Το φαινόμενο του Blair Witch Project είχε αιφνιδιάσει ορισμένους τυχερούς και ανυποψίαστους οπαδούς του ανεξάρτητου τρόμου το 1999. Μια καθόλου σπουδαία ταινία με όρους ακαδημαϊκής κινηματογραφίας, αποτέλεσε εκρηκτική βόμβα για τη μυθολογία του horror και ορόσημο για το σινεμά του φανταστικού.
Ήταν ένα χειροποίητο b-movie, προορισμένο μόνο για τους λάτρεις του είδους, με σκοπό να αναπνέει σε μικρές «φυλές» θεατών οι οποίοι θα μπορούσαν να το μοιραστούν και να συντηρήσουν μεταξύ τους τη φήμη του. Εκείνο το αλλόκοτο υβρίδιο ψευδοντοκιμαντέρ και στοιχειωμένου αστικού μύθου ήταν και εισπρακτικό φαινόμενο, καθότι κόστισε πενταροδεκάρες και έφερε πάνω από 250 εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία, αποτελώντας χρυσορυχείο για το studio. Ήταν αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα horror movies καθώς το αποτύπωμα που άφηνε στον θεατή ήταν εντυπωσιακό και γέννησε ένα ακόμα sub-genre του τρόμου: το λεγόμενο found footage film.
Η ιστορία των φοιτητών που είχαν χαθεί στα δάση του Μέριλαντ ήταν ιδωμένη από σκοτεινά πλάνα, μη-περιγράψιμους ήχους τη νύχτα, ανεξήγητα ευρήματα, απελπισία και ανατριχιαστικούς θορύβους. Μια άκρως τρομακτική ιστορία φαντασμάτων, μια άνιση μάχη ανυποψίαστων θνητών με το νοσηρό πνεύμα μιας μάγισσας που κατοικοεδρεύει στις απάτητες μεριές του δάσους. Εκείνη η ταινία, πήγαινε κόντρα στην θορυβώδη σοβαροφάνεια του σύγχρονου νέο-συντηρητικού τρόμου και οι συνέχειες που γνώρισε ήταν ως επί το πλείστον απογοητευτικές. Οι δημιουργοί του Blair Witch δεν διαισθάνονταν το ρεύμα του «χαμένου υλικού» που δημιούργησαν και η ανθοφορία του κράτησε μέχρι σήμερα σε κουπιδάκια με έντονο exploitation χαρακτήρα, με σπάνιες εξαιρέσεις (κυρίως το πρώτο Paranormal Activity). Όμως η νέα και επικίνδυνη εποχή torture porn και σαδισμού που υποκλίνονταν σε μια “αληθινοί άνθρωποι σε αληθινό χρόνο” υποκλοπή της πραγματικότητας, μετέτρεψε την reality ψυχαγωγία σε μηχανισμό τρόμου. Η primetime ηδονοβλεψία μεταλλάχθηκε σε εικόνες επιβίωσης, με την ψηφιακή κάμερα στο χέρι να καταγράφει.
Πλέον το θύμα (αυτο)σκηνοθετεί άθελά του την τραγωδία του και αυτή είναι μια προσφορά που οι πιτσιρικάδες του hardcore τρόμου δεν μπορούν να αρνηθούν. Η κουλτούρα του αυτοσχέδιου σοκ προσφέρεται σε μιμητές και αυτό φαντάζομαι ότι θα κέντρισε το ενδιαφέρον του Adam Wingard, εμπνευστή της δεύτερης συνέχειας του Blair Witch (είχε μεσολαβήσει το ανεκδιήγητο Book Of Shadows αλλά κανείς δεν θέλει να το θυμάται). Στην ταινία που προβάλλεται ήδη στους κινηματογράφους, ο αδερφός της πρωταγωνίστριας της πρώτης ταινίας είναι στα ίχνη της και επιχειρεί να πάει με την παρέα του στα δάση του Μέριλαντ, εξοπλισμένος φυσικά με κάμερες και με drone(!).
Ο τρόμος, αραιωμένος πλέον από υπερβολές και άλματα στη λογική, δεν αφήνει κανέναν αντίκτυπο. Μια ανόητη συρραφή από βεβιασμένες εντάσεις, επιτηδευμένο τρόμο και εκμετάλλευση της τεχνικής του τραντάγματος του θεατή από «ξαφνιάσματα» (τα πρώτα 45 λεπτά της ταινίας οι πιο τρομακτικές σκηνές είναι όταν ο ένας κουτουλάει απότομα πάνω στον άλλον και αυτός που κρατάει την κάμερα τρομάζει). Η νεότερη γενιά θεατών των multiplex δεν θα ικανοποιήσει τα εκπαιδευμένα από το horror porn του διαδικτύου αντανακλαστικά της με κάτι κανονικό. Η ζύμωση της pop κουλτούρας οδήγησε σε ανάγκη για μια ακραία ψυχολογική πραγματικότητα, προκειμένου να παραχθεί τρόμος. Άλματα στο σενάριο, βαβούρα, πανικός, άναρθρες κραυγές, εξωγήινη απειλή και εκτυφλωτικά φώτα από άλλη διάσταση, αποτελούν τα συστατικά στοιχεία αυτής της αχρείαστης αναβίωσης.
Η μάγισσα του Μπλερ δεν υποβάλλει και δεν προκαλεί δέος. Είναι απλά ο χαρακτήρας ενός κακού video game με κακή αισθητική. Η -ύπουλης δυναμικής- κλιμάκωση της πρώτης ταινίας εγκλώβιζε τον θεατή στα ουρλιαχτά. Η φετινή συνέχεια είναι μια ψηφιακή αρένα εφηβικών ενστίκτων για μπουκωμένους με nachos και pop corn θεατές που αρνούνται να σκεφτούν κατά τη θέαση. Εκεί που η θεωρητική απουσία σκηνοθέτη στην πρώτη ταινία ήταν εύρημα πρωτότυπο, πλέον η νύξη πάει περίπατο και οι κάμερες στο on φέρνουν στο νου μια φανταχτερή φτώχεια από πλευράς δημιουργών. Ένα χαμηλοτάβανο πείραμα μιμητικών εντυπώσεων, ομιχλώδες και καταϊδρωμένο σε μια αγχωμένη αναζήτηση ενός οπτικού υπερκερασμού του πραγματικού που θα ξεπεραστεί όλο και πιο δύσκολα από το επόμενο σίκουελ. Το κυνήγι για τρομακτικότερες εικόνες είναι εύπεπτο για νεαρές συνειδήσεις, απαίδευτων θεατών. Εμάς τους υπόλοιπους επιτρέψτε μας να απέχουμε.