Η πρώτη μυθοπλαστική ταινία της Άντζελας Ισμαήλου διαδραματίζεται στην Πάτμο και στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο χαρακτήρας της Δάφνης.Η ίδια η Ισμαήλου υπογράφει το σενάριο και ερμηνεύει αυτή την μυστηριώδη γυναίκα, η οποία για κάποιους λόγους ζει απομονωμένη, βιώνοντας έναν προσωπικό, συναισθηματικό Γολγοθά. Στο ίδιο νησί θα βρεθούν δυο άνδρες: ο Θεόντορικ ένας καθολικός ιερέας που αναζητά σπάνια χειρόγραφα που θα τον οδηγήσουν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και ο Εστέμπαν, ένας ταυρομάχος (!) που ψάχνει το νήμα που θα τον οδηγήσει σε ένα οικογενειακό μυστικό.
Δεν χωράει σε ψύχραιμες περιγραφές η κατακλυσμιαία επίδειξη ύφους και η πανάλαφρη ανοησία που κουβαλάνε οι εικόνες του έργου. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα του νησιού, οι επιτηδευμένες σιωπές, το συνεχές θλιμμένο βλέμμα της ηρωίδας (επιπέδου πρωτοετούς σπουδάστριας στη δραματική) και ο «φιλολό» στόμφος, συνθέτουν μια χασμωδία που πνίγεται στο χάος των εντυπώσεων. Η φιλόδοξη και αυτάρεσκη δημιουργός νομίζει ότι κάνει μια βουτιά στο μαύρο σκοτάδι της ψυχής των ηρώων (τρομάρα της) αλλά στην πραγματικότητα κάνει τα απολύτως απαραίτητα (τόσα μπορεί άλλωστε) για να ποτίσει με μυστήριο, υπαρξιακά ερωτήματα και ενοχικά πάθη τις σκηνές, χωρίς όμως να έχει χτιστεί κανένα δράμα.
Το ολότελα άστοχο και αποτυχημένο φιλμ πάσχει από μεσογειακή αναιμία και χάσκει η ανάγκη του να καλοπιάσει το κοινό, χωρίς όμως να καταφέρνει να ξεπεράσει ούτε στιγμή την ηδυπάθεια και τον αφόρητο ναρκισσισμό στο στυλ. Αυτό που η Ισμαήλου καταφέρνει τελικά, είναι να κατασκευάσει ημιφωτισμένες εικόνες και χάρτινες ερμηνείες, αποτέλεσμα κακοφορμισμένης συνταγής. Ακόμη και να συγχωρήσεις την άψυχη αφήγηση και τις ξεκούδουνες απαγγελίες λογοτεχνικών τσιτάτων από τους ήρωες, είναι αδύνατον να ξεπεράσεις τον αυτοθαυμασμό της Ισμαήλου που παίζει μπροστά σε έναν αόρατο καθρέφτη, μοστράροντας την (τάχα μου) κομψότητα και εκλεκτικότητά της ενώ χαριεντίζεται με το ναρκισσευόμενο ύφος αυτού του «έντεχνου» δράματος.
Κούφια σε νοήματα και αδικαιολόγητα πομπώδης στο στυλ, η «Πόλη της Σιωπής» θυμίζει μια Λιβ Ούλμαν του φτωχού, για ένα κοινό που ξεγελιέται όταν οι εικόνες μοσχομυρίζουν ακριβό άρωμα. Τελικά το μόνο επίτευγμα της αλαζονικής δημιουργού είναι πως έκανε ακόμα και τις σιωπές να μοιάζουν με ακατάσχετη φλυαρία.