Στο επίκεντρο της ιστορίας της φετινής ταινίας του παραγωγικότατου σκηνοθέτη Φρανσουά Οζόν, βρίσκεται μια νεαρή και όμορφη γυναίκα, η οποία ερωτεύεται τον ψυχαναλυτή της. Οι δυο τους, θα αποφασίσουν να ζήσουν γρήγορα μαζί. Όλα θα δείχνουν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή που οι ολοένα αυξανόμενες υποψίες της ηρωίδας για το άγνωστο παρελθόν του ψυχαναλυτή, θα την οδηγήσουν στο ιατρείο ενός συναδέλφου του, ο οποίος μάλιστα είναι και σωσίας του.
Έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα θρίλερ που βαδίζει στα ίχνη των Χιτσοκικών εμμονών, με στοιχεία από το παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης των “Διχασμένων” του Κρόνενμπεργκ, αλλά και με τις ανατροπές των θρίλερ της πρώτης εποχής του Ντε Πάλμα.
Μη σας ξεγελάνε τα σπουδαία ονόματα που ανέφερα. Ο Οζόν ανήκει στην ελίτ των κανακεμένων σκηνοθετών του φεστιβάλ των Καννών, που με τα χρόνια έχει γίνει τόσο φλύαρος και αυτάρεσκος, σε σημείο που μας δείχνει ότι μάλλον δεν έμαθε τίποτα από το σινεμά του Χίτσκοκ, απ΄την υπερβολή του Αλμοδόβαρ, απ’ τον στοχασμό των “Διχασμένων” και από τα οπτικά τεχνάσματα του Ντε Πάλμα. Ο Οζόν πολύ θα ήθελε να έχει την ικανότητα να φτιάξει αληθινό σασπένς, να παίξει με τα όρια της πλαστοπροσωπίας, με τις σεξουαλικές φαντασιώσεις, τις φονικές νευρώσεις, αλλά και να χειριστεί πειστικά την σεναριακή περιπλοκή. Επιπλέον, το σύνολο επιβαρύνει η πρωταγωνίστρια Μαρίν Βαχτ, η οποία είναι παντελώς άχρωμη και κακή στο ρόλο της.
Το φιλμ, που για την ιστορία να πούμε ότι έχει βασιστεί στο βιβλίο «Ζωές των Διδύμων» του 1987 που έγραψε η Τζόις Κάρολ Όουτς με το ψευδώνυμο Ρόζαμοντ Σμιθ, θα ήθελε πολύ να ήταν ένα έντιμος απόγονος του «Sisters» (1973) αλλά ο σκηνοθέτης είναι της Β’ εθνικής, και την ανημποριά του στο σασπένς την καλύπτει με μια (τάχα μου) αυτοαναφορικότητα και ειρωνεία, την οποία αν έβλεπε ο Σαμπρόλ θα έβαζε τα γέλια. Προσπεράστε αυτό το wannabe θριλεράκι, που δεν έχει ιδέα τι σημαίνει αγωνία και εξυπνάδα, και πλασάρεται ως μεταμοντέρνο μπας και ξεγελάσει φεστιβαλικούς τουρίστες και θεατές δίχως καλλιτεχνικές απαιτήσεις.