Τέσσερα ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία εμφάνιση των Zounds στην Ελλάδα, συγκροτήματος που κάθε του επίσκεψη στα μέρη μας λάμβανε παραδοσιακά τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου punk εορτασμού. Σε αυτό συνέβαλε άλλωστε και το γεγονός ότι – πιστοί στις anarcho-punk καταβολές τους – οι Zounds δεν εμφανίζονταν μόνο στα κλασικά live-άδικα της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, αλλά είχαν προσφέρει μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν σειρά από εμφανίσεις σε εντελώς DIY πνεύμα και με αυστηρά κινηματικούς όρους, επιλέγοντας καταλήψεις και δημόσια πανεπιστήμια για τις συναυλίες τους (από τη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης, μέχρι το ΤΕΙ Καβάλας για να θυμηθούμε μόλις λίγες από αυτές). Αυτή η τετραετία αποχής από τις συναυλίες στη χώρα μας θα ήταν από μόνη της αφορμή για να συρρεύσουν το βράδυ της Παρασκευής στο An των Εξαρχείων όλοι οι πιστοί θαυμαστές του Steve Lake και της παρέας του, αλλά και οι πιο πιτσιρικάδες πάνκιδες και πάνκισσες, που μόλις πρόσφατα έβαλαν το “Demystification” στις λίστες τους με κομμάτια για punk ιεροτελεστίες και αθλοπαιδιές. Όμως το μήνυμα της μπάντας και της διοργανώτριας εταιρείας της συναυλίας άφηνε και ένα υπονοούμενο farewell εμφάνισής τους, με εκείνους έτοιμους να αποσυρθούν έπειτα από σχεδόν μισό αιώνα από τον σχηματισμό τους. Αυτομάτως, λοιπόν, η συναυλία απέκτησε και τα χαρακτηριστικά ενός γλυκόπικρου αποχαιρετισμού μικρών και μεγάλων. Ιδού λοιπόν οι εντυπώσεις του Avopolis από τη συναυλία των Zounds μαζί με τους Eastern Syndrome και Nothing Thrives.
Τη βραδιά άνοιξαν οι Nothing Thrives, ένα νεοσύστατο εγχώριο σχήμα, που έβαλε τους πιο συνεπείς ως προς την ώρα προσέλευσης στο νόημα όσων θα ακολουθούσαν. Το συγκρότημα παρουσίασε για περίπου 35 λεπτά δικό του – ακυκλοφόρητο κυρίως – υλικό, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις λίγο πριν την κυκλοφορία του ντεμπούτου δίσκου του. Οι ίδιοι αποκαλούν τη μουσική τους «high gain rock ‘n’ roll» και πράγματι, το κοινό μπήκε στο νόημα αμέσως.
Λίγο μετά τις 22.00, οι επίσης νεοσύστατοι Βερολινέζοι Eastern Syndrome θα καταλάμβαναν τη σκηνή, παρουσιάζοντας σε μόλις 25 λεπτά τις δικές τους post-punk συνθέσεις, με εντονότατη διάθεση για χορό και την απαραίτητη punk κλωτσοπατινάδα να ξεκινά στο ιστορικό venue της Σολομού από νωρίς. Πιστοί στο legacy της σκηνής που εκπροσωπούν, «τάραξαν» ευχάριστα με τις μπασογραμμές τους, την διαρκή τους αλληλεπίδραση με το κοινό και τα αντιπολεμικά τους σχόλια, ιδανικό warm-up για τη συνέχεια.
Το An είχε πλέον γεμίσει για τα καλά όταν οι Zounds θα λάμβαναν θέσεις στο stage για το απαραίτητο sound check, με το κοινό ήδη ενθουσιασμένο. Η πρώτη σειρά, αυστηρώς κατειλημμένη από εφηβικά μούτρα στα 15 με 16, και πιο πίσω οι «βετεράνοι» του είδους, σαν να έφεραν οι punk γονείς τα punk τέκνα τους για να γνωρίσουν τους Zounds όσο είναι ακόμη καιρός, σε ένα ομολογουμένως συγκινητικό γενεαλογικό πάντρεμα. Έχοντας πρώτα αφήσει το κολατσιό του στη σκηνή και βγάζοντας τα παπούτσια του σαν στο σπίτι του, ο Steve Lake τράβηξε σε video με το κινητό του τον κόσμο του An, που φαινόταν πανέτοιμος να αρχίσει η συναυλία. Πριν να συμβεί όμως αυτό, ο ίδιος εξήγησε ατμίζοντας το ηλεκτρονικό του τσιγάρο πως τα λευκά ρούχα που φορούσε ήταν ένα δικό του tribute στη μνήμη του φίλου του, Mark Astronaut, ηγέτη του επιδραστικότατου συγκροτήματος των Astronauts, με τους οποίους οι Zounds μοιράζονται και κοινά μέλη. Έτσι, πρώτο κομμάτι ενός μνημειώδους setlist θα ήταν το “Protest Song” των Astronauts, από τον δίσκο Peter Pan Hits The Suburbs του 1981.
Το “Fear” από τον κατάλογο των Zounds θα ερχόταν στη συνέχεια για να ανοίξει ουσιαστικά την εμφάνισή τους, που έμελλε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα αγνής ευδαιμονίας που καιρό είχαμε να δούμε σε συναυλία στα μέρη μας (και πόσο μεγάλη ανάγκη μοιάζει να είναι αυτό τελευταία). Το “This Land” θα ερχόταν στην συνέχεια, με το “Little Bit More” να αποτελεί ωστόσο την πρώτη πραγματική αποκάλυψη της βραδιάς, με το κοινό να τραγουδά με πάθος και ζωντάνια τους στίχους του.
Αντιφασιστικά συνθήματα, συνεχές stage diving από κόσμο του κοινού (αλλά και από μέλη του crew των Zounds) και ένα “Demystification” να σκάει νωρίς μέσα στο setlist, κάνοντας το An να τρέμει για τα καλά. Και όπου δεν επικρατούσε ο ενθουσιασμός και το χοροπηδητό, το οξυδερκές χιούμορ του Lake να χαρίζει χαμόγελα ικανοποίησης. «This is a punk concert, not Dire fucking Straights!», αναφώνησε ο ίδιος για να δικαιολογήσει άλλωστε αστειευόμενος ότι έπαιζε εντελώς out-of-tune τα προηγούμενα κομμάτια, μοιράζοντας παράλληλα… πατατάκια στο κοινό μπροστά του!
“Did He Jump / Mommy’s Gone”, μια επική εκτέλεση του “Can’ t Cheat Karma” και “Great White Hunter” για τη συνέχεια, με μια συγκίνηση να φαίνεται να διακατέχει πια ένα μέρος του κόσμου που καταλάβαινε ότι ίσως δεν θα τα ξανάκουγε ποτέ ζωντανά. Και με τον Lake να αφήνει για ακόμη μια φορά ένα σαφές πολιτικό μήνυμα σε εμφάνιση των Zounds, αποκαλώντας το Ηνωμένο Βασίλειο «φασιστικό κράτος» και ρωτώντας με γνήσιο ενδιαφέρον το κοινό τι γίνεται και στα δικά μας μέρη (για να πάρει τις προφανείς απαντήσεις αποδοκιμασίας για όσα «ωραία» περνάει και η ελληνική κοινωνία). Ο ίδιος θα εξηγούσε μετά φορτισμένος ότι το μέλλον της μπάντας είναι αβέβαιο, δίνοντας όμως έναυσμα ώστε τα τελευταία λεπτά της στη σκηνή να μείνουν αξέχαστα σε όλες και όλους.
Και πράγματι, στα “Mr. Disney” και “War” το κλίμα στο An ήταν σαν να μεταφερόμασταν στις πιο ένδοξες στιγμές της punk στη Βρετανία του παρελθόντος, ενώ το “Subvert” τραγουδήθηκε εκκωφαντικά ως ο μεγάλος αποχαιρετισμός ενός πραγματικά εμβληματικού συγκροτήματος.
Το “Dancing” ήταν το κομμάτι που θα έκλεινε μια βραδιά που θα μείνει αξέχαστη σε όσους και όσες είχαν την τιμή να παρευρεθούν στο κατάμεστο An, επισφραγίζοντας πως η μουσική κληρονομιά των Zounds θα μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο, πιστή στο anarcho-punk ήθος της και παντοτινή πηγή ευδαιμονίας για όσες και όσους την αγάπησαν. Κι αν στενοχωριόμαστε για το πιθανό τέλος της μπάντας ως touring σχήματος, σημασία έχει πως το βράδυ της Παρασκευής συναντηθήκαμε για μια τελευταία φορά.