Η «βιογραφία εποχής» στο σινεμά, ποτέ άλλοτε δεν έρρεε σαν ποίημα. Έχουμε αντιμετωπίσει ταινίες εποχής που κατασκευάστηκαν για να ικανοποιήσουν τα υγρά όνειρα ενδυματολόγων που βούτηξαν στους κορσέδες και τα τούλια. Έχουμε παρακολουθήσει βιογραφίες από τον 19ο αιώνα να αναπαράγουν πληκτικά τη μανιέρα του Τζέιμς Άιβορι. Έχουμε δει Βρετανικά δράματα να πνίγονται στον ακαδημαϊσμό, με ερμηνείες (βραβευμένες οι περισσότερες) που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την «θεατρίζουζα» υπερβολή στην έκφραση. Όμως, ο σκηνοθέτης Τέρενς Ντέιβις (της φήμης του “The Deep Blue Sea”) ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο: αυτόν της εσωτερικότητας, όπου τα στατικά πλάνα – σαν ενότητες – κάνουν ρίμα μεταξύ τους και αφήνουν στις χαραμάδες τους την ιστορία να κυλάει σαν ρευστό ποίημα.
Η διακύμανση των σχέσεων υπαγορεύεται συχνά από σιωπές και παύσεις, από φωνές και ψιθύρους, δίχως παγίδες «μεγέθυνσης» και συμβατικότητας και χωρίς καμία προσπάθεια του δημιουργού να καλοπιάσει το κοινό. Ο 70χρονος Βρετανός σκηνοθέτης, στην 7η μόλις ταινία της «μοναχικής» καριέρας του, μπολιάζει με δωρικότητα την αφήγησή του, αφήνει τη δύναμη των λέξεων της διάσημης ποιήτριας να πάρει σχήμα μέσα μας, και όλα αυτά δίχως ίχνος ηδυπάθειας και ναρκισσισμού στο στυλ. Καταφέρνει λοιπόν, ουσιαστικά να «κεντήσει» ένα κινηματογραφικό φόρεμα, διακριτικά όμορφο.
Έχοντας βαθειά γνώση του υλικού του, ο Ντέιβις απογυμνώνει την ταινία από τον συνήθη κατακλυσμό δραματικών εξάρσεων που συνοδεύει τα δράματα εποχής. Με αφοπλιστική διακριτικότητα και υπομονή, εμπιστεύεται τους ηθοποιούς του και ιχνιλατεί τον μελαγχολικό βίο της Έμιλι Ντίκινσον. Επιπλέον, φωτίζει με μαεστρία και αγάπη το αόρατο ψυχολογικό πεδίο όπου γεννήθηκαν οι προσωπικές αγωνίες μιας υπερ-ευαίσθητης γυναίκας, η οποία παρά τη συναισθηματική καταχνιά που τη συνόδευε (και αδυνατούσε να αντιμετωπίσει) παρέμενε θελκτική και τρυφερή. Μια γυναίκα που ήθελε να αγαπηθεί, αλλά τελικά προτίμησε να αγαπήσει τις λέξεις και τις ποιητικές περιγραφές ενός κόσμου που δεν μπορούσε να ακουμπήσει.
Από την άδηλη σύγκρουσή της με τη θρησκευτική εκπάιδευση στα νειάτα της, μέχρι τον τρόπο που εξαπέλυε λεκτικά πυρά απέναντι στο συντηριτικό της περιβάλλον, ο χαρακτήρας της ποιήτριας και το ανυπότακτο πνεύμα της, περιγράφονται με γοητευτικό τρόπο. Το «πνεύμα» που λειτουργεί τόσο σαν πανοπλία όσο και σαν σπαθί στις κοινωνικές συγκεντρώσεις της έκπτωτης αριστοκρατίας, οι ηθικές συγκρούσεις σε μια εποχή που ο παλιός κόσμος άλλαζε πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι διαφαίνονταν, η Χριστιανική ηθική που συγκρούονταν με τη συναισθηματική νοημοσύνη, η αυστηρή πατρική επηρροή που ωστώσο άφηνε πατήματα για να ανθίσει ο προοδευτισμός και τέλος, το βάρος του χρόνου σε μια γυναίκα που η αυτοπεποίθηση την εγκατέλειπε, αφήνουν συναισθηματική ένταση στο θεατή. Χάρη σε μια πρώτη ύλη που στα χέρια άλλου θα μπορούσε να ήταν μια συρραφή από τρυφερές και φωταγωγημένες εικόνες, σαν κακοφορμισμένη συνταγή, για να γνωρίσουμε την ταλαιπωρημένη ψυχολογική διάθεση της ηρωίδας και να κατανοήσουμε το μετερίζι της, προκύπτει ένα μικρό, λογοτεχνικό διαμάντι, φτιαγμένο απο καρδιάς.
Τέλος, πόσο προσεγμένη και πόσο γενναιόδωρη η ερμηνεία της Cynthia Nixon, μιας ηθοποιού που δεν είχα ποτέ σε υπόληψη καθώς δεν την είχα προσέξει σε τίποτα εκτός του ρόλου της στη σειρά Sex and the City. Η ηθοποιός μας χαρίζει μια ερμηνεία αψεγάδιαστη, ειδικά στον τρόπο που σταδιακά αφήνει το σκοτάδι να παρεισφρήσει στην ψυχή μιας ηρωίδας που γέννησε εκατοντάδες ποιήματα και τα τρύπωνε στα συρτάρια. Λογική επιλογή. Απ’ τη μια γιατί κανείς δεν θα δημοσίευε την σπαρακτική απόγνωση μιας ποιήτριας που αψηφά τα ήθη και απ’ την άλλη γιατί, μάλλον προτίμησε να προστατεύσει την ομορφιά των λέξεών της απ’ τα μάτια ενός αμοραλιστικού κόσμου.
{youtube}SDlCzrP9IHs{/youtube}