Οι παραδοσιακές ουρές στις πολλές sold out ταινίες του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης καλά κρατούν, ουρές που δημιουργούνται αρκετή ώρα πριν την εξαντλημένη προβολή και ελπίζουν σε καλό πλασάρισμα στη διεκδίκηση των non show εισιτηρίων των τελευταίων 5 λεπτών. Ωστόσο το φεστιβάλ αποπνέει μια αίσθηση πολύ πιο συγκεντρωμένης οργάνωσης, οποιοιδήποτε αριθμοί εξαχθούν μετά το τέλος του δεν θα ανταποκρίνονται απαραίτητα σε όλη τη δουλειά που έγινε στο γύρισμα της σελίδας στην ιστορία του φεστιβάλ, ούτε στη νοοτροπία που κανείς βλέπει ακόμη και στα αντανακλαστικά του: μετά το συμβάν των πρώτων ημερών με τον κριτικό Ηλία Φραγκούλη και μια εκπρόσωπο της πιο δημοφιλούς κατηγορίας υβριστών της τέχνη του κινηματογράφου, εκείνης που θεωρεί πως το κινητό τηλέφωνο έχει τη θέση του πλήρως λειτουργικό στην αίθουσα, το φεστιβάλ πρόσθεσε μια καλαίσθητη και καθόλου πρόχειρη υπενθύμιση για την απενεργοποίησή τους. Ένα λιτό βίντεο η έμπνευση και η ακρίβεια του οποίου έρχεται να προστεθεί σε αυτήν των υπόλοιπων λιτών αλλά σπαρταριστών τίζερ του φεστιβάλ που χρησιμοποιούν, παρωδώντας με στιλ και δίχως τηλεοπτικές εξυπνάδες, από το Shawshank Redemption μέχρι το Pulp Fiction. Για την ιστορία, κοπέλα που θεωρούσε πως μπορεί να συνεχίζει κανονικά την κοινωνική ζωή της στο facebook ενόσω βρίσκεται στο σινεμά και ο εν λόγω κριτικός κινηματογράφου ακούστηκαν σε όλη την αίθουσα όταν ο δεύτερος ανέλαβε την κατάσταση που είχε ήδη ξεφύγει από τις ειρωνικές αντιδράσεις της απέναντι στις παραινέσεις των θεατών και κατέληξε με τον Ηλία Φραγκούλη να προτείνει στην κοπέλα να βάλει το κινητό “εκεί που ξέρει” και να την καλέσει όλη η αίθουσα με δόνηση!
Στην Αγορά, οι επαγγελματίες σηκώνουν τα νούμερα των επαναλήψεων του Άφτερλωβ ψηλά, του οποίου η πολύ πρόσφατη βράβευση στο Λοκάρνο, αποσπώντας μάλιστα το πρώτο βραβείο στους Κινηματογραφιστές του Σήμερα, κάνει τα κοντέρ των προβολών της Αγοράς να μετράνε ακόμα. Ένα κλίμα που μεταφέρθηκε και στη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας, όπου το χιούμορ έβρισκε το στόχο του και το δράμα το χώρο του όταν χρειαζόταν. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ταινία ολοκληρώνει τη φεστιβαλική της πορεία για τη Θεσσαλονίκη με τη δεύτερη προβολή της. Ο 30χρονος Στέργιος Πάσχος, στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους απλώνει με μελετημένη χαλαρότητα μια ιστορία που μυρίζει στιγμές του δημιουργού της ή τουλάχιστον έτσι θέλει κανείς να πιστεύει, αποφεύγοντας ίσως εκούσια τις ακανθώδεις αντιστοιχίσεις με τις δικές του. Γυρισμένο στο σπίτι του Νίκου Νικολαΐδη, κινηματογραφικού δάσκαλου και προσωπικού φίλου του Στέργιου Πάσχου, επιτρέπει με στιλ στον αέρα που αυτό αποπνέει να φυσάει τα πρόσωπα του Νίκου και της Σοφίας, ζευγαριού που εκκολάφτηκε στη μικρού μήκους ταινία του σκηνοθέτη, Ο Έλβις Είναι Νεκρός, και διαθέτει τώρα περίπου 90 λεπτά να κλειστεί στον “εαυτό του” (να γίνει ξανά για λίγο ένα δηλαδή) και να αναζητήσει την εντός του αλήθεια για την αδικία του να βρίσκονται χωριστά. Αυτήν την αλήθεια αρχικά δεν τη συμμερίζονται και οι δύο αλλά, βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι θα χαμογελάς στους τίτλους τέλους του - ή το ελπίζεις, γιατί ο Στέργιος Πάσχος δεν θα εγκαταλείψει, τουλάχιστον ακόμα, το σινεμά που έχτισε στον Έλβις και πολύ καλώς, αφού στο σύμπαν αυτό αισθάνεται άνετα, ωστόσο διαπερνά με πικρές χαρακιές το σώμα του Άφτερλωβ. Η στιλιστική και φορμαλιστική αναζήτηση δεν μπαίνει στην άκρη και η σκηνοθετική παρέμβαση δεν δίνει ανάσα στο ζευγάρι, παρά την αίσθηση παρακολούθησης από την κλειδαρότρυπα, μια εμπειρία που παραμένει ανοίκεια για μεγάλο μέρος της ταινίας, αποδυναμώνοντας κάπως την τολμηρή (σε επίπεδο κατασκευής) τελική σκηνή. Η ξεκάθαρη γραφή ενός νέου σκηνοθέτη με θάρρος και όραμα ωστόσο μπορεί μόνο να είναι ανακουφιστική.
Μια ακόμη βραβευμένη ελληνική ταινία, το Park της Σοφίας Εξάρχου, που έχει αποσπάσει το Βραβείο Νέων Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το Park είναι μια ταινία που λοξοκοιτάζει τον Χάρμονι Κορίν του Gummo και του Spring Breakers αλλά και σεναριογράφου του Kids, έτερης βέβαιης κινηματογραφικής στιλιστικής και αφηγηματικής σύνδεσης με μια πιο ευρωπαϊκή ευαισθησία. Αυτό που τελικά καταφέρνει, είναι να αποδυναμώσει τον αρχικό ενθουσιασμό μιας ανανεωτικής γραφής που σταδιακά επικαλύπτεται από όσα το weird κίνημα έφερε στον ελληνικό κινηματογράφο. Μπορεί η Σοφία Εξάρχου να μίλησε για έντονο ρεαλισμό στο φιλμ της, φρόντισε όμως να αφήσει σε μια προσωπική στιγμή των ηρώων της το δικό της σημάδι: στο ρημαγμένο Ολυμπιακό Χωριό, μια δεκαετία μετά τους Αγώνες, δύο νέοι που ερωτεύονται και κάνουν σεξ σε ένα παρατημένο γυμναστήριο μάλλον δεν θα άκουγαν The Boy σε φορητό ραδιόφωνο, ωστόσο δεν είναι κανείς σίγουρος ούτε γι’αυτό, καθώς ποτέ δεν συστήνονται περισσότερα για τους ιντριγκαδόρικα μη χαρακτήρες της, ούτε για τον κόσμο τους, στον οποίο περιφέρονται άσκοπα και τρέχουν, παίζουν, βγάζουν μερικά παράνομα χρήματα, ξαπλώνουν στο δρόμο, στο γρασίδι, στο χώμα. Η επιλεγμένη εξτραβαγκάντσα που επιχειρεί να γίνει η κινηματογραφική τους καθημερινότητα όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει γιατί κόβει τις συνδέσεις, μεταφράζοντας τη μοναδικότητα, επί παραδείγματι, του Spring Breakers σε μια προσπάθεια στιλιστικής μεταφοράς του στη μη ιστορία που μένει πίσω. Και, μην παρεξηγθούμε, δεν είναι η μη ιστορία που κάνει το Park μια εμπειρία ευνουχισμένη αλλά η απροθυμία που δείχνει η δημιουργός του να αποφασίσει αν θέλει να κάνει ένα καινούριο, ως προσωπικό, σινεμά ή να μεταφέρει ημιτελώς την αλήθεια ενός άλλου κόσμου στο δικό μας.
Στην Πλατεία Αμερικής, του Γιάννη Σακαρίδη, η ιστορία μπορεί να είναι ανοίκεια ιντριγκαδόρικη, ο σκηνοθέτης όμως είναι ένας εξαιρετικά ικανός αφηγητής που δουλεύει πιστά γι’αυτήν. Όσο κι αν, όπως και στην προηγούμενη ταινία του, Wild Duck, η ιστορία φορτώνεται με ίντριγκα που προκύπτει από συμπτώσεις και τυχαιότητες, εκείνες δεν αμφισβητούνται στιγμή από το θεατή. Στην ταινία, ένας Σύριος πρόσφυγας κανονίζει να ταξιδέψει παράνομα με την κόρη του στη Γερμανία, ένας τατουατζής που ερωτεύεται μια ξένη τραγουδίστρια που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εφιάλτη της στην Ελλάδα και ένας άνεργος 40άρης που μένει με τους γονείς του, συνδέονται με άξονα το κέντρο της Αθήνας και την Πλατεία Αμερικής. Ο Jan Vogel, συν-σκηνοθέτης του Wasted Youth, χαρίζει την υπέροχη φωτογραφία στην ταινία και χώρο στο Σακαρίδη αλλά και στον κινηματογραφικό υπηρέτη Βαγγέλη Μουρίκη να υπογράψουν ένα εξαιρετικό σενάριο. Ο Γιάννης Στάνκογλου με την άνεση της συνεχώς πιο ενδιαφέρουσας κινηματογραφικής καριέρας που του προσφέρουν οραματιστές δημιουργοί, επιβεβαιώνει το ταλέντο του στη σωματική ερμηνεία ενώ ο Μάκης Παπαδημητρίου στο χτίσιμο αυτού που φαίνεται ως ένας από τους πιο ολοκληρωμένους, ενδιαφέροντες και περιζήτητους ηθοποιούς αυτήν τη στιγμή στο ελληνικό σινεμά - ο πρώτος της εν λόγω ομάδας συνυπογράφει το σενάριο.
Κατά τ’άλλα, οι 3 ελληνικές ταινίες συναγωνίζονται σε ένα από τα πολύ καλά διαγωνιστικά τμήματα που έχει δει το Φεστιβάλ εδώ και χρόνια και περιλαμβάνει μεγάλες ταινίες, όπως η Πέτρα της Καρδιάς, του Ισλανδού Gudmundur Arnar Gudmundsson, με φόρα από τη Βενετία και το Queer Lion με το οποίο τιμήθηκε. Πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης που δεν μένει στη χωρική της αβάντα, εξελισσόμενη στην ισλανδική επαρχία, αλλά γράφει υπομονετικά, με περίσσεια αγάπη για τους ήρωές της και πραγματικό ενδιαφέρον για τις έννοιες τους, έναν παιδικό έρωτα και μια συναρπαστική σεξουαλική αναζήτηση. Το τοπίο που ο Gudmundsson επιμένει να καδράρει εντυπωσιακά μεν αλλά με μια διακριτική ειρωνεία και απογοήτευση, πνίγει τους ήρωες που περιφέρουν τη μιζέρια που τους φορτώνεται και προσπαθούν να βρουν τι μπορεί να συμβαίνει στους ανθρώπους καθώς ο χρόνος περνάει. Καταλήγει υπαρξιακό, είναι πάντα μια κοινωνική μελέτη, συγκινεί βαθιά και αποσπάει χειροκροτήματα στις προβολές του αλλά κυρίως, δείχνει μια τάση του σινεμά που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης φρόντισε να δώσει (με το Park, τη Μεταμόφωση, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενη ημέρα, αλλά και εδώ με την Πέτρα της Καρδιάς) και φέρει ένα βαρύ άγχος στον άνθρωπο που συνειδητοποιεί το χρόνο.