Δεν είναι εύκολο και ίσως δεν έχει νόημα να αποτιμήσει κανείς ένα k-pop event με συναυλιακούς όρους. Κι όσο περισσότερο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το φαινόμενο της παγκόσμιας εισβολής της κορεάτικης κουλτούρας με αυτή τη λογική, τόσο αποτυγχάνουμε.
Από τότε που οι BTS έγιναν μέρος μιας παγκόσμιας μουσικής σκηνής, η ποπ κουλτούρα, όπως τη γνωρίζαμε, έχει αλλάξει. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 3 χρόνων, οι BTS βρέθηκαν στο εξώφυλλο του περιοδικού Time και άλλων μεγάλων εκδόσεων και εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο μαθαίνουν τη γλώσσα, την κουλτούρα, ακολουθούν πιστά τις απαιτητικές χορογραφίες σε κάποιο δωμάτιο και αγοράζουν άλμπουμ που μοιάζουν με συλλεκτικά box set (πανάκριβες εκδόσεις με φωτογραφίες, photo album, αυτοκόλλητα). Όλο αυτό είναι αφοσίωση στην πράξη. Κατι σαν τρόπος ζωής, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται αυτό. Και έχει και καθαρά πρακτικούς όρους: όχι απλά την υποχρέωση, αλλά τη χαρά να αγοράζει κανείς το προϊόν του group που λατρεύει.
Η διείσδυση της k-pop στα ακροατήρια όλου του κόσμου, όχι ως περιθωριακό ή εξωτικό προϊόν, αλλά σαν το πιο γυαλιστερό κομμάτι της mainstream pop, φαίνεται να καλύπτει ένα κενό που η ίδια η δυτική μουσική βιομηχανία άφησε, παρατώντας την υπόθεση εφηβικά boy/girl bands. Πέρα από κάποια αναλώσιμα και δευτεροκλασάτα προϊόντα μουσικών reality που η βιομηχανία δεν θέλει να υποστηρίξει, οι εκκολαπτόμενοι clean cut New Kids on the Block, Spice Girls, One Direction της εποχής μας θεωρούνται πολύ ξεπερασμένοι για να επενδύσει κανείς. Το έκαναν, λοιπόν, οι νοτιοκορεάτες και δημιούργησαν μια μουσική βιομηχανία με εξαγωγές, η οποία μπορεί να στέλνει ένα συγκρότημα που, χωρίς διαφήμιση έξω από τα social κανάλια της kpop και του Mad TV, χωρίς να ανήκει σε αυτά που θεωρούνται πολύ δημοφιλή παγκοσμίως, μπορεί να γεμίζει το Fuzz, μπορεί να έχει δεκάδες παιδιά που πληρώνουν αδρά για να φωτογραφηθούν με το αγαπημένο τους group και να είναι στις πρώτες σειρές, αλλά και να βλέπει όλο το merchandize να εξαφανίζεται.
Αλλά όπως και να το δει κανείς με αριθμούς, δεν θα καταλάβει την ουσία της αμφίδρομης σχέσης οπαδών-group, αν δεν τη ζήσει στην ίδια της τη ρίζα: εκεί που πραγματικά αυτοί έρχονται σε επαφή. Για όλους τους fans της k-pop ανά τον κόσμο, το να βρεθούν μαζί με τα αγαπημένα τους είδωλα, μιας χώρας και κουλτούρας που είναι πολύ μακριά από εμάς, δεν είναι κάτι αναμενόμενο. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Εξ ου και η ανυπομονησία από την είσοδο κιόλας στο live των Luminous, η εμφανής επιρροή στις παγκόσμιες βιομηχανίες μόδας και ομορφιάς στην πράξη (χρώματα, βαψίματα, ρούχα), οι μεγάλες ουρές (αρκετά νωρίς), οι εκφράσεις αγάπης που δεν συναντάμε εύκολα πλέον, αλλά και η διάθεση να καταναλωθούν όλα τα κλισέ μιας συναυλίας και της αμφίδρομης αυτής επικοινωνίας, σαν να είναι η πρώτη φορά.
Κι αν είναι αυτό κάτι αναμενόμενο για ένα παιδί 12 ετών, δεν είναι καθόλου αναμενόμενο για κάποιον ο οποίος έχει παρακολουθήσει εκατοντάδες συναυλίες, αλλά μπορεί να πει ότι έφυγε από ένα τέτοιο event με ένα τεράστιο χαμόγελο. Η λέξη event είναι ίσως αυτή που αποδίδει περισσότερο αυτό που συνέβη και συμβαίνει. Στο κέντρο είναι η διαρκής επαφή με το κοινό, ο διάλογος (μετά μουσικής και μη) και ο χορός. Ούτως ή άλλως, όποιος αρχίσει και ψάχνει τι είναι προηχογραφημένο και τι όχι, απλά... το έχει χάσει. Οι χορογραφίες βασίζονταν σε απόλυτα συγχρονισμένες κινήσεις, με τα μέλη να αλλάζουν θέσεις πολλές φορές σε ένα κομμάτι. Οι κινήσεις σχεδιάζονται επίσης να είναι επαναλαμβανόμενες και εθιστικές, σε απόλυτη αρμονία με το concept κάθε τραγουδιού. Οι αγγλικές λέξεις που ξεχωρίζουν είναι αναγνωρίσιμες - ως λέξεις κλειδιά, και ως η εισαγωγή για να ψαχτεί κάποιος περισσότερο για τον κορεάτικο στίχο.
Οι Luminous έπαιξαν αρκετά από τα πιασάρικα κομμάτια του νέου τους άλμπουμ (“Marionette”, “Creature”, “Engine”, “Upside Down”, “Talking Myself”, “Crazy” - με το πρώτο να αποτελεί ένα από τα highlight της βραδιάς) και κάποια που τους έχουν κάνει λίγο πιο αναγνωρίσιμους στο κοινό της k-pop, όπως το “Run”. Άλλαζαν θέσεις, μπήκαν-βγήκαν ανά δυάδες, φόρεσαν την ελληνική σημαία, χόρεψαν hits από αγαπημένους τους, άλλους μουσικούς εκπροσώπους της Νότιας Κορέας (το "3D" από τον Jungkook των BTS, το "Maniac" από τους Stray Kids, το "Bouncy" από τους Ateez και το "Rover" από τον Kai) και κατάφεραν με τόσο μικρή δισκογραφία, και με support τον Kisu, να γεμίσουν συνολικά σχεδόν ένα δίωρο γεμάτο χορό και (πολύ) ιδρώτα, που δεν έκανε καμία κοιλιά.
Αν υποθέσουμε ότι events σαν κι αυτό είναι αναγνωριστικά για τους διοργανωτές, σιγά σιγά μπαίνουν οι βάσεις για να έρθουν και άλλοι εκπρόσωποι της k-pop - και μη σας κάνει καμία εντύπωση αν ένα από τα μεγάλα ονόματα γεμίσει κάποιο κλειστό στάδιο κάποια στιγμή. Πράγματι, παρά την εκρηκτική ανάπτυξη της k-pop τα τελευταία χρόνια, οι πωλήσεις αντιπροσωπεύουν μόνο το 2% των παγκόσμιων πωλήσεων και streaming, αλλά αυτό το 2% (που δεν είναι και λίγο σε παγκόσμια βάση, είναι κάποια δισεκατομμύρια δολάρια) είναι παιδιά της Gen Z που ακολουθούν πιστά, ξοδεύουν για τα είδωλά τους πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο και βλέπουν αγαπημένους τους καλλιτέχνες να συνεργάζονται πλέον με διεθνή αμερικάνικα και βρετανικά ονόματα (οι Blackpink, για παράδειγμα, με Dua Lipa, Lady Gaga, Cardi B και Selena Gomez) ή να φιγουράρουν στο Coachella. Και δεν δίνουν και δεκάρα (είτε το πάρει κανείς θετικά, είτε αρνητικά) για το συντονισμένο σύστημα ανάδειξης ειδώλων, για τα αντίστοιχα training camps (αλά X-factor) που στήνονται για παιδιά που ξεκινάνε από τα 7 τους έτη και δουλεύουν για να κερδίσουν -μετά από πολλά χρόνια εκπαίδευσης και προετοιμασίας- μία από τις ελάχιστες θέσεις της χρυσοφόρας βιομηχανίας. Για τα παιδιά αυτά ο χορός στα δωμάτιά τους, είναι μια καθημερινή ρουτίνα και προς το παρόν την απολαμβάνουν.
KISU
LUMINOUS
Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης