Από πλευράς προσφοράς στην ποπ κουλτούρα και από διαχρονική απήχηση στο mainstream κοινό, η γάργαρη μυθολογία του Τζέιμς Μποντ έχει πολλά να παινεύεται. Το πιο πετυχημένο franchise στην κινηματογραφική ιστορία, έχει πολλά κατορθώματα σε εμπορικό επίπεδο και μάλιστα με το πρόσφατο Skyfall ο σκηνοθέτης Σαμ Μέντες κατάφερε να εισάγει τη Μποντ μυθολογία –έστω και στην 23η ταινία της– ακόμα και στην κουβέντα περί «ποιοτικού σινεμά». Πραγματικά, το Skyfall ανανέωσε με ευρηματικό τρόπο την αειθαλή και αγέραστη περσόνα του μυστικού πράκτορα, που κατάφερε να απηχήσει και να δείχνει επίκαιρος σε τέσσερις τουλάχιστoν γενιές σινεφίλ.
Όπως ήταν λογικό, μετά τον θρίαμβο του Skyfall, το στούντιο παραγωγής θα προσέφερε στον Μέντες γη και ύδωρ για να μην αφήσει το τιμόνι της σκηνοθεσίας. Εξίσου λογικό ήταν το Spectre να κατασκευαστεί σύμφωνα με τη δική του σκηνοθετική καθοδήγηση –ας τολμούσαν να κάνουν κι αλλιώς.
Το αποτέλεσμα; Το Spectre είναι φτιαγμένο να «αρέσει» σε όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές. Είναι μια ταινία που στοχεύει να πιάσει:
- όσους πάνε μια, δυο φορές τον χρόνο σινεμά και μόνο σε event movies
- τους πιτσιρικάδες που έχουν γαλουχηθεί σε δαπανηρά blockbuster με CGI καταστροφές μεγαλουπόλεων
- υποψιασμένους θεατές οι οποίοι δεν λένε όχι στην καλή, απροβλημάτιστη δράση
- γυναίκες και άντρες που σαγηνεύονται από τη λάμψη των super star
- κακομαθημένους moviegoers που, αν δεν περάσουν καλά στην αίθουσα, είναι ικανοί να ζητήσουν τα λεφτά τους πίσω και να γράψουν καταβατά από hate posts σε κινηματογραφικά forum.
Τα καλά νέα είναι ότι το Spectre είναι ικανό να κερδίσει όλους τους παραπάνω. Τα κακά νέα είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ας μην ξεχνάμε ότι ποτέ μια ταινία που συμπεριφέρθηκε απόλυτα σαν crowd pleaser, δεν έμεινε στην ιστορία με καλλιτεχνικές αξιώσεις.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η 24η περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ, τα έχει όλα. Μια κανονικότατη, ξεκάθαρη «τζεϊμσμποντική» πλοκή που λειτουργεί σε πρώτο επίπεδο, έναν σαρδόνιο villain ο οποίος βάζει μπρος τα καταστροφικά του σχέδια γελώντας σατανικά, τα πολιτικά μικροσυμφέροντα που εμποδίζουν την αχαλίνωτη πρωτοβουλία του 007, τα σαγηνευτικά θηλυκά σε νεγκλιζέ με λάγνες ματιές και δολοφονικά ένστικτα και μια απεριόριστη γεωγραφία δράσης, από το Λονδίνο μέχρι το Μεξικό. Όλα λειτουργούν άριστα, χάρη στον επαγγελματισμό και τη σοβαρότητα του Μέντες. Τι είναι αυτό λοιπόν που κατατάσσει τον φετινό Μποντ στις λιγότερο πειστικές ταινίες του; Μάλλον η έλλειψη κατασκοπείας. Ή, πιο σωστά, όπως είναι και ο ακριβής όρος, «intelligence».
Το υπαρξιακό trip που πέρασε ο Μποντ στο Skyfall, ο διφορούμενος ρόλος του κατασκόπου, τα παιχνίδια ταυτοπροσωπίας, η φθαρτή του φύση, η επίγνωση της θνητότητας, η στοχευμένη του γοητεία, όλα πήγαν περίπατο στο Spectre, προκειμένου ο Μποντ να πάρει προαγωγή από Βρετανό «κατάσκοπο» σε «υπερήρωα» που πολύ θα ζήλευε η Marvel να κάνει μεταγραφή. Πέρα από το αστείο του πράγματος, ο Μποντ στο Spectre είναι σχεδόν ιπτάμενος, άφθαρτος, μηχανή του πολέμου, δυνατός σαν βράχος, πιο αγέλαστος από ποτέ, λιγότερο ειρωνικός, περισσότερο βλοσηρός και συμπεριφέρεται όχι σαν «μοιραίος γόης», αλλά σαν «διαθέσιμος εργένης» (ναι, η διαφορά είναι τεράστια).
Η συμμετοχή της Μόνικα Μπελούτσι δυστυχώς αποδεικνύεται ελάχιστη: αυτή η σέξι Ιταλίδα χήρα είχε περισσότερα να προσφέρει από μια στιγμή πάθους από ξεγέλασμα. Η Lea Seydoux είναι φιλότιμη και διαθέτει σπάνιο εκφραστικό βλέμμα, αλλά δεν μπορεί εύκολα να κουβαλήσει το βάρος της αινιγματικής fatale. Και ο Christoph Waltz δεν έχει υλικό να δουλέψει τον ρόλο του «κακού», με αποτέλεσμα να μας αφήνει αμήχανους ως προς το αν πρόκειται για ιδιοφυή παρανοϊκό ή για σατανικό παιδί, οι εμμονές του οποίου δεν του επέτρεψαν να μεγαλώσει. Τέλος, ο Daniel Graig περιφέρει κάπως άχαρα ένα «σουφρωμένο», macho ύφος.
Η κατασκοπεία δεν έγινε επομένως οργανικό μέρος της πλοκής: το πάνω χέρι πήρε η καλοσιδερωμένη ακαμψία και οι υπεράνθρωπες δυνάμεις ενός τιμωρού των κακών. Πραγματικά, οποιοσδήποτε θεατής μπορεί στη δεύτερη θέαση της ταινίας να φανταστεί τον Μποντ με μαύρη στολή στις σκηνές δράσης. Φυσικά, οι καρτουνίστικες υπερβολές αποτελούσαν εξ αρχής αναπόσπαστο κομμάτι της μυθολογίας του –και θα είναι πάντα καλοδεχόυμενες. Όμως εδώ οι επίμαχες σεκάνς είναι καμωμένες από τα υλικά που χρησιμοποιούν στο εργαστήριο της Marvel, το οποίο δουλεύει υπερωρίες στα τελευταία χρόνια, έχοντας λεηλατήσει το box office.
Εικάζω πως ο Σαμ Μέντες είπε «ναι» σε μια θηριώδη αμοιβή και δέχτηκε να αφηγηθεί μία ακόμη περιπέτεια του Μποντ, ενώ δεν ένιωθε καθόλου αυτή την ανάγκη μέσα του: έβαλε όλα όσα ήθελε να δει σε μια Bond ταινία στο Skyfall. Οπότε με το Spectre παρέδωσε μια καλοφτιαγμένη περιπέτεια δράσης για να ικανοποιήσει τις ορδές θεατών, ώστε από τη μία να μπουκώσουν τα ταμεία και από την άλλη να μην έχει κανείς να του προσάψει τίποτα από πλευράς ποιότητας. Μια χαρά τα κατάφερε και μια χαρά ανώδυνο fun προσφέρει το Spectre, για δυόμιση ώρες. Τουλάχιστον τέσσερα κτίρια ανατινάζονται και το Λονδίνο μένει αμαχητί παραδωμένο στις φλόγες και τις σφαίρες. Η δε ροή της πλοκής είναι όντως αλάνθαστη και δεν κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο, όμως η σκηνή ανθολογίας δεν έρχεται ποτέ. Το witty κλείσιμο του ματιού δεν συμβαίνει –τα μάτια είναι πρησμένα από τις γροθιές. Ας είναι, η απόλαυση παραμένει εγγυημένη και αισθάνεσαι την ασφάλεια μιας περιπέτειας που σέβεται το κοινό της.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο μετριότατο τραγούδι του Mark Smith στους τίτλους αρχής, όπου ο νεαρός τραγουδιστής –μέσα από άκαρπους λαρυγγισμούς– προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι δεν υπάρχει μελωδία. Θυμηθείτε μόνο πόσο καλύτερο και μεστό, ήταν το τραγούδι της Adele στην προηγούμενη ταινία.
Όπως και να έχει, το Bond 25 ήδη θα σχεδιάζεται σε κάποιο υπόγειο. Και πάλι πιστοί θα είμαστε στο ραντεβού μας. Ο 007 λογικά θα μπει σε ένα νέο κεφάλαιο και θα αποκτήσει και καινούριο πρόσωπο. Από πλευράς μου κάνω έκκληση τη σκυτάλη του ρόλου να αποκτήσει ο Idris Elba και bond girl να είναι η Jessica Chastain.
{youtube}7GqClqvlObY{/youtube}