H πρόσφατη εμφάνιση του Common και του John Legend στην τελετή απονομής των Όσκαρ, ήταν το ανέλπιστο highlight σε ένα απογοητευτικό τηλεοπτικό θέαμα. Προσπερνώντας όμως τη μεθοδευμένη συγκίνηση τέτοιων στιγμών, το political correctness της δακρυσμένης Όπρα και τον αστραφτερό διάκοσμο του Kodak Theatre, η εμφάνιση ήταν αψεγάδιαστη και οι δύο super star εμφύσησαν αληθινό πάθος σε ένα «ανθεμικό» τραγούδι από την ταινία Selma, που ανασύρει στο μυαλό τις ταραγμένες πορείες ειρηνικής διαμαρτυρίας της μαύρης κοινότητας το 1965 και τον πύρινο λόγο του Martin Luther King, ο οποίος τους έδωσε όραμα.
Η επιτυχία του "Glory", που τους χάρισε το Όσκαρ, έγκειται στο ότι χρησιμοποιήθηκε στην οθόνη με στόχο να εντείνει και να αποφορτίσει την ένταση των θεατών, μετά τους τίτλους τέλους. Το τραγούδι είναι δηλαδή γραμμένο για ν' ακούγεται από «εμάς», όχι για τους ήρωες της ταινίας. Τα κινηματογραφικά έτσι τραγούδια που έχουν γραφτεί για soundtrack, γίνονται μέρος της δικής μας απόλαυσης, όπως ο σχεδιασμός του μοντάζ και της φωτογραφίας. Όπως το "Don’t You Forget About Me" της αξέχαστης παρέας του Breakfast Club (1985) ή το "Where Is My Mind" των Pixies, στον εσχατολογικό γρίφο του φινάλε του Fight Club (1999). Είναι παράξενο, αλλά τις περισσότερες φορές δεν αποτυπώνονται στη μνήμη μας τα τραγούδια μιας ταινίας, αλλά τα τραγούδια που βρίσκονται «μέσα» στις σκηνές –σαν μέρη του οργανικού συνόλου. Αυτά που ακούμε μέσα από τα αυτιά των ηρώων και που δημιουργούν συναίσθημα συμμετοχής.
Πρόσφατο παράδειγμα το American Hustler (2013), όπου βλέπουμε την Jennifer Lawrence να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, την ώρα που ο σύντροφός της βυθίζεται στα μπλεξίματα και τον καταπίνει η διαπλοκή. Καθώς ξεσκονίζει, ακούει τέρμα το "Live And Let Die" του Paul McCartney και των Wings και –χωρίς προειδοποίηση– επιδίδεται σε έναν μανιασμένο αυτοσχέδιο χορό, για να εκτονώσει την καταπιεσμένη ένταση. Μια παρόμοια σκηνή, σαφώς πιο φιλόδοξη και όχι αυτοσχεδιαστική, συμβαίνει στο ουμανιστικό σπονδυλωτό έπος Magnolia (1999) του Paul Thomas Anderson, όπου σύσσωμοι οι ήρωες του cast τραγουδούν, σε ένα παράλληλο σπαραξικάρδιο σύμπαν, το "Wise Up" της Aimee Mann.
Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω, θα θυμηθούμε το Reality Bites (1994), που μίλησε στην καρδιά της generation X ιχνηλατώντας την πορεία μιας παρέας παιδιών η οποία κυνηγούσε σπασμένα όνειρα για να ταχθεί στη σαρωτική καθεδρία των media. Η σκηνή που καταγράφει άριστα το μεθυσμένο και ανέμελο στυλ των slackers, είναι αυτή όπου η Wynona Ryder, η Janeane Garofalo και ο Steve Zahn χορεύουν εντελώς αυθόρμητα στους ρυθμούς του "My Sharona" των Knack σε ένα βενζινάδικο. Ο προ-ίντερνετ παρορμητισμός, χωρίς τα κάλπικα διλήμματα και την επίπλαστη κοινωνικοποίηση των social media, με μια καθαρότητα στα πρόσωπα που πλέον μοιάζει με απομεινάρι άλλων εποχών.
Μακρινός αντίλαλος του Reality Bites ήταν η αμίμητη, μεθυσμένη χορογραφία του "Cool Thing" των Sonic Youth στο Simple Men του Hal Hartley (1992). Σχεδόν από το πουθενά, οι ήρωες θα σπάσουν τη σιωπή μέσα τους και θα στήσουν ένα γκονταρικής ελευθεριότητας αυτοσχέδιο πάρτι, με τις κιθάρες της Kim Gordon να αφήνουν αισθητικό αποτύπωμα σε μια post-cool, post-smart, post-hip, post… everything σκηνή.
Πρωτοπόρος στη χρήση μουσικής σαν άξονα του σεναρίου ήταν και παραμένει ο Cameron Crowe. Όντας έμπειρος μουσικοκριτικός του Rolling Stone στη δεκαετία του 1970, περιηγείται με ενθουσιασμό μικρού παιδιού στο αυτοβιογραφικό Almost Famous (2000), το οποίο διαδραματίζεται τη στιγμή που το αμερικάνικο χαρντ ροκ ζούσε τις τελευταίες ένδοξες μέρες του στις αρένες, καταγράφοντας το μωσαϊκό μιας εποχής με super star, ένδοξα σολαρίσματα, μακριά μαλλιά και groupies, λίγα χρόνια πριν πνιγούν όλα μαζί κάτω από τις ροχάλες του πανκ και το glitter της ντίσκο. Η μπάντα βρίσκεται σε πούλμαν που τη μεταφέρει στον επόμενο σταθμό της περιοδείας της, ένα βήμα πριν τη διάλυση. Η άγρια νηφαλιότητα του hangover και οι τσακισμένοι εγωισμοί έχουν πάρει το πάνω χέρι, μέχρι που ακούγεται από τα ηχεία το "Tiny Dancer" του Elton John. Το καθαρτήριο sing-a-long θα τους ξαναφέρει κοντά μέσα σε 3 λεπτά αληθινού χρόνου. Σκηνή ροκ ανθολογίας.
Η hip μυθολογία των πιο διαχρονικών ροκ τραγουδιών, χρησιμοποιήθηκε στην πιο αυθεντική, εσωστρεφή και νεορομαντική εκδοχή της στο σινεμά του Wes Anderson. Από ολόκληρη τη φιλμογραφία του, όμως, ξεχωρίζω τη σκηνή στους Royal Tenenbaums (2000) όπου η Margot και ο Richie έχουν δραπετεύσει από τα πάντα για να βρεθούν λίγο μόνοι τους κάτω από μια χειροποίητη σκηνή, μέσα στο σπίτι. Σαν τα καταφύγια που φτιάχναμε μικροί για να κλειδώσουμε απ’ έξω τον κόσμο των μεγάλων. Η μουσική επιλογή που θα μοιραστούν είναι το "Ruby Tuesday" των Rolling Stones, από ένα βινύλιο. Πολλοί σκηνοθέτες προσπάθησαν να αποτυπώσουν τη μαγεία αυτού του τραγουδιού στην οθόνη. Όμως μόνο ο ιδιοφυής Anderson κάνει τη σωστή επιλογή και το αποτυπώνει με τον τρόπο που θα θέλαμε κι εμείς οι ίδιοι να το ακούσουμε στην πραγματικότητα –μέσα από τα μάτια των δειλά ερωτευμένων ηρώων. Από τον ίδιο κουβά επιλογών παίρνει δάνεια και το πρόσφατο Perks Of Being Α Wallflower (2013), με πιο επιδερμικό ίσως τρόπο αλλά με αμέριστη τρυφερότητα. Το "Heroes" του David Bowie γίνεται το προσωπικό σου «Tunnel Song»: το τραγούδι που ακούς πάνω από την ανοιχτή οροφή του αυτοκινήτου και σου δίνει την αίσθηση του συναισθηματικού «άπειρου», τη νεανική ψευδαίσθηση ότι –για μία, μοναδική στιγμή– μπορείς να καταφέρεις τα πάντα.
Το σύνδρομο του μελαγχολικού αγοριού με ροκ διάθεση και ρομαντική καρδιά που έχει ποτίσει μέσα μας εξ αιτίας της (υπερ)έκθεσης στην ποπ κουλούρα, εκφράζουν ιδανικά ταινίες όπως το High Fidelity (2000) και το 500 Days Of Summer (2009). Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη σπουδαία σκηνή που γέννησε η φαντασία του Nick Hornby, όταν το "Dry The Rain" των Beta Band απλώνεται στα ηχεία του συνοικιακού καταστήματος που διατηρεί ο ήρωας; Η ακούσια συλλογική απόλαυση μιας φυλής ανθρώπων με κοινή αναφορά τον φετιχισμό των δίσκων, απογειώνεται για λίγα δευτερόλεπτα σε κατανυκτικά επίπεδα καταναλωτικής νιρβάνας. Τις ίδιες ατυχείς προβολές, αυτές που μας ωθούν να εξιδανικεύσουμε κεραυνοβόλα το αντικείμενο του πόθου μας λόγω της ποπ σημειολογίας, βιώνει ο ήρωας του 500 Days Οf Summer όταν μια (οποιαδήποτε) κοπέλα στο ασανσέρ έκανε ένα άκακο σχόλιο για το τραγούδι "There Is A Light That Never Goes Out". Το εξίσου «στα πατώματα» κομμάτι των Smiths θα σφραγίσει σε λίγα δευτερόλεπτα ένα ειδύλλιο που θα εξελιχθεί σε συναισθηματικό Γολγοθά.
Στην ίδια ερωτική δίνη, αλλά με ενισχυμένη χίπστερ δοσολογία, θα κυλήσει και ο Zach Braff στο Garden State (2004), όταν η Natalie Portman θα του δώσει τα ακουστικά της γα να ακούσει το "New Slang" των Shins, λέγοντάς του: «You gotta hear this one song, it'll change your life, I swear». Πέρα από το overstatement, η σκηνή λειτούργησε μια χαρά και μνημονεύεται ακόμη. Η απόλυτη όμως καταγραφή μιας κοινής ακρόασης μεταξύ θεατών και ηρώων, είναι το "Come Here" από την Kath Bloom, στην ταινία Before Sunrise (1995). Παρατηρήστε τα βλέμματα που έχουν και ανταλλάσουν οι Ethan Hawk και η Julie Delpie, την ώρα που ακούγεται το τραγούδι· και δείτε πως είναι τα βλέμματα δύο ανθρώπων τη στιγμή που ερωτεύονται. Κυριολεκτώ.
Στον αντίποδα του ρομαντισμού και των αντίστοιχων υποσχέσεων, βρίσκεται το ερωτικό αυτομαστίγωμα και η καταχνιά του Blue Valentine (2010). Το καταραμένο ζευγάρι απέκτησε εμμονικά το «τραγούδι του», το “You And Me" των Penny & The Quarters, το οποίο αναβίωσε φευγαλέα μετά την παράξενη ταύτιση που προκάλεσε το ανεξάρτητο love story με δυσλειτουργικούς έρωτες. Όμως η πιο όμορφη και ρομαντική σκηνή που χρωματίστηκε από ένα τραγούδι, είναι αυτή όπου ο Bill Murray μας χαρίζει μια βαριεστημένη και άκρως τρυφερή karaoke ερμηνεία στο "More Than This" των Roxy Music, σε ένα ξεχασμένο μέρος στο χαοτικό Τόκυο, στο Lost In Translation (2002). To τραγούδι απέκτησε άλλη διάσταση χάρη στο απελπισμένο coolness στα μάτια του Bill Murray.
Από τον έρωτα στον θάνατο, και πιο συγκεκριμένα σε ψυχοπαθείς δολοφόνους. Η τεχνοκρατική ποπ αντιλαμβάνεται και καταγράφεται αντιστρόφως ανάλογα με την εξυγίανση (ή τη συμφιλίωση) με την αρρωστημένη ανθρώπινη φύση. Σύμπτωση ή σύμπτωμα;
Πρώτος και καλύτερος, ήταν ο Jonathan Demme ο οποίος αποτύπωσε την ποπ χορογραφία των ψυχοπαθών, τοποθετώντας το γλυκύτατο “Goodbye Horses” της Q Lazzarus στο προσωπικό ηχοσύστημα του τραβεστί-serial killer στη Σιωπή Των Αμνών (1991). Για λίγα δευτερόλεπτα περνάμε ωραία με την ήπια synth pop που έρχεται σε αντιδιαστολή με την ατάκα «Would you fuck me? I’d fuck me», η οποία μας χάρισε κάμποσες ανατριχιαστικές σκέψεις εκείνη τη χρονιά. Η –ύπουλης δυναμικής– κλιμάκωση της σκηνής θα εγκλωβίσει την αθώα μελωδία στα ουρλιαχτά. Σε μια πιο αστική και μεταμοντέρνα φιλοσοφία, το "Hip Τo Be Square" από τους Huey Lewis & Τhe News, συνοδεύει τις ανατριχιαστικές τσεκουριές στο American Psycho (2000). Πιστή στο ψυχωμένα σατυρικό πνεύμα του βιβλίου, η επίμαχη σκηνή πιάνει το επιφανειακό, catchy hit single των 1980s σαν την απόλυτη υγρή φαντασίωση βίας ενός παρανοϊκού γιάπη, τον οποίον γέννησε και έθρεψε η καπιταλιστική εποχή του Ρέιγκαν. Σκέψη απόλυτα λογική, κατά τη γνώμη μου.
Και φυσικά δεν μπορεί να μην γίνει αναφορά στο "Orinoco Flow" της Enya, που αποτέλεσε τη μουσική επιλογή του δολοφόνου στο The Girl With The Dragon Tattoo (2011) του David Fincher. Η σωστή χρήση ποπ τραγουδιών στον φυσικό χώρο δράσης μπορεί να δημιουργήσει σκηνές κλασικές, δίνοντας αποκρουστική παραμόρφωση ακόμα και στην πιο ήπια μελωδία. Ειδική μνεία πρέπει επίσης να γίνει στην έξω-από-αυτόν-τον-κόσμο σκηνή όπου ο Dean Stockwell τραγουδάει το "In Dreams" του Roy Orbison, στο Blue Velvet (1986) του David Lynch, κρατώντας ένα παλιομοδίτικο μικρόφωνο που αναβλύζει φως, λίγο πριν το ξέσπασμα βίας. Σκηνή την οποία πρέπει να δείτε για να πιστέψετε, σε ένα από τα αριστουργήματα της δεκαετίας του 1980.
Η χρήση ενός τραγουδιού σε πλαίσιο δράσης, οφείλεται αποκλειστικά στη δεξιοτεχνία, στην έμπνευση και στην προσέγγιση του σκηνοθέτη. Το τραγούδι αποκτά άλλη ζωή όταν ακούγεται ενσωματωμένο στο φιλμ και φτάνει στα αυτιά του ήρωα. Το soundtrack, τότε, δεν είναι ένα στιλιστικό εργαλείο χειραγώγησης των συναισθημάτων του θεατή. Θυμηθείτε το ξέφρενο παρεΐστικο sing-a-long του "I Love You Baby", από τους ήρωες του Ελαφοκυνηγού (1977), καθώς επιδίδονταν σε μπιλιάρδο, μπύρες και buddy bullshit, λίγο πριν φύγουν για το Βιετνάμ. Πόσο διαφορετική θα ήταν η σκηνή αν το τραγούδι βρισκόταν μόνο στο soundtrack! Θυμηθείτε επίσης το αλησμόνητο reunion της Μεγάλης Ανατριχίλας (1983) και την ατμόσφαιρα όταν οι ήρωες μαγείρευαν παρέα, ακούγοντας το "Ain't Τoο Proud Τo Beg" των Temptations. Θυμηθείτε και τον βαρύ, μαστουρωμένο John Travolta να χύνεται σαν ανθρώπινο χούλα χουπ στην πίστα χορεύοντας το "You Never Can Tell" του Chuck Berry στο Pulp Fiction (1994). Ή, για να δώσω και μια εγχώρια νότα στο κείμενο, τον τρόπο με τον οποίον τα δύο αδέλφια χορεύουν σαν να είναι η τελευταία τους μέρα στη Γη, το "Rumore" της Raffaella Carra στο Ξενία (2014).
Ακόμα κι αν δεν σας έπεισαν τα παραπάνω για τον συναισθηματικό αντίκτυπο των τραγουδιών όταν ενσωματώνονται στη δράση, έχω να καταθέσω ότι μετά τη σκηνή του Wayne's World (1992), δεν μπορώ να ξανακούσω με τον ίδιο τρόπο το "Bohemian Rhapsody"...
{youtube}thyJOnasHVE{/youtube}