Το Μωρό της Μπρίτζετ Τζόουνς
Έχει ξεφτίσει ποιοτικά το είδος της παραδοσιακής, γυναικείας ρομαντικής κομεντί. Εκείνης με τα γλυκερά συναισθήματα και το απροκάλυπτα corny happy ending. Ένα εμπορικότατο και συμπαθές είδος που άνθισε στη δεκαετία του 1990, περιορίζεται σε ανοσιουργήματα τα τελευταία 15 χρόνια και ακόμα και τα καλύτερα δείγματα του είδους μοιάζουν να είναι φτιαγμένα για τις ανέσεις του home cinema. H δεύτερη συνέχεια Μπρίτζετ Τζόουνς βρίσκει την αξιολάτρευτη ηρωίδα πιο μόνη και μπερδεμένη από ποτέ. Η Μπρίτζετ μετά από ένα one night stand και μια βραδιά αναθερμασμένου πάθους με τον πρώην της, βρίσκεται όχι μόνο έγκυος αλλά και διχασμένη απέναντι στο ποιον από τους δυο υποψήφιους εραστές προτιμά για πατέρα.
Πέρα από την ξεπερασμένη πλοκή και τα συντηρητικά προσχήματα που περιβάλλουν τον ροζ τσιχλόφουσκα της Μπρίτζετ, η ταινία προσφέρει έντιμη ψυχαγωγία χωρίς να ξεπέφτει σε παγίδες φαρσοκωμωδίας. Αν και ελάχιστα στοιχεία έχουν απομείνει από εκείνο το ροδομάγουλο και αδέξιο κορίτσι με το θολό βλέμμα στη δεκαετία του 1990, η Ρενέ Ζελβέγκερ βρίσκεται σε σχετική φόρμα μετά από πολλά χρόνια και αναβιώνει τον ρόλο με τον οποίο ταυτίστηκε όσο με κανέναν άλλο στην άνιση καριέρα της. Η ταινία δεν υπόσχεται πολλά και θα εκτιμηθεί κυρίως από το κοινό που δεν έχει σοβαρές απαιτήσεις. Χώρια που σκας και δυο τρία βουρκωμένα χαμόγελα εδώ κι εκεί – πράγμα που πλέον οφείλουμε να το εκτιμάμε.
Ξανά Από Την Αρχή
Με την καταστροφή του παρελθόντος και την αποδέσμευση από τα δεσμά της μνήμης, αρχίζει η πορεία προς τα εμπρός. Αυτό είναι το κοινωνικό και ηθικό μήνυμα της ιστορίας του Demolition. Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας ενσαρκώνει τον παραπάνω αφορισμό με όλη την μεγαλοαστή υπερβολή του ντουνιά και το σενάριο μας σερβίρει τον με κυριολεξίες και χωρίς ίχνος συμβολισμού ή υπαινιγμών. Ο Ντέιβις χάνει τη γυναίκα του σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά δεν καταφέρνει να νιώσει τίποτα. Ο συναισθηματικός του κόσμος δεν έχει υποστεί ούτε ραγάδα, καθώς είναι εγκλωβισμένος σε μια καθημερινότητα αφθονίας που τον εμποδίζει να νιώσει πένθος. Όλα αυτά μέχρι να έρθει η πλήρης ψυχολογική κατάρρευση, η οποία θα ξεκινήσει από μια σειρά επιστολών που γράφει ο ίδιος σε μια εταιρεία αυτόματων πωλητών και θα συνάψει μια παράξενη και μη περιγράψιμη σχέση με την τηλεφωνήτρια.
Παρά την ερμηνευτική πειθώ του Τζέικ Τζίλενχαλ, την αλαβάστρινη φρεσκάδα της Ναόμι Γουότς και την πατρική φιγούρα του Κρις Κούπερ, τα πάντα σε αυτό το αστικό δραματάκι συναισθηματικού παροξυσμού και παράνοιας είναι παντελώς άστοχα και αδέξια τοποθετημένα. Το «γκρέμισμα» του παλιού μετουσιώνεται κυριολεκτικά σε καταστροφή του πολυτελούς σπιτιού με μπουλντόζα –δείγμα εκφραστικής δυστοκίας από μεριάς των δημιουργών. Δεν έγινε καμία προσπάθεια για εμβάθυνση στο βαθύ τραύμα της τεχνοκρατικής αλλοτρίωσης και δεν σπαταλήθηκε κόπος στα κίνητρα και τις επιθυμίες των ηρώων. Σκόρπιες στιγμές υστερίας και νευρωτικά αδιέξοδα που παριστάνουν τάχα μου την τολμηρή σπουδή χαρακτήρων σε ένα φιλμ που θα γκρεμιστεί στη μνήμη μας αμέσως μετά την έξοδο από την αίθουσα.
Ο Επαναστάτης
Ο Μάθιου ΜακΚόναχι είναι στο ρόλο του Νιούτον Νάιτ, ενός λαϊκού ήρωα του Αμερικάνικου Νότου που απηυδισμένος από τις ωμότητες του εμφυλίου, λιποτακτεί από το στρατό και μαζί με τους αγρότες και σκλάβους της κομητείας Τζόουνς του Μισισιπή οργανώνουν έναν επαναστατικό στρατό. Η δράση στα μαθήματα αμερικανικής ιστορίας του σκηνοθέτη Γκάρι Ρος (έχει υπογράψει το υπέροχο Pleasantville πριν πολλά χρόνια) τοποθετείται το 1863. Μετά τον πόλεμο, ο Νάιτ φέυγει με την σύζυγό του –η οποία είναι μαύρη και πρώην σκλάβα- για μια ήρεμη ζωή, όμως και εκεί θα διαπιστώσει ότι οι ρατσιστικοί νόμοι της σκλαβιάς έχουν πια αντικατασταθεί με εξίσου ρατσιστικούς νόμους για τους «ελεύθερους» μαύρους πολίτες. Πολλές δεκαετίες αργότερα, βλέπουμε σε μικρά ιντερλούδια ότι ο απόγονος του Νάιτ, έχει «αίμα μαύρου προγόνου» από την πλευρά της μητέρας του και θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες του νόμου.
Μοιάζει με άλλη μια ιστορία λευκού ηρωισμού, όπου ένας ανιδιοτελής ήρωας σήκωσε ανάστημα απέναντι στα αιμοβόρικα ρατσιστικά ένστικτα της Κου Κλουξ Κλαν και την σκληρή κοινωνική αδικία απέναντι στους ασθενέστερους που δεν απολάμβαναν τους καρπούς της γης τους. Ένας φτωχός που δεν πολεμάει τους πολέμους των πλουσίων, που στηρίζει την αναδιανομή του πλούτου και βλέπει ως ισάξιους τους συνανθρώπους του. Στην πραγματικότητα η ταινία Free State Οf Jones δεν ξεφεύγει από το γνώριμο πλαίσιο των οσκαρικά φιλοτεχνημένων ταινιών αλλά διαθέτει ανθρωποκεντρική αληθοφάνεια (κάτι που το κάνει καλύτερο από το 12 Years Α Slave) και στερείται ακαδημαϊκούς μελοδραματισμούς (κάτι που το κάνει καλύτερο από το Selma).
Ο ΜακΚόναχι σηκώνει στους ώμους του την ταινία και συνεχίζει το σερί καλών ερμηνειών. Εντείνει το βλέμμα όταν οι λέξεις περισσεύουν και φτύνει οργή όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με ανήκουστες αδικίες. Το παράδοξο με το φιλμ του Γκάρι Ρος είναι πως μας κάνει να νιώθουμε πως είναι μεγαλύτερο από ότι θα έπρεπε όμως ταυτόχρονα ένα σωρό λεπτομέρειες μένουν αναξιοποίητες –οι δεύτεροι χαρακτήρες, η ζωή στην πολιτεία του Τζόουνς μετά την εξέγερση κτλ. Αν μονάχα έλειπαν οι επεξηγηματικές καρτέλες που μας δίνουν ιστορικά στοιχεία (αν οι δημιουργοί είχαν τόση ανάγκη για μάθημα, ας έκαναν ντοκιμαντέρ) το αναξιοποίητο κομμάτι στο δικαστήριο στη δεκαετία του 1940 και το μοντάζ έδενε το φιλμ σε μισή ώρα λιγότερη, θα είχαμε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και όχι την καλύτερη ταινία της βδομάδας.