Το «Νήμα» είναι μια χειροποίητη και απαράμιλλη εμπειρία βιογραφικών σημείων και εύπλαστης μνήμης. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (ή «The Boy» όπως τον γνωρίζουμε απ΄τη μουσική του καριέρα) με την βιρτουοζιτέ και την επιτήδευση ενός τζαζίστα βιογράφου, μιλάει για τις φοβίες, τις μάχες, τον βασανισμό και την πνευματική κληρονομιά μιας ηρωίδας με έντονη αντιδικτατορική δράση, η οποία κουβαλάει όλη την οργή και τα απωθημένα που αφήνει η μητρότητα. Σταδιακά λοιπόν μας τραβάει στον ιστό του ασυνείδητου μιας γυναίκας που βρίσκεται σε διαρκή ρήξη με το ρευστό περιβάλλον της. Το πετυχαίνει, όχι φυσικά με τη μέθοδο της άχαρης αναπαράστασης αναμνήσεων αλλά με κεντραρισμένα, κλειστοφοβικά πλάνα τα οποία κυκλώνουν δυστοπικοί ήχοι και αληθινά εφέ που αντιβαίνουν τους κανόνες της αφήγησης. Η φαινομενική αναρχία του μοντάζ και η παραμορφωμένη ματιά του φακού όμως, δεν οδηγεί τελικά σε κάτι ανοίκειο.
Το ταραγμένο σύμπαν του έργου εκφράζεται με εξπρεσιονιστικούς φωτισμούς και με υποκειμενικές λήψεις, που περιορίζουν το κάδρο αλλά «ανοίγουν» την αντίληψη του θεατή. Το ρευστό μοντάζ κάνει τη μια σκηνή να χωνεύει την προηγούμενη. Ως αποτέλεσμα, ο φαντασιακός κόσμος του σεναρίου προβάλλει τον ψυχισμό μιας ηρωίδας που βασανίζεται από τους Οραματιστές (ρετροφουτουριστική αναφορά στους συνταγματάρχες της Χούντας), αγαπιέται από το μικρό της αγόρι, μεγαλοπιάνεται εξαιτίας αυτάρεσκων ψευτοδιανοούμενων της παριζιάνικης nouvelle vague, ψωνίζεται με την επανάσταση, γίνεται σοσιαλιστικό σύμβολο και φυλακίζεται στο μπουντρούμι του κορμιού της. Κάπου ανάμεσα στον αφρό της τέχνης, στο ανήσυχο πνεύμα και στο πέρασμα του χρόνου που ξεπεζεύει τα ιδανικά μας, ο θεατής αναζητά την αλήθεια με τον ίδιο τρόπο που ξετυλίγουμε ένα κουβάρι εικόνων στους εφιάλτες μας. Το παθιασμένο όραμα του Αλέξανδρου Βούλγαρη προκρίνει η Σοφία Κόκκαλη, η οποία ερμηνεύει έξοχα την ηρωίδα, σαν να φοράει πολλές μάσκες αγωνίας στο πρόσωπό της.
Κάτω από τη φόδρα της ταινίας, φυσικά κρύβεται ένα ειλικρινές γράμμα αγάπης στην Ιωάννα Καρυστιάνη. Η ταινία δεν χαρίζεται στον βίο και τα έργα της αληθινής γυναίκας και ο σκηνοθέτης προσπαθεί να καταγράψει τον πόνο που συνεπάγεται ένα τέτοιο ταξίδι με μηχανισμούς ενός φαντασιακού θρίλερ που θα οδηγήσουν σε ένα μικρό Rosebud (Κυκλάμινο). Το σκηνογραφικό στυλ μιας τόσο πολυμορφικής ιστορίας δεν θα μπορούσε παρά να είναι αφαιρετικό, όμως η συνοχή και το νόημα δεν προδίδονται ποτέ, παρά τους υπερβολικoύς συμβολισμούς στο δεύτερο μέρος. Ποτέ δεν σε προδίδουν άλλωστε οι ταινίες που φτιάχνονται από δημιουργούς που νοιάζονται τόσο για τους ήρωές τους και παιδεύονται απ’ αυτούς.
{youtube}xgxe0Z-ErgI{/youtube}