Η κινηματογραφική μεταφορά του Ταρζάν του Ντέιβιντ Γέιτς, επιχειρεί ένα φρέσκο reboοt στον αγαπημένο ήρωα, οπλισμένο με την ανανεωτική φιλοδοξία που είχε μπολιάσει ο Κρίστοφερ Νόλαν το Batman Begins το (2005), αλλά δυστυχώς πατώντας σε μια ασθενική προσέγγιση του υλικού, όπως περίπου ο Τιμ Μπάρτον στη δίκαια λησμονημένη προσέγγισή του στον μύθο του Πλανήτη των Πιθήκων (2001). Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν ήρωα που έχει εμφανιστεί σε περισσότερες από 200 ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα, από τις περιπέτειες του Τζόνι Βαϊσμίλερ στη δεκαετία του 30 και τις animation παραγωγές της Disney, με πιο ενδιαφέρουσα δουλειά αυτή του Hugh Hudson του 1984 με τίτλο Greystoke και με τον Κρίστοφερ Λαμπέρ στον πρώτο ρόλο.
Στο The Legend Of Tarzan, ο ήρωας έχει εγκαταλείψει την αφρικανική ζούγκλα για την αριστοκρατική ζωή με το όνομα Τζον Κλέιτον. Όχι πλέον σαν άρχων του ζωικού βασιλείου αλλά σαν λόρδος του Γκρέιστοουκ, με την σεβαστή σύζυγό του Τζέιν, δέχεται μια πρόσκληση να επιστρέψει στο Κογκό, σαν όργανο της Κυβέρνησης, χωρίς να γνωρίζει ότι θα μπλέξει σε μια ύπουλη πλεκτάνη που έχει ενορχηστρώσει ο Βέλγος στρατηγός, Λίον Ροµ. Η πρώτη σημαντική επιλογή του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Γέιτς σε αυτή την μεταφορά είναι να μην φέρει την δράση στο παρόν, αλλά να τοποθετηθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, κάτι που λειτουργεί απόλυτα. Ο σκηνοθέτης των τελευταίων Χάρι Πότερ μας κρατάει σε έναν μακρινό κόσμο αποικιοκρατίας, αγοραπωλησίας σκλάβων και πολιτικών σκοπιμοτήτων, απλώς για να μας ανοίξει την όρεξη για ολίγη παλιομοδίτικη δράση στην καρδιά της ζούγκλας. Η δεύτερη σημαντική επιλογή είναι πως αφαιρεί λίγη από την διάσταση του Ταρζάν ως «άρχοντα του ζωικού βασιλείου» και επενδύει περισσότερη προσοχή στον Τζον με κοινωνική συνείδηση και ευαισθησία που θα έδινε μάχη για τους αδικημένους. Μια ακόμα επιλογή που πιάνει τόπο είναι πως ο «Θρύλος του Ταρζάν» δεν πιάνει τον μύθο από την γέννησή του. Η ιστορία του ήρωα είναι γνωστή ήδη – «You Are Tarzan» όπως λέει ο Σάμιουελ Τζάκσον στην εναρκτήρια σκηνή.
Εκεί που τα πράγματα αρχίζουν και χωλαίνουν είναι στο cast και τη σκηνοθεσία σε σκηνές δράσης ( πρόκειται για ταινία δράσης, σωστά; ). Πιο αναλυτικά,ο Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ μπορεί να είναι πειστικός στον ρόλο του ολόλευκου, ξανθού ήρωα που μεγάλωσε από πιθήκους και δεν αποχωρίστηκε ποτέ το six-pack παρά την κοσμοπολιτική ζωή, αλλά αυτή την αγέλαστη και τάχα μου ατμοσφαιρική μανιέρα του αρρενωπού ψιθυρίσματος την είχε εξαντλήσει από τα πρώτα κιόλας επεισόδια του True Blood. Ο Κρίστοφ Βαλτς είναι αποτελεσματικός αλλά μπαίνει στον αυτόματο καθώς ο ρόλος του δεν διαφέρει και πολύ από τις υπόλοιπες συχνές ερμηνείες του σε ρόλους γλυκομίλητων, σαδιστών Ευρωπαίων. Η Μάργκοτ Ρόμπι δεν μπορεί να αποχωριστεί εύκολα την Μπρουκλινέζικη προφορά αλλά τουλάχιστον γεμίζει το κάδρο με την αλαβάστρινη ομορφιά της – φέρνει μάλιστα στο μυαλό κάτι από την Κάρεν Άλεν στους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» και δεν μιλώ μόνο για το γεγονός ότι ήταν συνεχώς αλυσοδεμένες και σε κίνδυνο. Τέλος, στον ρόλο του Τζορτζ Γουόσινγκτον Γουίλιαμς, ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον ενώ είναι πάντοτε απολαυστικός στον τρόπο που εκφέρει τις ατάκες του, εδώ λειτουργεί σαν κάτι ανάμεσα σε sidekick και comic relief δίπλα στον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ και στην καλύτερη περίπτωση δεν έχει λόγο ύπαρξης (τρέχει δυο βήματα πίσω, καταϊδρωμένος στη ζούγκλα να προλάβει την καταδίωξη) ενώ στην χειρότερη απλώς μας αποπροσανατολίζει από την δράση. Για ποια δράση μιλάμε όμως;
Η ταινία προσπαθεί μέσα από συνεχή flash back να μιλήσει για την βία της αποικιοκρατίας, για τη σημασία των ριζών μας, για την άχρονη μάχη μεταξύ homo sapiens και άγριου ζώου, για τα όρια εξερεύνησης και εκμετάλλευσης και για την πολιτιστική σύγκρουση μεταξύ «ιθαγενών» και «πολιτισμένων». Αν και σε σημεία καταφέρνει να διαχειριστεί όλα αυτά τα θέματα, με μια σχετικά Σπιλμπεργική ματιά (επιπέδου Jurassic World όμως). Όμως κάπου στην πορεία δεν μένει καθόλου χώρος για απολαυστική δράση, για σκηνές στη ζούγκλα, για επιθετική διάδραση με CGI ζώα, για άλματα με τα κλαδιά των δέντρων και για εκείνη την ασφάλεια της παλιομοδίτικης αίσθησης πως βλέπεις μια χορταστική περιπέτεια με «κακούς» εμπόρους διαμαντιών, με γορίλες στα βάθη της ζούγκλας, με προσεκτικές δόσεις χιούμορ και με αξιολάτρευτους ήρωες. Τα καλοκαιρινά blockbuster, χρόνο με τον χρόνο δείχνουν να ξεχνάνε τα αυτονόητα…
{youtube}yBXl0sUtZ-U{/youtube}