Κάτι πήγε πολύ στραβά φέτος με τα «τρισδιάστατα» ψυχαγωγικά θεάματα των μεγάλων στούντιο του Χόλυγουντ. Ανάμεσα στην πρωτοκαθεδρία της Marvel και στην πληθώρα από πανάκριβα σίκουελ, πρίκουελ, spin-offs και ριμέικ, οι τρεις πιο διαφημισμένες 3D ταινίες της χρονιάς επένδυσαν σε νέο υλικό, με αληθινούς ανθρώπους. Και οι τρεις απέτυχαν... 

Ο έμπειρος Robert Zemeckis, βαφτισμένος στην οικογενειακή mainstream μυθοπλασία του παραδοσιακού Χόλυγουντ, είχε κάποιες καλές στιγμές ανώδυνης ψυχαγωγίας στη δεκαετία του 1980 (Επιστροφή Στο Μέλλον, Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ), μια-δυο εντυπωσιακές δημιουργίες (Contact, 1997) και κάμποσα υπερ-συντηρητικά all-American δράματα. Φέτος, βγάζει μπροστά όλο το τεχνολάγνο μαστοριλίκι του –άλλωστε πάντα ήταν περισσότερο τεχνίτης, παρά καλλιτέχνης– γιατί ένιωσε τη διάθεση να προκαλέσει ίλιγγους υψοφοβίας στο κοινό. 

Μετά λοιπόν την τελευταία του ταινία με τον Denzel Washington (Flight, 2012), η οποία ήταν περιορισμένη τεχνικά και έριχνε το αφηγηματικό βάρος στη χριστιανική ηθική του ρεπουμπλικανικού ακροατηρίου, το ψυχοπαίδι του Lukas και του Spielberg (δεν είναι απαραίτητα υποτιμητικό αυτό) παίρνει σαν αφορμή τον ήρωα του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ Man on Wire (2008), τον Γάλλο ακροβάτη ο οποίος –σε μια πράξη αγνής αναρχίας και ειρηνικού σαμποτάζ– διέσχισε πάνω σε σύρμα την απόσταση ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης. 

Δεν μας παραξενεύουν τα κίνητρα πίσω από τη δραματοποίηση της ιστορίας του Philippe Petit από τον Zemeckis. Σκοπός ήταν η αξιοποίηση της 3D τεχνολογίας για 20 περίπου λεπτά (παραπάνω θα ξέπεφτε σε μονοτονία), ώστε ο θεατής να ζήσει την αληθινή εμπειρία του κρεμάμενου ανθρώπου, ευρισκόμενος και ο ίδιος αντιμέτωπος με το χαώδες κενό. Η επίμαχη σκηνή προκαλεί όντως ζαλάδα και πολλά σαγόνια θα κρεμάσουν. Η τεχνολογία αξιοποιήθηκε λοιπόν δραματουργικά. 

Kyrkcin_2.jpg

Ωστόσο, κάτω από το υφολογικό πανωφόρι της εν λόγω σκηνής, υπάρχει μιάμιση ώρα που ρέει παντελώς αδιάφορα: με όλη την αφέλεια του ντουνιά στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, με κοσμοπολίτικη ελαφρότητα στα κλισέ που θυμίζουν «μποέμ Παρίσι» και με ψευδοϊστορικό μελοδραματισμό σχετικά με το τραύμα της 11 Σεπτεμβρίου, το The Walk υμνεί –κάπως λοξά– το «θνητό» των κτιρίων που έπεσαν ως προς τον ακροβάτη που δεν έπεσε ποτέ. Καμία εμβάθυνση επομένως στο όραμα του ανθρώπου, στην ψυχολογία πίσω από το εγχείρημα, έστω στον συμβολισμό της δοκιμασίας. Ψιλά γράμματα για τον τεχνοκράτη Zemeckis, ο οποίος αντιμετωπίζει το σενάριό του σαν διεκπεραιωτικό πρόλογο πριν τη μεγάλη ατραξιόν. Όταν όμως το 90% της ταινίας δεν προκαλεί καμία αυθεντική συναισθηματική ένταση στον θεατή, είναι καλλιτεχνική αποτυχία.

Αν η εμπειρία του Zemeckis θεωρείται αξιοσημείωτη, αυτή του Ridley Scott συγκρίνεται με μετρημένους στα δάχτυλα σκηνοθέτες βαρέων βαρών του Χόλυγουντ. Από τα αριστουργήματα της πρώτης περιόδου (Alien, Blade Runner) μέχρι τα αφόρητα ανουσιουργήματα της μετέπειτα εποχής (H Επίλεκτη, Robin Hood, The Counselor), το μετερίζι του Scott τον τοποθετεί σε μια παράξενη, ολιγομελή λίστα με άνισους δημιουργούς, οι οποίοι είναι ικανοί για κάτι μεγαλειώδες και για κάτι απαράδεκτο και ξανά απ’ την αρχή. Στο The Martian τον βρίσκουμε στα πιο αναιμικά του, να αφηγείται ένα δράμα επιβίωσης στην αφιλόξενη επιφάνεια του Κόκκινου Πλανήτη, σε περιττό τρισδιάστατο διάκοσμο, χωρίς να ιδρώνει για να εμβαθύνει στο θέμα του· με αποτέλεσμα να μην αποφύγει κακοτοπιές στην ακαδημαϊκή αφήγηση και επιχειρηματολογία.

Kyrkcin_3.jpg

Μετά από μια λάθος εκτίμηση του πληρώματος, ο Ματ Ντέιμον ξεμένει μόνος του στον Άρη και, με βάση αυτό το ατύχημα/πρόσχημα, ο Scott προσπαθεί να εξαργυρώσει τις υπολογισμένες προσδοκίες του κοινού. Αντί όμως ενός πολυσχιδούς θρίλερ με γάργαρο επιστημονικό σασπένς (όπως το Gravity του Alfonso Cuaron), επιλέγει δυστυχώς να τιμήσει τους μηχανισμούς του ευκολοχώνευτου θεάματος. Ο πήχης ανησυχίας δεν ανεβαίνει ποτέ –έχουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας τη συναίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά. Το δε τάιμινγκ των γεγονότων κάθε άλλο παρά καθηλωτικό είναι: βλέπουμε τους υπάλληλους της NASA μπροστά στις οθόνες του control room να νιώθουν αγωνία και να αγκαλιάζονται πανηγυρίζοντας εναλλάξ, κάθε 15 λεπτά. 

Αν υπήρχε κάποιο υπαρξιακό διαμέτρημα στην ιστορία, θα φαινόταν στη μοναχικότητα του ήρωα. Αντ’ αυτού, ο Ντέιμον κάνει on camera αστεϊσμούς λες και μιλάει στο Skype σαν φοιτητής σε γκόμενα, με σχέση από απόσταση. Αν  υπήρχε  στόχος να επηρεαστεί έστω λίγο η συνείδηση του ήρωα, τότε ο Ridley Scott θα αψηφούσε τις ευκολοχώνευτες πληροφορίες περί δημιουργίας νερού και καλλιέργειας πατάτας και θα επένδυε χρόνο στο να αποτυπώσει την απειλή στα βουβά βάθη του διαστήματος. Αν η εικόνα ενός αβοήθητου άνδρα που κρατάει την ψυχραιμία του και σκέφτεται πρακτικά τι μπορεί να κάνει και πώς μπορεί να ανταπεξέλθει στα πετρώδη εμπόδια (τα οποία μοιάζουν γεννημένα από την πιο σκληρή νομοθεσία του Μέρφι) μας έσφιγγε λίγο το στομάχι, τότε θα εκτιμούσαμε αυτή την επίπεδης αισθητικής και αντίληψης επιστημονική περιπέτεια. Αλλά το πνεύμα του Major Tom δεν ζει πια εδώ.

Kyrkcin_4.jpg

Σαφώς πιο αποτυχημένο σε κάθε επίπεδο, είναι το Everest του Baltasar Kormákur (ποιου;), τυπικό παράδειγμα ταινίας που καπηλεύεται καταχρηστικά την τεχνολογία του 3D. Ένα παντελώς άστοχο θρίλερ επιβίωσης, βουτηγμένο σε αφηγηματικά κλισέ, κατά τη θέαση του οποίου δεν πάλλεται κανένας δείκτης σε οποιοδήποτε κοντέρ. Με αχρείαστους μοντερνισμούς στα πλάνα και με κάλπικους μελοδραματισμούς σε κάθε ευκαιρία, ο φιλόδοξος Ισλανδός σκηνοθέτης μας παραδίδει ένα αβασάνιστο ξόδεμα ενέργειας, το οποίο χαντακώνει μια σειρά υπολογίσιμων ηθοποιών (τον Josh Brolin, τον Jake Gyllenhaal και τον Jason Clarke), οι οποίοι δεν έχουν μία καλογραμμένη ατάκα να ξεστομίσουν για 2 ώρες. 

Αντί ενός εμπνευσμένου rollercoaster στα χιόνια με φόντο τη νομοτέλεια της φύσης, το αποτέλεσμα μας κάνει να νοσταλγούμε mainstream ταινιάκια όπως το Βαρομετρικό Χαμηλό με τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Θλιβερή διαπίστωση. Το Everest δεν καταφέρνει να προκαλέσει καμία έκκριση πανικού, ειδικά στις σκηνές σιωπής και ανασύνταξης στο παγωμένο τοπίο, που αποτελεί άριστη πρώτη ύλη. Κερασάκι στην τούρτα –και δείγμα σκηνοθετικού ερασιτεχνισμού– οι παντελώς ανεκμετάλλευτες γυναικείες παρουσίες της Keira Knightley και Robin Wright, οι οποίες περιφέρονται σαν κλαίουσες εκκολαπτόμενες ζωντοχήρες με το τηλέφωνο στο χέρι.

Τελικά ο αφορισμός «If You Can’t Make It Good, Make It 3D» δικαιώνεται με κάθε ευκαιρία. Δεν έχουμε παρά να ελπίζουμε σε βελτίωση της κατάστασης. Τα στούντιο, όμως, ακούνε τις κραυγές μας;

{youtube}ej3ioOneTy8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured