Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζορτζ Ρομέρο υπήρξε πρωτοπόρος σκηνοθέτης του φανταστικού. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1968, όταν με ελάχιστα χρήματα (περίπου 10.000 δολάρια) γύρισε την ασπρόμαυρη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών», που γέννησε τα κινηματογραφικά ζόμπι όπως τα ξέρουμε σήμερα. Ο 29χρονος τότε Ρομέρο σημάδεψε ουσιαστικά την απαρχή του μοντέρνου σινεμά τρόμου.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται μια ομάδα ετερόκλητων χαρακτήρων που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν σε ένα κόσμο όπου, χωρίς καμία λογική εξήγηση, οι νεκροί έχουν σηκωθεί από τον τάφο τους και περπατάνε αναζητώντας ζωντανούς για να τους φάνε. Ήταν η εποχή που το κύμα της κοινωνικής αμφισβήτησης διογκώνονταν στην Ευρώπη και η Αμερική παρέμενε εγκλωβισμένη στον πόλεμο του Βιετνάμ, με τις φοιτητικές εξεγέρσεις να μαίνονται εκεί. Η στιγμή της κυκλοφορίας της ταινίας, λοιπόν, ήταν καίρια. Η στιλάτη χρήση ενός μοντέρνου ρεαλισμού ακύρωνε τις παλιές συμβάζεις του κινηματογραφικού τρόμου και έφερνε στο κοινό μια νέα αίσθηση του σοκ. Τα φαντάσματα του σύγχρονου κόσμου έβγαζαν τις φθαρμένες μάσκες τους, για να αποκαλύψουν ένα στυγνό πρόσωπο.
Η αρχετυπική ταινία ζόμπι θεματολογίας έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς λόγους. Κυρίως γιατί αποτέλεσε την τέλεια παραβολή για τον δυτικό κόσμο που εφησυχάζεται εύκολα και που ξέρει να κρύβει καλά την ξενοφοβία του. Μετά την «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» τίποτα δεν θα είναι το ίδιο για το σινεμά του φανταστικού. Η ατμόσφαιρα, το ασφυκτικό ασπρόμαυρο στη φωτογραφία και ο πανικός που μεγαλώνει με το λεπτό, έκαναν τον θεατή να νιώθει το σασπένς στο στομάχι. Ο Ρομέρο πέτυχε να μεταμορφώσει τον κόσμο που ζούμε σε ένα πάρκο θανάτου, χωρίς αιτίες και εξηγήσεις. Αυτή η ιδέα ήταν πολύ σημαντική για την καλλιτεχνική και ψυχολογική εξέλιξη του σινεμά του τρόμου.
Ο Ρομέρο επέστρεψε στον αγαπημένο του κόσμο των απέθαντων, με το “Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών” (1978). Στο στόχαστρο του σκηνοθέτη βρέθηκε αυτή τη φορά η σύγχρονη Αμερική της κατανάλωσης. Μια ομάδα επιζώντων, πολιορκημένη από ορδές ζωντανών νεκρών, έχει καταφύγει σε ένα εμπορικό κέντρο. Τα ζόμπι καραδωκούν απ’ έξω προσπαθώντας να μπουν στον ναό της κατανάλωσης καθώς αυτή δείχνει να είναι η μόνη αμυδρή ανάμνηση που τους συνδέει με την παλιά ζωή τους. Η υπέροχη ιδέα του Ρομέρο αναπτύχθηκε σε όλη την πολιτική της διάσταση χάρη στη θεαματική της βία και τη μαύρη σάτιρα.
Η πρώτη ταινία του 1968, είχε δημιουργήσει μια τόσο δυνατή βάση που μπορούσε να γεννήσει άπειρες συνέχειες. Ο Ρομέρο βέβαια σκηνοθέτησε μερικά σίκουελ αρκετά χρόνια αργότερα: το «Η μέρα των ζωντανών νεκρών» (“Day of the Dead” 1985), το «Η γη των ζωντανών νεκρών» ("Land of the Dead” 2005), το «Hμερολόγιο των νεκρών» (“Diary of the Dead” 2007) και το «Επιζώντας Από τους Απέθαντους» (“Survival of the Dead”, 2009). Καμία από αυτές τις ταινίες όμως δεν έφτασε το μεγαλείο των πρώτων δυο ταινιών. Η βλοσυρή ιστορία των ζόμπι έχει αντιγραφεί κατά κόρον, από υπερπαραγωγές αναψυχής (World War Z) μέχρι mainstream τηλεοπτικές σειρές (Walking Dead), όμως στα χέρια του Ρομέρο αποκτούσε πάντα μια ιδιότυπη υπαρξιακή διάσταση. Η απόλυτη φύση του κακού στα πρώτα δυο μέρη, η αντιρηγκανική βαρβαρότητα του τρίτου μέρους και η μακάβρια πολιτική σάτιρα των επόμενων, δεν είχε σχέση με στυλιζαρισμένους φόβους και τρεχαλητά επιβίωσης από φωτογενείς χαρακτήρες.
Η καριέρα του Ρομέρο ήταν σημαντική και έξω από τον κόσμο των ζωντανών νεκρών. Απολαυστικό είναι το «Καραντίνα: Ο Ουρανός Έβρεξε Θάνατο» (“The Crazies” 1973 ), όπου ο στρατός προσπαθεί να προλάβει την εξάπλωση ενός θανατηφόρου ιού. Εξαιρετική ταινία είναι το μελαγχολικό «Martin» (1978), με ήρωα ένα αγόρι που πιστεύει πως είναι βρικόλακας. Επιτυχία σε cult κοινό είχε γνωρίσει το «Οι μονομάχοι της ασφάλτου (“Knightriders” 1981) ενώ υποτιμημένο είναι το θριλεράκι Bruiser (2000). Φυσικά. ο Ρομέρο γνώρισε επιτυχία με τις δυο διασκευές του σε έργα του Στίβεν Κινγκ: το σπονδυλωτό Creepshow (1982) και το «Σκοτεινό Εγώ» (“The Dark Half“ 1993).