Δεν πρέπει να είχε ποτέ σοβαρή αγωνία ο Γιώργος Λάνθιμος, αν το έργο του θα νικήσει τις κατασταλτικές δυνάμεις του mainstream ή αν θα ικανοποιήσει τα δύστροπα γούστα των (δυνητικών) θεατών. Και σίγουρα δεν την έχει και με τον Αστακό.
Η σύμπραξη του ελλειπτικού ύφους γραφής του με τα δυσάρεστα αφηγήματα του Ευθύμη Φιλίππου, απογειώνεται εδώ. Αν και η νέα τους ιστορία μιλάει σε «διεθνή γλώσσα», μοιάζει βγαλμένη από την εγχώρια παθογένεια: καμία έκπτωση χάριν καλοπιάσματος της ευρωπαϊκής κινηματογραφίας. Πέρα από αυτά, ο Αστακός δεν προσφέρει άλλοθι για weird wave εξαλλοσύνη, αλλά στέκει ως ειλικρινής έκφραση θλιμμένης ματαιότητας για τα όρια της συναισθηματικής επιλογής. Για τον βουβό ψυχικό πόνο που φέρνει η μη πλήρωση των πιο κρυφών απωθημένων όσων τολμούν να μάχονται το πεπρωμένο τους.
{youtube}fpt0tn1-54k{/youtube}
Το σενάριο θα μπορούσε λοιπόν να εξαντληθεί ανενόχλητο στην απαρίθμηση σπονδυλωτών περιστατικών γύρω από την αναζήτηση για «ιδανικό ταίρι», εξιστορώντας διαφορετικές, ομόκεντρες καταστάσεις στο παρακμιακό ξενοδοχείο όπου εκτυλίσσεται το δυστοπικό κυνήγι του ζευγαρώματος στο πρώτο μέρος. Η λαιμητόμος της τιμωρίας –με τη μορφή της μεταμόρφωσης σε ζώο επιλογής– λειτουργεί σαν ασφυκτική αντίστροφη μέτρηση, η οποία εκβιάζει την ανάγκη «να ανήκεις». Μια ανάγκη που θα πυροδοτήσει εντάσεις, εσωστρέφεια, προσωπικά μικροσυμφέροντα και παρατεταμένη καχυποψία.
Όμως ο Λάνθιμος παρατάει την ιδιοφυή ιδέα που αναπτύσσει, τη στιγμή ακριβώς που την αντιλαμβανόμαστε πλήρως. Σαν έντιμος κινηματογραφιστής, στρέφει άλλου το ενδιαφέρον του, αρχής γενομένης από την πλαστογράφηση των ιδανικών του έρωτα, κάτω βέβαια από ένα κοινό μειονέκτημα: το ταίρι, οφείλει να φέρει αμοιβαίο έμφυτο ελάττωμα (μυωπία, συχνή αιμορραγία, αμοραλισμός). Η ερωτική συνεύρεση φαίνεται να λειτουργεί μόνο ως εξομάλυνση του κοινού τραύματος.
Ο δαιμόνια έξυπνος σκηνοθέτης, με μια προσέγγιση ανοιχτά φιλοσοφική, φυτεύει λοιπόν άβολα ερωτήματα για το δράμα των ανύπαρκτων δεσμών αγάπης. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι εκβιαστικές ευκαιρίες ζευγαρώματος –παρά την οφθαλμοφανή αμφιβολία της αυθεντικότητάς τους– δεν προκαλούν αίσθημα απελπισίας στους θαμώνες του ξενοδοχείου, οι οποίοι ονειρεύονται να βρουν μια θέση στη Γη της Επαγγελίας των «δεσμευμένων» και των κοινά αποδεκτών στη μεγαλούπολη. Ο Λάνθιμος ασχολείται αποτελεσματικά με την επίπλαστη ψευδαίσθηση των ευτυχισμένων οικογενειαρχών, που μπορούν και κυκλοφορούν ελεύθεροι και όχι δακτυλοδεικτούμενοι· κοινωνική συνθήκη που θα σημάνει και το τέλος του ανιδιοτελούς έρωτα. Ο Αστακός μοιάζει να μην έχει οίκτο για τους ήρωές του, ποτέ ωστόσο δεν χάνει το ενδιαφέρον του για τη μοίρα των ξεστρατισμένων, «μόνων» ανθρώπων στην καρδιά του δάσους στο δεύτερο μέρος.
Μια λογική ένσταση είναι ότι ο Λάνθιμος υιοθετεί τον πικρό τόνο των συμπεριφορών που εξερευνά. Η ψυχρή επιτήδευση του διαλόγου και η αποστροφή στις κοινωνικές νόρμες, ενώ λειτουργούσαν άριστα στον Κυνόδοντα σε πλαίσιο ουμανιστικής παραβολής, εδώ προσδίδουν μια αδιευκρίνιστη ακαμψία, η οποία αφαιρεί από την αμεσότητα και ποτέ δεν φτάνει στο επίπεδο του σπαραγμού που αρμόζει στο θέμα. Ειδικά στον τρόπο με τον οποίον αναπτύσσει τον δικό του συναισθηματικό κώδικα το ζευγάρι των ηρώων (ο Κόλιν Φάρελ και η Ρέιτσελ Βάις σε τολμηρές ερμηνείες, ποτισμένες με την απελπισία που κουβαλάνε οι ρόλοι τους): σπάνε τους κανόνες και «νιώθουν» σε έναν κόσμο «ορκισμένων μόνων», όπου τα συναισθήματα απαγορεύονται δια ροπάλου. Ένας παράξενος αντίλαλος στην εκβιαστική επιβράβευση της συγκαταβατικής συνεύρεσης του πρώτου μέρους.
Ο Λάνθιμος πετυχαίνει τελικά λόγω της επινοητικότητας, των γεωμετρικών κάδρων και των παρατεταμένων σιωπών, που ενεργοποιούν την ταύτιση και την αποστροφή τη στιγμή που πρέπει. Πικρό βαλς για ανθρώπους από μέσα πεθαμένους μα από έξω ζωντανούς…
{youtube}JWj-jQAMUfw{/youtube}