Η νέα σκηνοθετική απόπειρα της Τζόντι Φόστερ μπορεί να μην αγγίζει τα ύψη του σινεμά της παράδοσης του μεγάλου Sidney Lumet (θαρρώ πως η ταινία της πάτησε υφολογικά με το ένα πόδι στο καταγγελτικό αδιέξοδο του Dog Day Afternoon και με το άλλο στην οργισμένη μιντιακή σάτιρα του Network) αλλά τουλάχιστον προσφέρει μια στρωτή, γάργαρη ψυχαγωγία με καλή αίσθηση ρυθμού, με το αποτέλεσμα να μοιάζει εντιμότερο και ρεαλιστικότερο σε ότι αφορά τις επιπτώσεις του οικονομικού συστήματος, από την οσκαρική περσινή έκπληξη του Big Short.
Η Julia Roberts υποδύεται μια τηλεοπτική παραγωγό που κρατάει γειωμένο τον τσαρλατάνο τηλεπαρουσιαστή μιας εκπομπής με θέμα τις μεταπτώσεις του Dow Jones. Ο Clooney χαρίζει γενναιόδωρα την σπιρτάδα του και το αλάθητο σχεδόν ένστικτό του στον τρόπο που εναλλάσσει την κωμωδία με το δραματικό στοιχείο, στον Lee Gates, έναν τηλεοπτικό πλασιέ χρηματικής ελπίδας και κούφιας ενημέρωσης, ήρωα για το ρεμπουμπλικάνικο κοινό του FOX news. Ο εγωπαθής τηλεαστέρας με τις άκρες στη Wall Street δίνει τη λάθος πληροφορία και ένα αγανακτισμένος πολίτης που εξαπατήθηκε (τον οποίο υποδύεται ο πάντα εξαιρετικός Jack O’Connell) διεισδύει στο στούντιο σε μια ατσούμπαλη απόπειρα διαμαρτυρίας και απρογραμμάτιστης ομηρίας. Φυσικά, η συμπαθέστατη Αμερικανίδα ηθοποιός δεν φιλοδοξεί να αφήσει εποχή με αυτή τη screwball κωμική περιπέτεια, μπολιασμένη με οργή κατά της μηχανής. Οι σκηνές αγωνίας δεν παράγουν αξιόλογο σασπένς και το κοινωνικό «κατηγορώ» της ταινίας σκοντάφτει στο φινάλε σε στερεότυπα διεφθαρμένων γιάπηδων και αδικοχαμένων, ανώνυμων θυμάτων του συστήματος, με την σχηματική εξιλέωση του ήρωα να υπογραμμίζεται κάπως ενοχλητικά στην κατακλείδα του τέλους.
Φανταστείτε τους εργασιομανείς ήρωες του τηλεοπτικού Newsroom σε κλειστοφοβικό διάκοσμο δανεισμένο από το Mad City του Γαβρά και έχετε μια εικόνα για την πρώτη ύλη της ζουμερής ιστορίας, που δικαιολογημένα έκανε την Jodie Foster να θέλει να την διηγηθεί με τον τρόπο της. H Foster δεν έχει το craft να χτίσει την ιστορία και ρίχνοντας μας με τα μούτρα στο ζουμί της πλοκής, νομίζει ότι μας απαλλάσσει από περιττές λεπτομέρειες που δεν μας αφορούν. Οι ήρωες πέφτουν αζύμωτοι στα βαθιά μιας πλοκής που κουβαλάει οριακές διαπραγματεύσεις, εναλλαγές στην ηθική ματιά και υπέρβαση ρόλων, με τον θεατή να μην έχει προλάβει να νιώσει πολλά για κανέναν από τους ολοζώντανους και ταλανιζόμενους ήρωες μιας ζοφερής ιστορίας.
Χωρίς να χολοσκάει για λεπτομέρειες (πως γίνεται να μπεις σε ένα πλατό καναλιού εθνικής εμβέλειας; ) και για περιττές σοβαροφάνειες, η Foster κάνει όλες τις σωστές επιλογές στην εκτέλεση. Χρησιμοποιεί στακάτο μοντάζ, μπολιάζει με νεύρο και ενέργεια τα πλάνα και εμπιστεύεται τους πρωταγωνιστές της περισσότερο από τις ατάκες στις σελίδες του σεναρίου: την αγέλαστη γοητεία εν μέσω παραλογισμού του Clooney (πάντα πίστευα ότι θα ήταν υπέροχος σαν άλλος Leslie Nielsen στις κωμωδίες των Zucker/Abrahams) την πειθώ της Julia Roberts και την τσαντισμένη αβεβαιότητα του O’Connell.
Το Money Monster έχει τελικά την δύναμη των κλασικότροπων κοινωνικών περιπετειών του συντηρητικού Χόλυγουντ (έστω από τη ματιά Δημοκρατικών), όσες ενστάσεις και να έχεις με όσα συμβαίνουν, τα αφήνεις στην άκρη γιατί παρασύρεσαι από την απόλαυση της αφήγησης και όσες αντιρρήσεις και να σου προκαλούν οι απιθανότητες του σεναρίου, μετά την θέαση της ταινίας έχουν γίνει καπνός, απλά γιατί πέρασες χάρμα.
{youtube}qr_nGAbFkmk{/youtube}