Λίγο πριν το εθιστικό soundtrack της φετινής ταινίας του Τζιμ Τζάρμους (με τίτλο Only Lovers Left Alive) καταναλωθεί μαζικά και αφομοιωθεί σε συνδυασμό με την βαμπιρική ροκ εν ρολ αλητεία, αξίζει μια αναδρομή στη πολύχρονη σχέση μουσικής και εικόνας στο σύμπαν αυτού του ασυμβίβαστου σκηνοθέτη και στα συστατικά που βοήθησαν στη συμπαγή διαχρονικότητα και στην conceptual ενότητα των ταινιών του.
Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Νέα Υόρκη αποτελούσε σανατόριο για ελεύθερα καλλιτεχνικά πνεύματα και μποέμ περιθωριακούς, οι οποίοι είχαν τον άφοβο πειραματισμό με τις φόρμες σαν κορώνα στο κεφάλι τους. Σαν μέλη μιας αόρατης αλλά καθόλου ασήμαντης ομήγυρης, οι καλλιτέχνες μεταπηδούσαν εύκολα από τα εικαστικά στο underground σινεμά, από την ποίηση στις performance arts και από το post-punk και το new wave στη ρέγκε και στο πρώιμο χιπ χοπ. Σε εκείνο λοιπόν το χωνευτήρι επιρροών ανδρώθηκε καλλιτεχνικά ο Τζιμ Τζάρμους όταν σταμάτησε να ξημεροβραδιάζεται στο CBGB και ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας και παίζοντας πλήκτρα στο περιθωριακό συγκρότημα των Del-Byzanteens. Όπως όλοι υπάκουαν στις επιταγές της πανκ φιλοσοφίας –σύμφωνα με την οποία όταν έχεις πάθος και ιδέες, η τεχνική και η ακαδημαϊκή κατάρτιση περισσεύουν– έτσι και ο Τζάρμους επέλεξε (μάλλον συμπτωματικά) την ταμπέλα του κινηματογραφιστή, κουβαλώντας στις εικόνες του την πανκ αναρχία εκείνης της ταραγμένης περιόδου.
Από το Permanent Vacation (1980), την πρωτόλεια απόπειρά του πίσω απ’ την κάμερα, ο Τζάρμους δημιούργησε ένα ακατέργαστο υβρίδιο beat λογοτεχνίας και νεοϋορκέζικης τζαζ, γύρω από έναν αξιολάτρευτο low-life scumbags (τον πρώτο από τους πολλούς που θα πλαισίωναν αργότερα το σινεμά του), που ονομάζονταν Τσάρλι Πάρκερ. Η ρετρό bebop μουσική και τα παλιομοδίτικα σακάκια μιας προ-ροκ εποχής έδωσαν τα πρώτα δείγματα μιας μοντέρνας γραφής και εγκαινίασαν τη συνεργασία του Τζάρμους με τον τζαζίστα John Lurie των Lounge Lizards, η οποία θα συνεχίζονταν στο Stranger Than Paradise (1984). Εκεί θα βλέπαμε για πρώτη φορά τη στέρεα μορφή και το καδραρισμένο, αέρινο στυλιζάρισμα των ταινιών του Τζάρμους, όπου η μουσική υπογραμμίζει τη συναισθηματική πορεία των (αντι)ηρώων• οι οποίοι συνήθως είναι παρείσακτοι σε κάποιον ξένο τόπο, παρίες στο ίδιο το περιβάλλον που τους γέννησε. Στο Stranger Than Paradise, τον μικροαπατεώνα τζογαδόρο υποδύεται ο Richard Edson, ο πρώην ντράμερ των Sonic Youth. Την ταινία στοιχειώνει ο κολασμένος R&B αφορισμός “I Put A Spell On You" του Screamin' Jay Hawkins –το ένα και μοναδικό τραγούδι που ακούγεται πέρα από τη μινιμαλιστική μουσική του Lurie.
Η ιστορία ενός ανορθόδοξου male bonding δύο αθώων/παρανόμων στο αριστουργηματικό Down By Law (1986) θα τονιστεί από την «αίσθηση» Νέας Ορλεάνης. Η αύρα γύρω από τη μουσική παράδοση της πόλης απογείωσε ένα από τα indie πρωτότυπα κομψοτεχνήματα της δεκαετίας του 1980, με τη rhythm & blues παράδοση του Dr. John και της Irma Thomas. Το διακριτικό score που κινείται σε art house μονοπάτια ανήκει ξανά στον Lurie, ο οποίος και συμπρωταγωνιστεί με τον Tom Waits. Ήταν η εποχή που ο Waits έκανε ιδιαίτερη στροφή στον ήχο του με το Swordfishtrombones και το Rain Dogs κι έδωσε στην ταινία το χαρακτηριστικό τραγούδι "Jockey Full Of Bourbon". Τα λεπτεπίλεπτα κρουστά και τα ατίθασα πνευστά δένουν με τις ασπρόμαυρες εικόνες και απογειώνουν την υπέροχη εισαγωγή του Down By Law. Ο Tom Waits θα υπογράψει χρόνια μετά το υπέροχο "Good Old World (Waltz)", καθώς κι ένα μάτσο σαρδόνια instrumental θέματα για τις ανάγκες του soundtrack του ανάλαφρου Night On Earth (1992). Ο δε χαρακτήρας που υποδύεται στο φιλμ, είναι ένας ραδιοφωνικός DJ ο οποίος θα μετενσαρκωθεί τρία χρόνια αργότερα στο Mystery Train, και θα επιλέγει από το ραδιόφωνο κομμάτια του Roy Orbison, του Ottis Redding και φυσικά του Elvis Presley, εφόσον η καθεδρία του «βασιλιά» στο Μέμφις στοιχειώνει τις ιστορίες της ταινίας. Τραγούδια όπως το "Blue Moon" απ’ τον Presley ακούγονται αυτούσια από τους ήρωες μέσα στη σκηνή (κάτι που θα ξαναγίνει στο Broken Flowers με το "I Want You" του Marvin Gaye).
Στο Mystery Train (1989), με τον Waits αόρατο και τον Lurie για πρώτη φορά απόντα, τα ηνία του μουσικού/ηθοποιού αναλαμβάνει ο Joe Strummer σε έναν ελαφρά παρανοϊκό ρόλο, ευρισκόμενο στην κόψη του ξυραφιού και της αναίτιας βίας. Τα κακόφημα blues bar, οι κάβες, τα φτηνιάρικα ξενοδοχεία, τα μπαρμπέρικα, ο πανταχού παρών Elvis, ο παραγνωρισμένος Carl Perkins και τα θρυλικά στούντιο της Sun, ορίζουν το πλαίσιο δράσης –με τον Screamin’ Jay σε ρόλο ξενοδόχου κι ένα μικρό cameo του Rufus Thomas για να σκάσει το χειλάκι όσων γοητεύονται από την σημειολογία του Τενεσί και του ροκ εν ρολ.
Στη συρραφή μικρού μήκους ταινιών Coffee & Cigarettes (1993) συναντάμε απολαυστικές laid-back συνομιλίες του Jack και της Meg των White Stripes και του Tom Waits με τον Iggy Pop. Η τελευταία είναι ένα από τα πιο απολαυστικά πράγματα σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Τζάρμους. Ο Iggy λίγο μετά θα έχει έναν αξιοσημείωτο ρόλο στο Dead Man, αλλά όχι στη μουσική της ταινίας, την οποία ανέλαβε εξ ολοκλήρου ένας άλλος από τους τελευταίους επιζώντες μιας εποχής του ροκ που ήταν πολύ επικίνδυνη για να μακροημερέυσει, ο Neil Young. Το άλμπουμ του After The Gold Rush (1970) μνημόνευε εκείνη την απώλεια ταυτότητας και κληρονομιάς και αποτελούσε μικρό επιτάφιο για το χαμένο ποιητικό πνεύμα της αμερικάνικης ελευθεριότητας. Μακρινοί απόηχοι εκείνου του δίσκου υπάρχουν στο ελεγειακό soundtrack που φιλοτέχνησε ο Καναδός τραγουδοποιός για το Dead Man (1995), το post-everything υπαρξιακό γουέστερν του Τζάρμους.
Το όνομά τους οι Crazy Horse το είχαν δανειστεί από έναν αρχηγό φυλής, ο οποίος εναντιώθηκε στις τοπικές αρχές, στηρίζοντας τα ήθη και τη σκυτάλη των αξιών που πάρθηκαν βίαια από τους ιθαγενείς. Ο περιπλανώμενος νεκρός ονομάζεται Γουίλιαμ Μπλέικ (συνωνυμία;) και βρίσκεται σε μια ατέρμονη αναζήτηση μιας «δουλειάς» που του έχουν υποσχεθεί, οδηγούμενος σε μια μετα-κοσμική, καρμική λύτρωση της βασανισμένης ψυχής του. Μέσα σε τρεις μέρες, ο Neil Young αυτοσχεδίασε μπροστά στην οθόνη βλέποντας την ταινία και ηχογραφώντας ζωντανά στο ράντζο του, σε μια σειρά από προσχέδια χειροποίητων σόλο, φτιάχνοντας ένα soundtrack με λυτρωτικά ξεσπάσματα και ημιτελή riff, γεμάτα αγωνία. Έναν χρόνο μετά την έξοδο της ταινίας, ο φακός του Τζάρμους ακολούθησε τον Young και τους Crazy Horse στην περιοδεία τους. Το αποτέλεσμα ήταν το Year Of The Horse (1997), ένα από τα σπουδαιότερα μουσικά ντοκουμέντα που είδαμε στο σινεμά μετά το Stop Making Sense του Τζόναθαν Ντέμι. Να σημειωθεί ότι και ο Τζάρμους έχει σκηνοθετήσει τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ και για τους Talking Heads.
Την αφαιρετική προσέγγιση του Young ακολούθησε και ο RZA για τη μουσική επένδυση της αξεπέραστης σε ωριμότητα δημιουργίας του σκηνοθέτη, Ghost Dog: The Way Of The Samurai (1999). Η ταινία ήταν ένα υψηλής διανόησης κράμα αστικού Δυτικού πολιτισμού και θεόπνευστης Ανατολικής φιλοσοφίας, ένα απαιτητικό μείγμα γουέστερν και μαφιόζικων φιλμ, όπου ανακατεύτηκαν επίσης αισθητικές επιρροές από φτηνά blaxploitation και ταινίες με σαμουράι. Στο δε soundtrack, ο RZA έμπλεξε τα zen breakbeat τα οποία έγραφε πάνω στην πρώιμη κονσόλα των Wu Tang Clan –όπως οι Crazy Horse σε σχέση με το Dead Man, έτσι και οι Wu Tang πήραν το όνομά τους από μια σέκτα Σαολίν μοναχών στην Κίνα, δημιουργώντας έναν άρρηκτο συνδετικό κρίκο. Οι λούπες του RZA έδεσαν απόλυτα με τη χορογραφία της βίας και με τις αφηγηματικές παραμέτρους της ταινίας –τον κώδικα τιμής, την πνευματικότητα και την πειθαρχία ενός έκπτωτου ronin, του επικοινωνιακού χάσματος στην καρδιά της μητρόπολης. Ένα ψηφιακό λίφτινγκ στην αρχαία κουνγκ-φου αισθητική και στον αναλογικό τρόπο ζωής ενός «περιστερόφιλου» πληρωμένου δολοφόνου.
Το επάγγελμα του δολοφόνου ασκεί και ο ήρωας στο The Limits Of Control (2009), που ακολούθησε την πιο mainstream απόπειρα του Τζάρμους με το Broken Flowers (2005). Ο αμίλητος και ανώνυμος ήρωας είναι ένας αφοσιωμένος στην τελειότητα επαγγελματίας, με απόλυτα αυστηρή ρουτίνα, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο ενός περίπλοκου γρίφου συμφερόντων. Μετά από τολμηρή επιλογή του Τζάρμους, μέρος της μουσικής αναλαμβάνει το γιαπωνέζικο ροκ συγκρότημα των Boris και το εξωστρεφές 1960s acid rock τους έρχεται σε υπολογισμένη αντίθεση με τα όρια του συναισθηματικού ελέγχου του ήρωα. Το ίδιο τολμηρή και απρόβλεπτη ήταν η χρήση μουσικής από την Αιθιοπία του Mulatu Astatke για το Broken Flowers. Το "Farewell" των Boris λειτουργεί σαν σκοτεινό mantra ανάμεσα στη δράση, ενώ στο τελικό κρεσέντο βίας ο Τζάρμους βάζει ειρωνικά τον δολοφόνο να χρησιμοποιεί για φονικό όπλο μια χορδή κιθάρας.
Στο φετινό Only Lovers Left Alive, με πρωταγωνίστρια την Tilda Swinton, ο Τζάρμους αφηγείται έναν υπερβατικό βαμπιρικό μύθο, κατασκευάζοντας ένα στοχαστικό υβρίδιο θανατίλας και ρομαντισμού, το οποίο έντυσε με ακόμα πιο obscure επιλογές: με το rockabilly της Wanda Jackson, με το garage rock των Black Rebel Motorcycle Club, με τις πυκνές κιθάρες των White Hills, με τη νότια R’n’B της Denise LeSalle, με την ψυχωμένη country του Charlie Feathers, με την εξωτική ευαισθησία της Yasmine Hamdan, με τον ανατολίτικο μυστικισμό των Kasbah Rockers, με τους dub ήχους του Bill Laswell και κυρίως με τον Γερμανό συνθέτη Jozef Van Wissem, με τον οποίο ο σκηνοθέτης έχει ηχογραφήσει πρόσφατα και κάποια μικρά άλμπουμ, όπως το Concerning The Entrance Into Eternity και το The Mystery Of Heaven.
Χάρη στην εστέτ ατμόσφαιρα μυστηρίου και στο ακαταμάχητο στυλ των μαύρων γυαλιών των απέθαντων βαμπίρ, ο 60άχρονος πλέον δημιουργός φτιάχνει φέτος ένα αυθεντικό χαρμάνι με χαρακιές βινυλίου, από τα αυλάκια του οποίου ξεπηδάνε πίδακες αίματος και γενναίος ρομαντισμός.
Ο Τζιμ Τζάρμους θα βρίσκεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για λίγες μέρες, για να μας παρουσιάσει το έργο του και να μας μιλήσει από κοντά. Ύστερα θα φύγει για να ξαναχαθεί στις ώρες υλικού στη μονταζιέρα, καθώς ετοιμάζει ένα φιλόδοξο ντοκιμαντέρ για τους αγαπημένους του Stooges, το οποίο μάλλον θα δούμε το 2014.
{youtube}Kf5FvUt7iIw{/youtube}