους Μίλερ «The Handmaid’s Tale», που ζωντάνεψε (και προχώρησε) με αριστουργηματικό τρόπο την ιστορία που αφηγήθηκε η Άτγουντ, ένιωσαν ότι μάλλον ο κόσμος αυτός έχει ήδη αρχίσει να ανατέλλει. Συνέδεσαν, μάλιστα, τη Ginead με την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ (αξίζει να σημειωθεί ότι η γη της ελευθερίας για τους εγκλωβισμένους της Ginead είναι... ο Καναδάς!). Όχι, τα γυρίσματα είχαν ξεκινήσει πριν τις εκλογές, βεβαίωσαν το κοινό οι δημιουργοί - μεταξύ τους και η ίδια η Άτγουντ, που βοήθησε στο σενάριο. Επιπλέον, κανείς δεν περίμενε ότι θα εκλεγόταν ο Τραμπ. Όπως και νά ‘χει, ο πρώτος κύκλος της καλωδιακής σειράς –10 επεισόδια, που προβλήθηκαν το 2017- εμπεριέχει πολλές ανησυχητικές αναφορές στο σήμερα, σε ένα χτες που έχουμε παλέψει να θάψουμε (αν και ορισμένοι, δυστυχώς, το αναπολούν) και σε αυτό που θα μπορούσε να είναι το αύριο ενός πλανήτη που δείχνει να οδεύει με μαθηματική ακρίβεια προς τον γκρεμό.
Η σειρά ήρθε σε τόσο κατάλληλη στιγμή και άγγιξε το κοινό σε τέτοιο βαθμό, που ενέπνευσε ακόμα και συγκεντρώσεις φεμινιστριών-και, φυσικά, δεκάδες συζητήσεις. Πέρα από τις δυσοίωνα επίκαιρες πολιτικοκοινωνικές και οικολογικές αναφορές, την ατμοσφαιρική, αξιοθαύμαστα εικαστική σκηνοθεσία των Ριντ Μοράνο, Μάικ Μπάρκερ, Φλόρια Σιγκισμόντι, Κέιτ Ντενις και Κάρι Σκόγκλαντ, τους εξαιρετικά καλοδομημένους χαρακτήρες, τις απρόσμενες πινελιές μαύρου χιούμορ, την απίθανη επιλογή τραγουδιών που ντύνουν τους επιλόγους των επεισοδίων, το σοφά χτισμένο σασπένς που στο τέλος κάθε επεισοδίου αφήνει τον θεατή λιμασμένο για το επόμενο, το «Handmaid’s Tale» διαθέτει, ως κορυφαίο ατού, την πρωταγωνίστριά του: η Ελίζαμπεθ Μος, προερχόμενη από το «Mad Men», είχε τη σπάνια τύχη να πρωταγωνιστήσει, όχι σε μία, αλλά σε δύο από τις καλύτερες σειρές που έχουν ποτέ προβληθεί στη μικρή οθόνη. Κι αν στο «Mad Men» τράβηξε ένα ικανοποιητικό κομμάτι της αμέριστης προσοχής του θεατή, στο «The Handmaid’s Tale» κυριολεκτικά τον μαγνητίζει. Συχνά-πυκνά, η κάμερα χαϊδεύει ηδονικά το διάφανο δέρμα της, παρακολουθεί σαν πιστό σκυλί τη μαρτυριάρικη γλώσσα του κορμιού της και παραδίδεται αμαχητί στο υγρό της βλέμμα, που αποκαλύπτει όσα τα χείλη της κρατούν ερμητικά σφραγισμένα. Καθώς η Offred επιστρέφει, αργά και σταθερά, στη June, στη γυναίκα που ήταν πριν την άκαρδη δικτατορία των «πιο ίσων από τους άλλους», έρχεται η ανακουφιστική συνειδητοποίηση ότι ο φόβος, εκτός από δικτάτορες, γεννάει και επαναστάτες. Και ότι η σιγουριά της τρομοκρατημένης πλειοψηφίας πως «δεν υπάρχει χώρος για γενναιότητα σε όλο αυτό» μπορεί να διαψευστεί. Η Μος (περιστοιχισμένη από ένα εξαιρετικά επιλεγμένο καστ, μεταξύ των οποίων οι Τζόζεφ Φάινς, Ιβόν Στραχόφσκι, Αλέξις Μπλεντέλ, Αν Ντάουντ και Μαξ Μινγκέλα) είναι απλώς εκπληκτική.
Αγωνία, θυμός, αμηχανία, συγκίνηση, ζωώδης ερωτισμός. Το «Handmaid’s Tale», που, μεταξύ άλλων βραβείων, έχει αποσπάσει Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Δραματικής Σειράς, αναδεύει ολόκληρο το χρωματολόγιο των συναισθημάτων. Κυρίως, όμως, γεννάει σκέψεις. Ίσως η πιο φοβερή από όλες είναι η υπενθύμιση της απίστευτης ευκολίας με την οποία ο άνθρωπος είναι ικανός να πετάξει την ανθρωπιά του στα άπλυτα, σαν λερωμένο πουκάμισο, και να θεωρήσει ότι έχει το δικαίωμα, αν ο σκοπός είναι αρκούντως «ιερός», να μεταχειριστεί τους συνανθρώπους του σαν αντικείμενα.
Όλα αυτά θα αρχίσουν να ξετυλίγονται ξανά από τις 26 Απριλίου στη Nova. Ο δεύτερος κύκλος του «Handmaid’s Tale», που αποτελείται από 13 επεισόδια, θα είναι μία ανάμεσα στις πολλές συναρπαστικές επιλογές ψυχαγωγίας που προσφέρει η Nova σε κάθε μέλος της οικογένειας, όχι μόνο μέσα από τις σειρές που προβάλλει, αλλά και μέσα από τις θαυμάσιες κινηματογραφικές πρεμιέρες, τα ντοκιμαντέρ, τα αθλητικά και τα παιδικά προγράμματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι με τη Nova δεν υπάρχουν διλήμματα στην ψυχαγωγία της οικογένειας.
Άραγε, τα πράγματα θα γίνουν πιο ελπιδοφόρα στον δεύτερο κύκλο της σειράς;
«Θα είναι σκοτεινότερος», μας προειδοποιεί η Μος η οποία, ταυτόχρονα, μας υπόσχεται μια εναρκτήρια σκηνή που είναι αδύνατον να μαντέψουμε. Την ώρα που οι φανατικοί fans κρατούν την ανάσα τους, λίγα πράγματα έχουν διαρρεύσει, όμως το σίγουρο είναι ότι το στόρι θα μας μεταφέρει στην πολυσυζητημένη «Αποικία» (την τοξική Σιβηρία των στείρων και των τιμωρημένων), θα δημιουργήσει μια νέα, απρόβλεπτη δυναμική ανάμεσα στην Offred/June και τη Serena Joy (τη στείρα, αχαρτογράφητη συναισθηματικώς σύζυγο του Διοικητή για την οποία η Offred υποχρεώθηκε να τεκνοποιήσει), ενώ στο σκηνικό θα προστεθεί και η μητέρα της κεντρικής ηρωίδας.
Στο τέλος του πρώτου κύκλου, η Offred/June έχει τολμήσει να κάνει τα πρώτα, αποφασιστικά της βήματα προς την έξοδο από τον εφιάλτη. Όμως, στον δεύτερο κύκλο αναρωτιέται: «Έτσι είναι τελικά η ελευθερία; Μάλλον δεν υπάρχει έξοδος. Η Gilead είναι μέσα μας».
Ας ελπίσουμε πως όχι.